569 χρόνια συμπληρώθηκαν στις 29 Μαΐου του 2022, από την αποφράδα εκείνη ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης. Εάλω η Πόλις!
Στέκομαι εδώ, στις βεράντες του διάσημου Pierre Loti Cafe στην κορυφή του λόφου του νεκροταφείου του Eyup, με την συγκλονιστικά πανοραμική θέα προς τον Κεράτιο Κόλπο και ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη, όπου και έφτασα με το τελεφερίκ που ξεκινά από το τέμενος του Eyup.
Στο βάθος αριστερά διακρίνονται τα Γλυκά Νερά ή Kağıthane αν προτιμάτε στα τουρκικά, που σηματοδοτούν τον μυχό του Κεράτιου και το σημείο ακριβώς όπου συναντώνται εκβάλλοντας οι δύο μικροί ποταμοί της Πόλης, ο Βορβύσης -σήμερα Kağıthane- και ο Κύδαρης -σήμερα Alibeyköy. Στον πάλαι ποτέ εξοχικό αυτό συνοικισμό της Κωνσταντινούπολης, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ είχε κτίσει το 1814 μικρό περίπτερο (κιόσκ) αραβικού ρυθμού, στο οποίο και μετέβαιναν κάθε χρόνο, τις πρώτες μέρες της άνοιξης, οι Σουλτάνοι με τις ακολουθίες τους.
Η τοποθεσία αυτή -που φυσικά έχει απολέσει πλέον τον εξοχικό χαρακτήρα της, ενώ και το μικρό εκείνο ανάκτορο έχει πια καταστραφεί-, είναι εκείνη που περιγράφεται και από τον Κωστή Παλαμά στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και μάλιστα στον Λόγο Ζ΄, που αναφέρεται στο Πανηγύρι της Κακάβας. Κοντά στου Ρωμανού την Πύλη πέφτει τ’ απλόχωρο λιβάδι, τ’ ολόχλωρο, τ’ ολανθισμένο, κι από παντού το απαλοζώνουν της άνοιξης τα περιβόλια.
Η Κωνσταντινούπολη, λοιπόν, η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας -συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και φυσικά της Ευρώπης- και οικονομικο-πολιτιστικό κέντρο της χώρας, είναι μία διηπειρωτική πόλη -δεν νομίζω να υπάρχει άλλη τέτοια στον πλανήτη!- που το ένα πόδι της, αυτό του ιστορικού και εμπορικού κέντρου της, βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου, ενώ το άλλο, που αντιστοιχεί στο 1/3 του πληθυσμού της, πατά στην ασιατική πλευρά του. Η σύγχρονη πόλη, με πληθυσμό που υπερβαίνει τα 18 εκατομμύρια κατοίκους, είναι ιδιαιτέρως πυκνοκατοικημένη και πολυπολιτισμική, ένας τόπος όπου συναντώνται άνθρωποι από ολόκληρο τον Ισλαμικό κόσμο και συγχρόνως το κυριότερο σταυροδρόμι Ασίας και Ευρώπης για την διακίνηση τόσο εμπορικών αγαθών όσο και ταξιδιωτών.
Η Πόλη, κτισμένη στην θέση του Βυζαντίου, πήρε το σημερινό όνομά της μετά το 330 μ.Χ. και το διατήρησε ακόμα και μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους. Πόσα όμως άλλα ονόματα δεν της δώσαμε, απόδειξη τρανή του ισχυρού μας δεσμού, ως ελληνορθόδοξου Έθνους, μαζί της: Νέα Ρώμη, Κωνσταντίνου Πόλις, Βασιλίδα των Πόλεων, Βασιλεύουσα, η των «πόλεων πασών Κεφαλή», Θεοφρούρητη, Θεοφύλακτη, ενώ ακόμα και το όνομα με το οποίο την γνωρίζουν οι ξένοι, το οθωμανικό Istanbul, δεν είναι κι αυτό παρά παραφθορά του ελληνικού «εις την Πόλιν». Η σύγχρονη πόλη, κτισμένη στις όχθες του Κεράτιου Κόλπου, χωρίζεται σε τρεις κύριες ζώνες, που περιλαμβάνουν την παλαιά Κωνσταντινούπολη (τουρκ. Eminönü και Fatih), την περιοχή του Μπέηογλου (τουρκ. Beyoğlu) με τη συνοικία του Γαλατά και τον ομώνυμο πύργο, καθώς και το Σκούταρι (τουρκ. Üsküdar) μαζί με άλλα προάστια, που βρίσκονται στην ασιατική πλευρά της.
Στη μακραίωνη ιστορία της υπήρξε πρωτεύουσα τεσσάρων διαδοχικών αυτοκρατοριών: της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής (324 – 1453), της βραχύβιας Λατινικής (1204 -1261) και της Οθωμανικής (1453 – 1922), με συνέπεια την αρμονική μείξη πολιτισμών, που αποτελούν σήμερα το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της ταυτότητας της Πόλης. Ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξε κέντρο του ελληνικού στοιχείου για περισσότερο από χίλια χρόνια, ενώ οι ιστορικές περιοχές της και τα σημαντικά μνημεία της ανήκουν από το 1985 στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, συμπεριλαμβανομένης, βεβαίως, της Αγίας Σοφίας, η οποία ταυτόχρονα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης, μαζί με το Επταπύργιο και τα Βυζαντινά τείχη, τον Ι.Ν. και την Πηγή της Ζωοδόχου Πηγής, το κτήριο του Πατριαρχείου, καθώς και το ανάκτορο Τοπ Καπί, το τζαμί του Σουλεϊμάν και το Μπλε Τζαμί. Πανέμορφος τόπος με τους επτά λόφους του, τις εκκλησίες, τα κάστρα, τα τζαμιά και τα παλάτια των σουλτάνων της να μας μαγεύουν όσες φορές κι αν τα αντικρίσουμε!
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ Ένας κόμπος γλυκιάς στεναχώριας σφίγγεται στο στήθος και ανάμεικτα συναισθήματα μας πλημμυρίζουν αντικρίζοντας την Αγία Σοφία, ως τζαμί πλέον!
Αγαπημένο οικουμενικό σύμβολο της Ορθοδοξίας, πόσο βαρύ είναι το φορτίο που κουβαλάμε εκατοντάδες χρόνια τώρα και ματώνει την καρδιά μας! Φορτίο που γίνεται ακόμα πιο βαρύ όταν φθάνοντας εδώ συνειδητοποιείς ότι εσύ, ο Έλληνας, καμία ιδιαίτερη αντιμετώπιση δεν θα έχεις προκειμένου να εισέλθεις στην Αγία Σοφία, θα μπεις -με την ψυχή μουδιασμένη-, όπως οποιοσδήποτε άλλος επισκέπτης της από την Αφρική έως την Κίνα, τη στιγμή μάλιστα που ο επισκέπτης αυτός, ακόμα και ο Κινέζος, θα βρει έξω από τον Ναό ενημερωτικό εντυπάκι στην γλώσσα του, με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για το μνημείο, ενώ εσύ, ο Έλληνας, δεν θα βρεις κάτι αντίστοιχο στη γλώσσα σου, τουλάχιστον ως πριν λίγα χρόνια που εγώ βρέθηκα εκεί τελευταία φορά.
Η Αγία Σοφία, ο ναός-σύμβολο του Χριστιανισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, ο οποίος μετετράπη σε ισλαμικό τέμενος και αργότερα σε Μουσείο, για να επανέλθει σήμερα στην χρήση Τζαμιού. Συγκεκριμένα, από το 537 -ο ομώνυμος ναός του 360 μ.Χ. που είχε ανεγερθεί στο ίδιο σημείο, απαλλοτριώθηκε προς θεμελίωση του υπάρχοντος- μέχρι το 1453 λειτουργούσε ως χριστιανικός καθεδρικός ναός, με εξαίρεση την περίοδο 1204 – 1261, κατά την οποία λειτουργούσε ως ρωμαιοκαθολικός ναός. Μετά την Άλωση της Πόλης μετετράπη σε ισλαμικό τέμενος, ενώ το 1934 σε Μουσείο (Ayasofya Müzesi), από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας. Στις 10 Ιουλίου 2020, ανακοινώθηκε η δεύτερη, ιστορικά, μετατροπή του σε ισλαμικό τέμενος, από τον Πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν.
Στο σημείο όπου ανεγέρθηκε η Αγία Σοφία υπήρχε ομώνυμος ναός ο οποίος, όμως, κάηκε κατά την διάρκεια της Στάσης του Νίκα (532 μ.Χ.). Ανήκει στις κορυφαίες δημιουργίες της βυζαντινής ναοδομίας, όντας πρωτοποριακού σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής συνθέσεως, με την σφραγίδα των διάσημων μηχανικών Ανθέμιου και Ισίδωρου και υπήρξε σύμβολο της Πόλης, τόσο κατά την βυζαντινή και οθωμανική περίοδο όσο και σήμερα. Το παρόν κτήριο ξεκίνησε να ανεγείρεται το 532 και εγκαινιάσθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 537, επί βασιλείας του Ιουστινιανού του Α΄. Στο ίδιο σημείο, επί του πρώτου λόφου της Κωνσταντινούπολης και σε μικρή απόσταση από το Μέγα Παλάτιον και τον Ιππόδρομο της πόλης, είχαν χτιστεί παλαιότερα δύο ακόμα ναοί που καταστράφηκαν, επίσης, από πυρκαγιά. Αρχιτεκτονικές επιρροές της Αγίας Σοφίας εντοπίζονται σε αρκετούς μεταγενέστερους ορθόδοξους ναούς, αλλά και σε πολλά οθωμανικά τζαμιά, όπως στο Τέμενος του Σουλεϊμάν και στο Σουλταναχμέτ Τζαμί, σε σημείο που όταν πρωτοεπισκεφθείς την Κωνσταντινούπολη κυριολεκτικά δεν μπορείς να την διακρίνεις και να την ξεχωρίσεις μεταξύ των αντιγράφων της! Τυχαίο; Δεν νομίζω!
Ο κυρίως Ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη, εκ των οποίων το μεσαίο είναι διπλάσιου πλάτους των εκατέρωθεν. Το εσωτερικό σχέδιο είναι απλό και εντυπωσιακό. Τέσσερις πεσσοί συνδέονται μεταξύ τους με υπερώα τόξα, στα οποία και φέρονται επιθόλια τόξα συναποτελώντας έτσι μια περιμετρική βάση, επί της οποίας και εδράζει ο τεράστιος θόλος. Η περιμετρική αυτή βάση φέρει πλήθος στυλιδίων υπό μορφή παραθύρων, από τα οποία και ολόκληρος ο Ναός καταυγάζεται από το φως. Η όλη κατασκευή παρουσιάζει πράγματι την εντύπωση μια αρμονίας φωτός και αρχιτεκτονικής. Τα 100 αυτά παράθυρα, 40 επί της στεφάνης του θόλου και τα υπόλοιπα στα ημιθόλια, τις κόγχες και τους τοίχους, προσδίδουν την εικόνα της ανακρέμασης του θόλου από τον ουρανό, οι δε ακτίνες του Ήλιου, που εισέρχονται στο χώρο, δίνουν την εντύπωση να άγονται από τους ουρανούς. Γενικά τα τόξα, τα ημιθόλια και ο εκπληκτικός θόλος στηρίζονται στους τέσσερις πεσσούς, οι λίθοι των οποίων φέρονται στερεομένοι με χυτό μόλυβδο και σιδερένιους μοχλούς, στην δε κατασκευή του θόλου έχουν χρησιμοποιηθεί ελαφρόπετρες από την Ρόδο, που φέρουν την επιγραφή «Μεγάλης Εκκλησίας του Κωνσταντίνου». Εξωτερικά και επί της κορυφής του θόλου υπήρχε ο μέγας «ερυσίπτολις σταυρός» (=έρεισμα της πόλης), που έχει αντικατασταθεί με την ημισέληνο.
ΦΑΝΑΡΙ Το Φανάρι, η συνοικία αυτή της Κωνσταντινούπολης, που από το 1601 φιλοξενεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι σήμερα αρκετά υποβαθμισμένη, μια σκιά μάλλον του λαμπρού παρελθόντος εαυτού της. Κατοικείται κυρίως από μουσουλμάνους -μετανάστες από την ενδοχώρα της Ανατολίας- καθώς και Κούρδους, ενώ εξακολουθεί να υφίσταται και μικρός Χριστιανικός πληθυσμός, αποτελούμενος από αραβόφωνους Αντιοχείς Έλληνες (μετανάστες από την Συρία), καθώς και τα λιγοστά εναπομείναντα μέλη της αρχικής Ελληνικής Κοινότητας.
Βρίσκεται μεταξύ του Τείχους του Κωνσταντίνου και του Θεοδοσιανού Τείχους και υπάγεται στην περιφέρεια του Φατίχ. Γύρω από το Πατριαρχείο αναπτύχθηκε η ελληνική συνοικία, όπου εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι από τους Έλληνες άρχοντες, οι οποίοι έλαβαν την προσωνυμία Φαναριώτες και αποτελούσαν μία επιφανή και μεγάλη ελληνική κοινότητα, μέχρι και την δεκαετία του ’60.
Η Μεγάλη του Γένους Σχολή, που υψώνεται αγέρωχη κι επιβλητική πάνω από τον Κεράτιο, αποτελεί το αρχαιότερο σε λειτουργία εκπαιδευτικό ίδρυμα του Ελληνισμού. Επανιδρύθηκε μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως -ως συνέχεια της Οικουμενικής Πατριαρχικής Σχολής, που ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο- από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Ο Πατριαρχικός Ναός του Αγίου Γεωργίου είναι ο κύριος Ελληνoρθόδοξος καθεδρικός ναός της Κωνσταντινούπολης.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ Η Παναγία των Βλαχερνών ήταν βυζαντινή εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Παναγιάς. Βρισκόταν στη συνοικία των Βλαχερνών, επί των ακτών του Κεράτιου.Το όνομα Βλαχέρνα προϋπήρχε ήδη από τα αρχαία χρόνια.
Ο Διονύσιος Βυζάντιος στο έργο του «Ανάπλους Βοσπόρου», περιγράφοντας τις περιοχές που βρίσκονται στην Σαπρά θάλασσα (Κεράτιος κόλπος) αναφέρει: «Και η πρώτη περιοχή ονομάζεται Πολυρρήτιο, από έναν άνθρωπο, τον Πολύρρητο. Η επόμενη ονομάζεται Βαθιά Σκοπιά, από το βάθος της θάλασσας. Η τρίτη Βλαχέρνας, όνομα βαρβαρικό από έναν βασιλιά της περιοχής». Στο δεξιό μέρος του ναού βρισκόταν το παρεκκλήσιο, το λεγόμενο «Αγία Σορός», όπου φυλάσσονταν το ωμοφόριο και η τιμία εσθής της Θεοτόκου και όπου μόνο ο βασιλιάς επιτρεπόταν να εισέλθει. Aπό το μνημείο σήμερα διασώζεται μόνο το αγίασμα, το καλούμενο λούμα ή λούσμα των Βλαχερνών, ενώ δυστυχώς δεν σώζονται οι εικόνες και τα μαρμάρινα εκτυπώματα.
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΜΠΑΛΟΥΚΛΙΩΤΙΣΣΑ Η Ζωοδόχος Πηγή του Μπαλουκλί ή Παναγία η Μπαλουκλιώτισσα, διάσημη και από το περίφημο έργο «Λωξάντρα» της Μαρίας Ιορδανίδου, βρίσκεται έξω από την δυτική πύλη της Σηλυβρίας, όπου υπήρχαν τα λεγόμενα «παλάτια των πηγών», στα οποία οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες παραθέριζαν την Άνοιξη, ονοματοδοτήθηκε δε από την τουρκική λέξη balik (ψάρι) και περιλαμβάνει το Μοναστήρι, την Εκκλησία και το Αγίασμα, απ’ όπου ήπιαμε κι εμείς ακούγοντας την συγκινητική διήγηση με τα ψάρια, σαν πάρθηκε η Πόλη: «Ο καλόγερος που ασκήτευε εδώ, τηγάνιζε ψάρια. Σαν έφτασε το μαντάτο του χαμού, δεν πίστευε στα αυτιά του… “Τότε μόνο θα πιστέψω, αν αυτά τα ψάρια πηδήξουν έξω από το τηγάνι και ζωντανέψουν”. Και τα ψάρια ζωντάνεψαν κι έπεσαν στο νερό! Σαν έρθει ο καιρός, θα’ ρθει άλλος καλόγερος να τ’ αποτηγανίσει…»!
ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ Η Μονή της Χώρας, γνωστή σήμερα ως Καριγιέ Τζαμί (τουρκ. Kariye Camii), υπήρξε ελληνικό χριστιανικό μοναστήρι, που μετατράπηκε από τους Οθωμανούς σε τζαμί κατά τον 16ο αιώνα, ενώ από το 1958 λειτουργεί ως Μουσείο. Η Μονή κτίστηκε στη θέση της σημερινής συνοικίας Εντιρνέ Καπού, νότια του Κεράτιου Κόλπου και σε κοντινή απόσταση από τα Θεοδοσιανά Τείχη. Το μνημείο σήμερα είναι γνωστό με το όνομα Μουσείο Χώρας και ο κύριος ναός δεν είναι επισκέψιμος, αφού βρίσκεται σε διαδικασία αποκατάστασης. Η πρώιμη ιστορία της Μονής δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Η παράδοση που τη συνοδεύει τοποθετεί την ίδρυσή της τον 6ο αιώνα από τον Άγιο Θεόδωρο, ενώ έχει αποδοθεί και στον Κρίσπο, γαμπρό του αυτοκράτορα Φωκά (7ος αι.). Σήμερα έχει αποδειχθεί πως ο ναός χτίστηκε το διάστημα 1077-81 από την πεθερά του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, την Μαρία Δούκαινα, στη θέση παλαιότερων κτισμάτων, που χρονολογούνται στον 6ο και 9ο αιώνα.
ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ H Βασιλική Κινστέρνα ή Κιστέρνα ή Κινστέρνα του Ίλλου, γνωστή πλέον ως Γερεμπατάν Σαράι (Yerebatan Saray=υπόγειο παλάτι) είναι η μεγαλύτερη υπόγεια δεξαμενή νερού που κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη και βρίσκεται στον πρώτο λόφο της Πόλης, περίπου 150 μέτρα νοτιοδυτικά της Αγίας Σοφίας, στην περιοχή Σουλταναχμέτ, επί του ιστορικού κέντρου. Η Στοά χτίστηκε πιθανώς από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, αλλά καταστράφηκε περίπου το 475 και διαμορφώθηκε ως έχει σήμερα, όταν ξαναχτίστηκε γύρω στο 542 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον Α΄, μετά την περίοδο της Στάσης του Νίκα, με σκοπό την ύδρευση της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια ολόκληρης της βυζαντινής περιόδου, αλλά και για να προμηθεύει νερό στο παρακείμενο Μέγα Παλάτιον, όπου είχε την έδρα του ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Πρόκειται για ένα αριστούργημα της βυζαντινής μηχανικής με χωρητικότητα μεγαλύτερη από 80.000 κυβικά μέτρα νερού και ο Έλληνας ιστορικός Προκόπιος, που μας παραδίδει μια λεπτομερή περιγραφή της κινστέρνας στο έργο του «Περί των κτισμάτων», σημειώνει πως φρέσκο νερό μεταφερόταν σε αυτή με τη βοήθεια αγωγού, ενώ εκεί αποθηκευόταν επίσης μια ποσότητα νερού, το οποίο συνήθως αφθονούσε σε άλλες εποχές εκτός του καλοκαιριού.
ΘΕΟΔΟΣΙΑΝΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ Τα Θεοδοσιανά τείχη της Κωνσταντινούπολης είναι τα γνωστά χερσαία τείχη με τα οποία ο Θεοδόσιος Β΄ τείχισε την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η κατασκευή τους ξεκίνησε το 408 υπό την επίβλεψη του επάρχου των πραιτωρίων της Ανατολής Ανθέμιου, ενώ μετά από ένα σεισμό επισκευάστηκαν και απέκτησαν την τελική τους μορφή το 447. Η ισχυρή διπλή σειρά τειχών προστάτευσε την πόλη και κατά συνέπεια την Αυτοκρατορία σε πολλές πολιορκίες ανά τους αιώνες, οδηγώντας στην προσωνυμία τους ως «Θεοφύλακτα». Η μόνη φορά που παραβιάστηκαν από εχθρό ήταν το 1453, όταν οι Οθωμανοί, με τη χρήση ισχυρού πυροβολικού, τα διέσπασαν και κατέλαβαν την πόλη, καταλύοντας έτσι και την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα αρχικά τείχη είχαν μήκος 6 χιλιομέτρων. Η οχυρωματική γραμμή που έχτισε ο Θεοδόσιος Β’, 1.500 μέτρα δυτικά του Κωνσταντίνειου Τείχους, ένωσε την τειχισμένη περίμετρο της περιοχής των Βλαχερνών, από το βορρά κάθετα προς το νότο με το άκρο των θαλάσσιων τειχών, που βρισκόταν στη πλευρά της Προποντίδας.
Τα θαλασσινά τείχη ήταν μικρότερα, αλλά χτισμένα ακριβώς δίπλα στο νερό ώστε να μην μπορεί να αποβιβαστεί ο εχθρός εάν δοκίμαζε επίθεση από θαλάσσης. Τα χερσαία τείχη είχαν μήκος 5.570 μέτρων και είχαν χτιστεί με σύνθετο τρόπο ως μια διπλή οχυρωματική γραμμή. Οι εισβολείς συναντούσαν πρώτα μια αμυντική τάφρο και ύστερα το έξω τείχος, γνωστό και ως μικρόν τείχος, ενώ εάν περνούσαν το πρώτο συναντούσαν το μεγαλύτερο έσω τείχος, γνωστό και ως μέγα τείχος ή κυρίως τείχος. Η τάφρος είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21 μέτρα και απείχε από το έξω τείχος 15 έως και 17 μέτρα.