Ορχήστρα μυστική τραυλίζει στο κεφάλι μου
μια μελωδία υδραργυρική, σπασμένη
όπως περικοπή ευαγγελίου των απανταχού διωχθέντων
από την ηλικία του φλοίσβου.
Πρόσωπα δεν διακρίνονται.
Μονάχα ήχοι ενός τανγκό
λάμψεις από ρολόι χειρός που αντανακλά στο τζάμι
και πέλματα μικροσκοπικά
στα στέρεα πόδια του πατέρα ανεβασμένα
– χαλκομανίες-χερσόνησοι
αγκράφες υποδήματος
μήπως ψηλώσει η νεραϊδούλα λεμονιά
και μοιάσει της μητέρας.
Αχ, ο στροβιλισμός της αιωνιότητας που ψεύδεται
ασύστολα ψεύδεται και προσποιείται
τη στήριξη και τη διάρκειά της.
Γελιέται η κόρη και αφήνεται
στα δανεικά της βήματα.
Κανένα δόντι σαρκοφάγο το πάτωμα δεν ροκανίζει
κανένα κύμα δεν θα βυθίσει στο κενό
την πλήρη της παράδοση…
Μα τη βυθίζει.
Ο καβαλιέρος-σύννεφο αποχωρεί
στην Αρκτική των ατελών αναπνοών.
Μένουν τα πόδια στάσιμα
άμαθα στις μεγάλες δρασκελιές
ατροφικά στις αποστάσεις
σιγά σιγά ενώνονται
λέπια γυαλίζουν στους γοφούς
νερό γεμίζει το δωμάτιο
βουλιάζουν τα cd και τα βιβλία
φύκια και φυσαλίδες
στολίζουν το φουστάνι του χορού.
Θα μείνω εδώ
γοργόνα γερασμένη σε ενυδρείο σαλονιού
στις μύτες των άκρων να αιωρούμαι
να οξειδώνομαι στην άηχη περίπτυξη
τη μια μετά την άλλη νότα να καταβροχθίζω.
Θα μείνω εδώ
να διασώζω στο ένα μου πτερύγιο
του ώμου τα φτερά
που ουδέποτε ανοίξανε.