Μαύρος μύθος με τυλίγει και νέφος μίσους με κυνηγάει
ανάμεσα σε τρεις πατρίδες.
Δεν γύρισε μάτι να με δει, φιλί στοργής να νιώσω.
Με συνοδεύει σκυθρωπός ουρανός
με τη σπασμένη ραχοκοκαλιά του πεπρωμένου,
ανισόρροπη γεωμετρία σε σύνορο νυστέρι
περιπλανώμενος υπνοβάτης σε αμφίβολη γεωγραφία
μια λύκαινα ομίχλης μου κόβει το δρόμο.
Δρόμοι που χάνουν την ταυτότητα σε άγρια ρεύματα
με παραληρήματα τρέλας σε σηκωμένους φράχτες
ανάμεσα σε τρεις πατρίδες.
Ξένη βροχή με λούζει, ψυχρά μάτια φιδιού
μου κόβουν την ανάσα. Και φύλλο λεύκας κιτρινίζει
στην τυφλή ταυτότητα της προδοσίας.
Μια κραυγή το σύνορο, δάχτυλο στη σκανδάλη
ένα αστροπελέκι, ξεριζωμένο δέντρο
που χορεύει ανάμεσα στεριάς και θάλασσας.
Περιπλανιέμαι με το κομμένο λαρύγγι μιας καμπάνας
γκρεμισμένη από τα καμπαναριά της πίστης
με σκοτωμένους ήχους και νταγκ, νταγκ τα μελίγγια μου
τα πρωινά με βόλια και βροχή αστεριών την εσπέρα.
Νταγκ, κουβαλώ στους ώμους της ψυχής μου μια καμπάνα
ψάχνω ένα καμπαναριό. Σε ποιο ναό να την τοποθετήσω;
Περιπλανιέμαι σε τρεις πατρίδες σαν ερημίτης.
Σε κάθε πατρίδα έχω αφήσει κομμάτια της ψυχής μου.
Η μια σαν Κίρκη με αρπάζει από το λαιμό
και με εγκλωβίζει στο ματωμένο χτες της ανυπαρξίας,
λιμάνι ερημωμένο, τυφλά μάτια, κομματιασμένη σάρκα
θανατηφόρα παράσταση, σάπια ζωή, μια λύκαινα εξουσίας
με αρπάζει στα δόντια της και μου απορρόφα τα σωθικά.
Μπαίνω στο σώμα της άλλης και γουρλώνει τα μάτια,
πότε με βλέπει σαν φυγά, πότε ληστή,
πότε αλλόθρησκο και πιθανότατες τιμωρίας αραδιάζει.
Η άλλη πρόσωπο θύελλας, θάλασσα ενοχής
που δεν μπόρεσε να ενώσει ποτέ τα κομμάτια της
με σκίζει στα δυο. Ρωγμή πληγής που όλο
αιμορραγεί και με σταυρώνει ο πόνος.
Ανάμεσα σε τρεις πατρίδες τρεις θάλασσες βουίζουν
ψάχνω τον εαυτό μου και δεν με βρίσκω,
ψάχνω τον κόσμο σε δρόμους απελπισίας,
είμαι μοιρασμένος ανάμεσα σε τρεις πατρίδες
ρίχνω το χέρι γέφυρα και γέφυρα δεν υπάρχει.
Βάνω τις απαλάμες για να πιώ και το νερό είναι μολυσμένο.
Μοιράζω την καρδιά σαν άρτο και η έχθρα υψώνει τείχη.
Ανάμεσα σε τρεις πατρίδες, με δυο παράλυτα δάχτυλα
ο πόνος σπάζει τις χορδές της λύρας μεταναστεύουν
οι πατρίδες στον αστερισμό της εγκατάλειψης.
Άνεμοι της ορφάνιας με ξεσκίζουν.
Η μια πατρίδα φεύγει προς την αχαλίνωτη καρδιά της νύχτας.
Η άλλη ξένο με θωρεί, λες και προσκυνώ ξένους θεούς
και η τρίτη που νυμφεύτηκα μου ανεμίζει πέπλα
που τα ξεσκίζει ο άνεμος και δεν πρόλαβαν να γίνουν
φλάμπουρα αισιοδοξίας! Παρά, ουρλιάζει! Το αίμα μου θέλει.
Μάνα ακούς το ταμπούρλο της καρδιάς πώς χτυπάει,
και η μητριά υστερικά ουρλιάζει; Ποια θα ρίξει δάκρυ στοργής
να με αρπάξει στην αγκαλιά της; Μάνα, διψώ γι’ αγάπη!
Photo jplenio / https://pixabay.com