Το τηλέφωνο κουδούνισε δεύτερη μέρα του Πάσχα.
«Χριστός Ανέστη!» είπε μια φωνή γυναικεία.
Εκείνος δεν είπε κουβέντα.
«Πήρα να ευχηθώ» είπε πάλι η φωνή.
Ψέλλισε ένα ξερό «Ευχαριστώ πολύ». Ούτε «Αληθώς Ανέστη» δεν της είπε. Δεν είχανε πολλά πολλά αλλά τον θυμήθηκε κι αυτό το Πάσχα. Δεν ήταν και λίγο από έναν ξένο άνθρωπο. Ούτε το περίμενε. Είπαν δύο τρία λόγια τυπικά και πάλι ευχές για του χρόνου. Τον επόμενο χρόνο δεν πήρε. Ούτε κι εκείνος πήρε, παρότι ήταν η σειρά του. Για να μην αποκτήσουν την απαιτούμενη οικειότητα, που θα την ανάγκαζε να τον καλέσει στο σπίτι της χρονιάρες μέρες. Αυτή είχε οικογένεια, παιδιά, εγγόνια, γαμπρούς, νύφες, κόσμο και λαό. Εκείνος είχε μόνο ένα κουφάρι να μεταφέρει από χρόνο σε χρόνο. Ούτε Θεό ούτε Άγιο. Ο φίλοι είχαν απαιτήσεις και οι γείτονες παραξενιές.
Τη γνώριζε από τη δουλειά. Ήταν καλόβολη και δεν έφερνε αντιρρήσεις στις παραξενιές του όσο κι αν τη φόρτωνε. Πάντα με το χαμόγελο και πάντα τα κατάφερνε με τις υποχρεώσεις της. Αν δεν προλάβαινε έμενε παραπάνω χωρίς να πληρώνεται. Δεν άφηνε τη δουλειά της στη μέση. Ένα Μεγάλο Σάββατο την είχε ζορίσει πολύ, έπρεπε να ξεμπερδεύουν με τις παραγγελίες της τελευταίας στιγμής. Εκείνη δεν παραπονέθηκε, δεν είπε κουβέντα. Την άφησε να φύγει λίγο πριν την Ανάσταση. Με το χαμόγελο του ευχήθηκε «Καλό Πάσχα». Σαν να τον κορόιδευε η ζωή, τού φάνηκε. Σαν να τον εκδικιόταν. Πώς άντεχε; Αν ήταν εκείνος στη θέση της θα είχε παραιτηθεί. Την δοκίμασε κι άλλες φορές. Ούτε και τότε παραπονέθηκε. Το «αχ» δεν έβγαινε εύκολα από το στόμα της. Ποτέ δεν την είχε ρωτήσει για την οικογένειά της. Ό,τι έπιανε από σκόρπιες κουβέντες συναδέλφων ήξερε. Δύο παιδιά είχε. Μόνη της τα μεγάλωσε. Τα σπούδασε, της έφεραν νύφες και γαμπρούς, της έκαναν εγγόνια. Γέμιζαν το σπίτι της κάθε γιορτή με τις φωνές τους.
Εκείνος κούκος μοναχός· ούτε άνοιξη ούτε καλοκαίρι έβλεπε μπροστά του. Μόνο το φθινόπωρο ξεχώριζε στην αρχή και μετά τη σύνταξη κρυβόταν στον χειμώνα. Καταλάβαινε την αλλαγή της εποχής από την καμπάνα της εκκλησίας. Ποιος πέθανε; ρωτούσε. Ποιος άλλος; Ο Χριστός! Μεγάλη Παρασκευή ήταν. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, το έλεγαν στα μέσα ενημέρωσης αλλά δεν μπορούσαν να το αποδείξουν. Κανένας δεν τον είχε δει. Το είχε πει σε κάνα δυο αλλά τον παρεξήγησαν. Δεν συμμερίστηκαν πως αυτός ήταν τεχνοκράτης. Ο κόσμος ήθελε γιορτές με ιστορίες, τις είχε ανάγκη για να ξεχνάει τα δικά του βάσανα. Εκείνος ήθελε να τα θυμάται. Κλεινόταν στο σπίτι και τα υποδεχόταν όταν του χτυπούσαν την πόρτα. Κάθε φορά τα ίδια βάσανα. Στο τέλος τα βαρέθηκε και δεν άνοιγε. Τέλος πάντων, δεν ήθελε ν’ ακούει για γιορτές. Για αντιπερισπασμό μέτραγε τους θανάτους των γέρων. Πόσοι ήταν στην προηγούμενη γιορτή και πόσοι έλειπαν στην επόμενη. Πάει κι αυτός, ετοιμάζεται και η άλλη, αναμένονται και κάνα δυο τρεις, τέτοια. Για νέους δεν ρώταγε. Δεν ήθελε να ξέρει τί και πώς. Μόνο σημείωνε. Δεν άντεχε το χάλασμα της σειράς.
Όποιος ήθελε να μάθει, ποιος ζει ποιος πέθανε, αυτόν ρώταγε. Σημείωνε τα πάντα σαν κανονικός ληξίαρχος. Ποιος γεννήθηκε, ποιος χαιρέτησε τον μάταιο κόσμο και ποια είναι τα ποσοστά της διαφοράς με τον προηγούμενο χρόνο. Γέμιζε τα κιτάπια του με πληροφορίες. Από τη μια μεριά τα ονόματα των και δίπλα οι ημερομηνίες άφιξης και αναχώρησης. Η μεταξύ τους χρονική διαφορά ταυτοποιούσε και την ηλικία τους. Πρακτορείο πληροφοριών. Κάποιες φορές έκανε έφοδο στις σημειώσεις του για να υπολογίσει τις καθυστερήσεις. Άργησε αυτός να σκαπετήσει, τον πρόλαβαν νεότεροι, έλεγε.
Αυτό το Πάσχα θα της τηλεφωνούσε εκείνος πρώτος· το είχε υποσχεθεί στον εαυτό του. Είχε καιρό ν’ ακούσει γι’ αυτήν. Μεγάλη Παρασκευή έκανε την πρώτη προσπάθεια. Άκαρπη πήγε. Μεγάλο Σάββατο την επανέλαβε. Τίποτα. Κυριακή του Πάσχα ξύπνησε νωρίς με την έγνοια της. Θα πήγαινε στο σπίτι της και η μισή ντροπή της. Άλλωστε, μεγάλοι άνθρωποι ήταν. Ποιος θα τους παρεξηγούσε; Άδικος ο κόπος του. Όπως πήγε έτσι γύρισε. Άπραγος. Για να γλυκάνει την πίκρα του έφαγε στο δρόμο το τσουρέκι που είχε πάρει για ’κείνη. Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Η μέρα που του χτύπησε την πόρτα ήταν και η τελευταία της. Σαν αποχαιρετισμός γράφτηκε στο μυαλό του ένα χρόνο αργότερα. Έμαθε για τον πρώιμο χαμό των παιδιών της σε αεροπορικό δυστύχημα. Όλα μαζί πήγανε στον άλλο κόσμο. Έρχονταν στην Ελλάδα για να δούνε τη μάνα τους και να γιορτάσουν μαζί της το Πάσχα. Έμεινε έρημη σαν κι αυτόν. Αν της είχε ανοίξει, αν της είχε μιλήσει για τη μοναξιά του ίσως να μην είχε πάθει την ανακοπή και να ζούσε τώρα. Ίσως οι δύο μοναξιές να είχαν κάνει μια συντροφικότητα.
Το αυγό του τσουρεκιού το έθαψε στην όχθη του αυλακιού, που ακολουθούσε το δρόμο. Ήτανε κόκκινο της χαράς και η μέρα δεν τη σήκωνε γιατί ήτανε μαύρη. Το σκέπασε καλά με χώμα για να μην το φάνε τα πουλιά, σαν να έθαβε άνθρωπο.
«Αληθώς Ανέστη, ο Κύριος!» είπε όταν τελείωσε, κάνοντας το σταυρό του, και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
photo https://pixabay.com/el/