Στην Σμύρνη του 1922, δυο μικρές αδερφές, η Μελιτίνη και η Ανθή, ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους. Η μια καταφεύγει σε ένα ιαπωνικό εμπορικό πλοίο που πέταξε στα βρόμικα νερά του λιμανιού της Σμύρνης το πολύτιμο εμπόρευμά του, μετάξια και δαντέλες, για να διασώσει Χριστιανούς που κινδύνευαν, Έλληνες και Αρμένιους. Η άλλη, ακολουθεί τη μοίρα των παιδιών του Ορφανοτροφείου Σμύρνης και καταλήγει στο πορνείο των Βούρλων της Δραπετσώνας. Προηγουμένως, το 1915, αμέτρητοι Αρμένιοι είχαν σφαγιαστεί και εκτοπιστεί σε πορείες θανάτου.
Εκατό χρόνια αργότερα, οι απόγονοί τους αναζητούν τα ίχνη της μεγαλύτερης γενοκτονίας του εικοστού αιώνα. Ιστορικά πρόσωπα της εποχής, ο στρατηγός Πλαστήρας, ο αρμοστής Στεργιάδης, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, συνδιαλέγονται με τους ήρωες της μυθοπλασίας που ζουν την τραγωδία του τέλους της ελληνικής Σμύρνης. Μια φωτογραφία όμως, που βρέθηκε πολλά χρόνια μετά, αποδεικνύει ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι…
Θεσσαλονίκη, Μάρτης του 1965
Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό του 1965 γινόταν το έλα να δεις στην Αρμένικη Εκκλησία. Βαφτιζόταν ο εγγονός του Αράμ Καρντασιάν, του ταπητουργού που έχαιρε μιας γενικότερης εκτίμησης στη σαλονικιώτικη κοινωνία. Η Μελιτίνη, η γιαγιά του μικρού, ήταν στα μέσα και στα έξω. Οι γυναίκες φορούσαν τα καλά τους, είχανε φρύδια σπαθωτά και μαλλιά τραβηγμένα πίσω σε επιδεικτικούς κότσους. Στη βάφτιση επικρατούσε ένας υπόκωφος, ευχάριστος αναβρασμός που έκανε τους περαστικούς να σταθούν λίγο για να χαζέψουν.
Όσοι ήταν μέλη της αρμένικης παροικίας σταυροκοπιόντουσαν στην Παναγία Θεοτόκο (Σουρπ Αστβατζατζίν) και μνημόνευαν τον Ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι που την είχε χτίσει. Τα παρακλάδια του αρμένικου δέντρου έφταναν στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις και στην Αμερική, δημιουργούσαν φιλίες γερές με καρπούς αξιόλογους, όμως, το αρμένικο δέντρο είχε κοπεί από τη ρίζα του τότε, το 1915, στη μητρική γη της Ανατολίας.
«Δεν ήρθε η θεία Αζνίβ;» ρώτησε η Βερόν. Αν και είχε χάσει πια την αγέρωχη στολή της νιότης και της
ομορφιάς, το παρουσιαστικό της τα τελευταία χρόνια είχε αποκτήσει μια βασιλική αξιοπρέπεια.
«Όχι γλυκιά μου» απάντησε η Μελιτίνη. Ήταν μια γυναίκα 58 χρονών, καλοκαμωμένη, με ωχρόλευκο, διάφανο δέρμα και μάτια μεγάλα, γεμάτα βαθύ οίκτο. Τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να γκριζάρουν αλλά αυτό δεν μείωνε ούτε μια στάλα τη γοητεία της.
Η Βερόν, πρώτη εξαδέλφη του Αράμ, αποτελούσε αυτό που θα λέγαμε ντροπή της οικογένειας, μια ντροπή όμως που όλοι κρατούσαν φυλαγμένη στην πιο ακριβή θέση της καρδιάς τους. Το 1915 όταν η οικογένεια Καρντασιάν έφτασε πετσοκομμένη στη Θεσσαλονίκη, η Βερόν ήταν δεκαεφτά χρονών και τριών μηνών έγκυος. Δε μπορούσε να υπολογίσει με ακρίβεια την εγκυμοσύνη της, πόσο μάλλον να κατονομάσει τον πατέρα. Πάνω από το κορμάκι της είχαν περάσει πολλοί Τούρκοι, όλοι βρόμικοι και βάναυσοι. Θυμάται, τόσα χρόνια ακόμη μετά, το χνώτο τους, τη γυαλάδα των ματιών τους. Θυμάται τη ζωώδη ανακούφιση που έδειχναν όταν η πράξη αυτή τελείωνε, θυμάται ότι κάποιοι την πετούσαν μακριά όπως ένα άχρηστο ρούχο, θυμάται ότι κάποιοι άλλοι την αναζητούσαν ξανά και ξανά. Θυμάται εκείνον τον Τούρκο στο Χαλέπι, στεγνό και μίζερο, με ένα μοχθηρό γελάκι, που είχε πλευρίσει την Αζνίβ και της είχε φορτωθεί, ψάχνοντας με πείσμα θανατηφόρο το αρμένικο χρυσάφι.
Στην αρχή η Βερόν αντιστεκόταν σαν το λυκάκι που πάνε να το ξετρυπώσουν από τη φωλιά οι κυνηγοί που σκοτώσανε τη μητέρα του. Έπειτα συμβιβάστηκε· η απέχθεια για τους Τούρκους ρίζωσε όμως μέσα της για τα καλά κι έγινε ανίκητη σαν ένα παλιό, παμπάλαιο
μυστήριο. Τα κατοπινά χρόνια όλο αυτό της Βερόν Καρντασιάν τής βγήκε άσχημα, σε μια συμπεριφορά αλλοπρόσαλλη, με χίλια δολερά καμώματα.
Ο Αράμ, ο παππούς του νεοφώτιστου, στεκόταν λίγο παράμερα. Ήταν ένας άντρας με κορμί στιβαρό και γρήγορο, διαπεραστικό βλέμμα. Είχε μόλις πατήσει τα εξήντα του χρόνια κι ένιωθε για την Μελιτίνη, τη γυναίκα του, τον ίδιο σφοδρό έρωτα που ένιωσε όταν την πρωτοείδε στη Θεσσαλονίκη το Σεπτέμβρη του 1922…
Photo geralt/ https://pixabay.com