Έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι οι έφηβοι ανήκουν σε ένα διαφορετικό είδος ανθρώπου. Αυτό συμβαίνει γιατί δίνουμε έμφαση στις διαφορές και στις ασυνέχειες ανάμεσα στα παιδιά και στους εφήβους, ξεχνώντας τις τόσες σημαντικές ομοιότητες ανάμεσα στους εφήβους και στους ενηλίκους.
Η εστίαση του ενδιαφέροντος στις διαφορές και μόνο μπορεί να μας οδηγήσει σε στερεότυπα και υπεργενικεύσεις σχετικά με το ποιο είναι τελικά το περιεχόμενο του σταδίου αυτού που, σε τελευταία ανάλυση, είναι ένα κάπως αυθαίρετα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης.
Ορισμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η εφηβεία δεν αποτελεί ένα ιδιαίτερο, ευδιάκριτο, αναπτυξιακό στάδιο. Δεν αναγνωρίζουν ως έγκυρη την άποψη ότι κατά την εφηβεία το παιδί αποκτά καινούρια προσωπικότητα. Αντίθετα υποστηρίζουν ότι το παιδί μεταμορφώνεται σταδιακά και ανεπαίσθητα σε έφηβο και ο έφηβος το ίδιο σταδιακά γίνεται ενήλικας.
Κάποιοι άλλοι διαφωνούν. Η σύγχυση σχετικά με τα όρια της εφηβείας είναι φανερή στις σχετικές μεταφορικές εκφράσεις: «ενδιάμεσο στάδιο» και «ουδέτερη ζώνη» μεταξύ παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Έχει επίσης παρομοιαστεί με «τούνελ» μέσα στο οποίο οι νέοι άνθρωποι «εξαφανίζονται για λίγα χρόνια».
Ο όρος «εφηβεία» ουσιαστικά αναφέρεται στην ψυχολογική ανάπτυξη του ατόμου, η οποία σχετίζεται με τις βιοσωματικές αναπτυξιακές διαδικασίες, με αυτό, δηλαδή, που ορίζουμε ως «ήβη». Με άλλα λόγια, η εφηβεία έχει την αρχή της στη βιολογία και το τέλος της στον πολιτισμό- στο σημείο εκείνο που το κορίτσι και το αγόρι έχουν αποκτήσει έναν ικανοποιητικό βαθμό ψυχολογικής ανεξαρτησίας από τους γονείς τους. Έτσι εξηγείται η έλλειψη ακρίβειας στον ορισμό και στα χρονικά όρια της εφηβείας. Δεν υπάρχει κανένα ευδιάκριτο «τέρμα». Ακόμη και το σημείο έναρξης της εφηβείας ποικίλλει ανάλογα με τους περιβαλλοντικούς και κληρονομικούς παράγοντες και υπόκειται, όσον αφορά την έγκαιρη έναρξη ή την καθυστέρησή της, σε πολλές εξωτερικές επιδράσεις.
Για τον μη ειδικό η εφηβεία σχετίζεται απλώς με τη διαδικασία της ανάπτυξης και είναι η μεταβατική περίοδος ανάμεσα στην παιδική και στην ώριμη ηλικία.
Ο πιο σημαντικός αναπτυξιακός στόχος της εφηβείας, όπως υποστηρίζουν πολλοί σύγχρονοι ψυχολόγοι, είναι η ανάγκη του ατόμου να διαμορφώσει οριστικά την ταυτότητά του, να γίνει δηλαδή ένα ξεχωριστό και ώριμο άτομο. Η ανάπτυξη της ταυτότητας του Εγώ αναφέρεται στον πυρήνα του χαρακτήρα ή της προσωπικότητάς του και θεωρείται προϋπόθεση για να μπορέσει το άτομο στη συνέχεια να διαμορφώσει ουσιαστικές και σε βάθος διαπροσωπικές σχέσεις. Αρχίζει με το έντονο ενδιαφέρον του εφήβου να βρει και να ανακαλύψει τη φύση του εαυτού του και τελειώνει όταν πλέον έχει διαμορφώσει την έννοια του εαυτού του ως ένα ενιαίο σύνολο και την προσωπική του ταυτότητα.
Οι σωματικές και βιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν στην ηλικία των 12 ετών για τα κορίτσια και των 14 για τα αγόρια, οφείλονται στην επενέργεια των ορμονών και είναι πράγματι δραματικές. Η ανάπτυξη όλων των μερών του σώματος επιταχύνεται απότομα. Όλα αυτά τα γεγονότα αποτελούν αυτό που ονομάζεται «αυξητικό τίναγμα» της εφηβείας.
Η ήβη δεν είναι μόνο θέμα αλλαγών στο μέγεθος και στο σχήμα του σώματος. Συμβαίνουν βιολογικές αλλαγές στις εκκρίσεις των ενδοκρινών αδένων, ιδιαίτερα εκείνων που επιδρούν στη σεξουαλική λειτουργία.
Μια πολύ διαδεδομένη δοξασία για την εφηβεία είναι ότι ο έφηβος περνά από μια «κρίση ταυτότητας», που του προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, όπως άγχος, κατάθλιψη, αίσθημα απογοήτευσης, συγκρούσεις και ηττοπάθεια. Οι περισσότεροι έφηβοι έχουν στην πραγματικότητα μια θετική και ρεαλιστική εικόνα του εαυτού τους και αυτή η εικόνα παραμένει συνήθως σχετικά σταθερή με το πέρασμα του χρόνου. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της εφηβείας δεν συμβαίνουν αλλαγές στην αντίληψη, που έχουν οι έφηβοι για τον εαυτό τους ή στις απόψεις τους για διάφορα θέματα. Το άγχος και η αγωνία για το μέλλον είναι δυνατόν να αυξηθούν κατά τη διάρκεια της εφηβείας.
Ο E. Erikson σε δύο μελέτες του το 1965 και 1968 (M. Herbert, ψυχολογικά προβλήματα εφηβικής ηλικίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα,1999) βλέπει την εφηβεία ως ένα από τα διαδοχικά στάδια του κύκλου ζωής με μια συγκεκριμένη αναπτυξιακή κρίση, που πρέπει να επιλυθεί. Η αναπτυξιακή κρίση έχει τους εξής δύο πόλους: «απόκτηση ταυτότητας»- «σύγχυση ρόλων», οι οποίοι μάλιστα είναι κατά μια έννοια αντίθετοι ο ένας στον άλλο.
Ο έφηβος αφήνοντας πίσω του την παιδική ηλικία αρχίζει την αγωνιώδη προσπάθεια να βρει μια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα: «ποιος είμαι;» (Στάδιο 1ο).
Στην αναζήτησή του αυτή δοκιμάζει διάφορες ταυτότητες ή αναλαμβάνει διάφορους ρόλους (Στάδιο 2ο).
Μερικοί έφηβοι καταλήγουν να διαμορφώσουν μια ανώριμη προσωπικότητα (δοτή ή πρόωρα σχηματισμένη ταυτότητα).
Άλλοι έφηβοι αργούν πολύ και αποτυγχάνουν να αποσαφηνίσουν την προσωπική τους ταυτότητα και να της δώσουν περιεχόμενο και είναι πολύ πιθανόν να βιώσουν κατάθλιψη ή ακόμα και απόγνωση. Αυτά τα αισθήματα σε συνδυασμό με μια αίσθηση κενού και υποτίμησης του εαυτού είναι οι ενδείξεις αυτού που ο Erikson ονομάζει «σύγχυση ρόλων».
Φυσικά, πολλοί από εμάς ποτέ δε σταματούμε να αμφισβητούμε την ταυτότητά μας και να επεξεργαζόμαστε ή να αναδιαμορφώνουμε την προσωπικότητά μας, ωστόσο απολαμβάνουμε την ασφάλεια μιας ξεκάθαρης αίσθησης του «ποιοι είμαστε» (Στάδιο 3ο).
photo https://pixabay.com/el/