Το φως μάς σκέπασε σαν ένας ήρωας
που κοιμάται μόνος του τα βράδια.
Έχτισα το σπίτι μου με πέτρες και πηλό
από αρχαίους τόπους.
Έντυσα τους τοίχους με δέρματα από
αξερίζωτες φωνές που διερμηνεύουν
τα απέραντα.
Ξαγρύπνησα ήσυχος μπροστά στο τζάκι
καίγοντας κομμάτια απ’ τα ρούχα
και τα μάτια μου.
Φώναξα στην ησυχία να δω αν είναι
όντως αδιατάρακτη.
Σήκωσα τις σκιές… σιγά, σιγά.
Μες στο σκοτάδι σύννεφα.
Ντύθηκα ένα κύπελλο βροχή
κι ήπια τον άνεμο να μην κρυώνω.
Απλούστευσα έτσι τις ζωές που ζούσα.
Photo pixundfertig / https://pixabay.com