Περπάτησε με λιγνά βήματα προς τη σκιά της,
να τη συναντήσει.
Μπήκε μέσα της, την περιεργάστηκε μες στη
δροσιά της κι ύστερα την πήρε στα χέρια της
αποφασιστικά με το μαχαίρι
να της αλλάξει τη μορφή.
Τη σκάλισε υπομονετικά, μέρες πολλές,
ενώ τις νύχτες καθόταν κι έκλαιγε μόνη
για τον καιρό που είχε χάσει, κάτω από
ένα δέντρο με πυκνά και άκαρδα φύλλα
που όμως της έδιναν κάποια παρηγοριά.
Όταν τελείωσε κάποτε την κοίταξε προσεχτικά
στο φως να δει αν είχε παραλείψει
κάποιο σημείο να το επεξεργαστεί
κι αφού ησύχασε την έθεσε πάλι όρθια
στα πόδια της.
Το δέρμα της φαινόταν καθαρό και ροδαλό.
Οι μηροί της σφιχτοί απ’ την κούραση,
προχώρησε προς τη σκηνή που
η Σελήνη με τρακ απήγγειλε το ρόλο της
μπροστά σ’ ένα μικρό κοινό από
αδιάφορους κυνηγούς.