Ολοένα και συχνότερα συναντάμε την κατάθλιψη στους εφήβους των ΗΠΑ, και ακόμη πιο συχνά στα κορίτσια, όπως δείχνουν οι έρευνες. Φαίνεται ότι για τα κορίτσια είναι τρεις φορές πιο συχνό το φαινόμενο αυτό. Μάλιστα, το 2017, τα παιδιά ηλικίας 12 έως 17 ετών στις ΗΠΑ, σε ποσοστό 13%, δήλωσαν ότι έχουν βιώσει την κατάθλιψη, ενώ το 2007 το ποσοστό αυτό ήταν 8%.
Μέσα στα 10 χρόνια της έρευνας ο αριθμός των εφήβων που βίωσε την κατάθλιψη, δηλαδή, αυξήθηκε κατά 59%, ενώ ο ρυθμός αύξησης αντίστοιχα ήταν 66% για τα κορίτσια, ενώ 44% για τα αγόρια.
Όταν η έρευνα άφησε τα νούμερα και τα ποσοστά, και προσέγγισε τους λόγους και τα αίτια, τότε φάνηκε και το σκηνικό.
Τρεις στους δέκα Αμερικανούς έφηβους δήλωσαν ότι η ημέρα τους βιώνεται με ένταση ή νευρικότητα. Ότι ζουν έτσι κάθε ημέρα. Ανάμεσα στους λόγους που αναφέρθηκαν, ήταν οι πιέσεις που αισθάνονται ότι τους ασκούνται.
Συγκεκριμένα, έξι στους δέκα εφήβους, δηλαδή το 61% των εφήβων των ΗΠΑ, δηλώνουν ότι πιέζονται για να κατακτήσουν καλούς βαθμούς στο σχολείο. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει και το 28% των παιδιών, το οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά ότι αισθάνονται πίεση για να φαίνονται καλοί, και να “ταιριάζουν κοινωνικά”.
Από το 2009 έως το 2021, το ποσοστό των Αμερικανών μαθητών γυμνασίου που δηλώνουν ότι αισθάνονται «επίμονα συναισθήματα θλίψης ή απελπισίας» αυξήθηκε από 26% σε 44%, σύμφωνα με το CDC. Ακολούθησε μια κυβερνητική έρευνα σε περίπου 8.000 μαθητές Γυμνασίου, το πρώτο εξάμηνο του 2021, σε διαφορετικές ομάδες, ώστε να διαπιστωθεί η διακύμανση στην ψυχική διάθεση και υγεία. Το ποσοστό των κοριτσιών που είχαν σκεφτεί την αυτοκτονία ήταν 1 στα 4, για παράδειγμα.
Στην αρχή φαινόταν η κατάθλιψη να αφορά περισσότερο τους λευκούς εφήβους, τα κορίτσια κ.λπ. Αλλά όσο προχωράει ο χρόνος φαίνεται ότι η κατάθλιψη αφορά όλα τα δημογραφικά στρώματα, τους ομοφυλόφιλους, τους ετερόφυλους, όσους έχουν ήδη σεξουαλική σχέση, όσους δεν έχουν ακόμη – η κατάθλιψη αφορά όλους τους νέους.
Παλαιότερα υπήρχε έντονο το επιχείρημα ότι ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος ήταν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η συχνή χρήση τους, που ενδεχομένως δημιουργεί πρότυπα. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η άποψη έχει αρχίσει να αμφισβητείται, καθώς οι επιπτώσεις από την χρήση των social media δεν έχουν μετρήσιμα αποτελέσματα (Jeff Hancock, Ψυχολόγος Συμπεριφοράς, Πανεπιστήμιο Στάνφορντ). Παρ’ όλα αυτά, τόσο τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας, όσο και η διευκόλυνση της καθημερινής διαδικτυακής επαφής, που προσφέρεται από τα social media, εντείνουν την αίσθηση της μοναξιάς στους νέους, οι οποίοι φτάνουν να έχουν πολύ λιγότερες κοινωνικές επαφές. Οι νέοι για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχαν την δυνατότητα να πάνε στο σχολείο, ή να κάνουν παρέα με τους φίλους τους, οπότε η χρήση του διαδικτύου ήταν έντονη. Η έλλειψη κοινωνικών επαφών, οδήγησε σε κοινωνική απομόνωση.
Βεβαίως αυτά, αποτελούν την πιο εύκολη στοχοποίηση θα έλεγε κανείς. Οι νέοι δεν είναι αμέτοχοι της πληροφόρησης, της συνεχούς λήψης ειδήσεων για κλιματική αλλαγή, για πόλεμο, για κινήματα, για μια συνεχή προσπάθεια αποσταθεροποίησης μιας καθημερινότητας στην οποία οι ίδιοι δεν έχουν ακόμη βρει τα σταθερά τους βήματα. Στην περίπτωση αυτή η αποσταθεροποίηση μεταφράζεται ως τάση καταστροφής, καθώς οι βάσεις των εφήβων δεν είναι ακόμη γερά δομημένες.
Και αντί αυτή η κατάσταση να μας φέρει μελαγχολία, θα πρέπει αντίθετα να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου με πιο δημιουργικό τρόπο. Θα πρέπει να αναζητηθούν λύσεις από την κρατική μέριμνα. Ιατρική πρόληψη, κοινωνικές δομές, τέτοιες που ένας δύσπιστος, λόγω της κατάθλιψης, έφηβος να μπορεί να εμπιστευτεί.
Το σύνηθες είναι ο άνθρωπος που βιώνει την κατάθλιψη, να απομονώνεται, και να “περνά μόνος του” αυτό που του συμβαίνει. Αυτό είναι και το χειρότερο, καθώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Jeff Hancock, αυτό που μειώνει τα συμπτώματα της κατάθλιψης είναι οι κοινωνικές επαφές. Το μοίρασμα, δηλαδή. Το άνοιγμα.
Όταν δούμε την αλήθεια κατάματα, θα είναι και ευκολότερο να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Πόσο μάλλον αυτό, που αποδυναμώνει την γενιά των νέων, των Η.Π.Α.
photo https://pixabay.com/el/