Ετών εξήντα έξι.
Έτσι λέει τουλάχιστον.
Ποια είμαι εγώ να την αμφισβητήσω.
Ότι πει η κυρία Πέρσα μας. Βρωμοθήλυκο η κόρη του κυρ Σπύρου;
Ναι σαφώς!
Όλα τα ξέρει η κάμερα της γειτονιάς.
Βαμμένο μαλλί, ξέρεις, αυτό το κομοδινί, κάτι μεταξύ κομοδίνου, μελιτζάνας και λευκού σαν
χιόνι στις ρίζες.
Και τώρα που είπα ρίζες…ρίζες βγάζει ο πισινός της στο φράχτη πάνω στο τσιμεντόλιθο.
Φουστάνι δεν της έχει μείνει όρθιο από το τρίψιμο μέχρι να νυχτώσει, ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει απ’ όλη τη πολυκατοικία.
Πόσα να προλάβει να δει;
Αμα σου λέει η Πέρσα ότι η παντρεμένη στον τρίτο είναι παστρικιά, εσύ πρέπει να συμφωνήσεις.
Για κότα να μην πεις «ναι κυρά Πέρσα». Θα σου μπάσει ούλους τους διάολους που θα της έρθουνε στο σκατωμένο κεφάλι της.
Άσε δε “χαρά” που κάνει για το γιο της κυρά Διαμαντούλας.
Παίδαρος το παλικάρι.
Μα δεν τση μιλάει από τότες που της είπε «θα σε φάνε τα φίδια νύχτα μέρα κυρά Πέρσα αυτού απάνου!». Η κυρά Πέρσα δεν του ξανά μίλησε, αλλά πήρε την εκδίκηση της.
Χασισέμπορα τον ανεβάζει, αλήτη τον κατεβάζει. Καλή κουβέντα σε άνθρωπο δεν λέει.
Μην ανοίξει το ρημάδι της, χάθηκες.
Μα εγώ την συμπονώ.
Μαγκούφα έμεινε από όταν πέθανε η μάνα της.
Σάλεψε και παραμιλεί.
«Καλημέρα κυρά Πέρσα, υπέροχα τα μαλλιά σας» λέω κάθε μέρα σαν την απαντώ στο καντούνι.
Μη και γλιτώσω τσι κατάρες.
«Γεια σου κούκλα μου» μου λέει, «να σε χαρώ».
«Γεια σου και σε κυρά Πέρσα» λέω με τη ψυχή στο στόμα. «Δεν πας μέσα μην πουντιάσεις και σε κόψει το κρύο», λέω ευγενικά «και τι θα απογίνουμε χωρίς τις κατάρες σου», μουρμούρισα .
«Δίκιο έχεις κόρη μου.
Όλοι με βρίζουν. Εσέ που μου μιλείς σωστά θα σε ακούσω.
Να προσέχεις κι εσύ κυρά μου» απαντά «κι έλα να σε φιλέψω…»
Ντράπηκα εγώ, να και στα μούτρα μου ρίχνω τη μούντζα, φάσκελο κεφαλονίτικο που ήθελα να κάνω την καλή και τώρα θα πάω από δηλητηρίαση.
Βαδίζω στο σκαλοπάτι και μπαίνω μέσα.
Η κυρά Πέρσα νοικοκυρά…το σπίτι λάμπει. Μου κόπηκε η ανάσα, το δικό μου μες τη βρώμα και στη σκόνη. Κατάλαβε τη σκέψη μου.
«πότε προκάνω κόρη μου; » είπε θλιμμένη… «να δες…»
Στη σερβάντα της, αστραφτερή από καθαριότητα, η κυρά Πέρσα είχε κορνίζες.
«Ο άντρας μου…τον έχασα στα είκοσι πέντε.
Μαζί από τα δεκαεφτά…και οι δυο μας κόρες με το γιο μου… τσου πήρε όλους ο χάρος.
Πάνε σαράντα δύο χρόνια…μια βόλτα με τη βάρκα μας, μια αντάρα, πνίγηκαν όλοι… Δεν κοιμάμαι κόρη μου τις νύχτες.
Βλέπω τη θάλασσα, φουρτούνα να καταπίνει τη ζωή μου.
Κάνω δουλειές. Τυχερή αν κλείσω τα μάτια τρεις ώρες την ημέρα. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις…»
Δάκρυα και λυγμός μαζί. Όχι της Πέρσας …στέρεψαν. Δικά μου.
«Φεύγω κυρά Πέρσα, θα ξανάρθω αύριο».
Την χάσαμε από το φράχτη, μουρμούριζαν οι καρακάξες, μα σαν με είδαν με το πιάτο να ανοίγω το πορτόνι, κόπηκε η λαλιά τους.
«Ελάτε είπα…να πούμε μια καλησπέρα» κοιτώντας τες με νόημα.
Η κυρά Πέρσα καθισμένη, περιποιημένη, δίπλα από τις κορνίζες της συντροφιά.
Μπα, κι ο γιος της κυρά Διαμαντούλας…; Μ΄ένα κουτί λουκούμια κόκκινα, με αμύγδαλο!
«Καλώς τον λεβέντη της γειτονιάς» είπε ψιθυριστά με ντροπή η κυρά Πέρσα μας.
«Καλώς σε βρήκαμε γειτόνισσα!»
Η αγκαλιά είναι ζεστή και πάντα περιμένει, ανθρώπους που τη μοίρα τους δεν ξέρεις για να κρένεις…
photo leducchinh61900 / https://pixabay.com