Σφαλισμένα τα παράθυρα, διάτρητα μόνο στις μνήμες που εισχωρούν σα μαχαιριές να καρφώνουν το νου. Καμιά φωνή δεν γίνεται αισθητή παρά μόνο η κραυγή της σιωπής να τινάζει το χώμα και να τρυπώνει στην κάμαρα.
Κοιτώ προσεκτικά κάθε γωνιά του σπιτιού μου, σκιές της μνήμης προβάλλουν, ψάχνω τις χαραμάδες. Θέλω να τις αγγίξω, απλώνω το χέρι, μα τη θέση τους βλέπω να καταλαμβάνει αμυδρά και μια ελπίδα. Ίσως όνειρο για το αύριο και για τον κόσμο που θα ξαναχτιστεί απ’ τα χαλάσματα. Σκάλισα κάθε σημείο του σπιτιού για να συμμαζέψω αυτήν την ελπίδα. Σκάλισα χαρτιά και βιβλία. Λέξεις, λέξεις πολλές είχαν εισχωρήσει βαθιά μέσα μου. Είχαν γίνει μια άμορφη μάζα που με βαραίνει και με πονάει.
-Ψάξε, ψάξε, σκάλισε μέσα σου βαθιά …ακούγεται ο απόηχος φωνής μακρινής κι αγαπημένης, θα βρεις απαντήσεις είπε κι ύστερα πάλι η σιωπή.
Πνίγομαι… ανοίγω βιαστικά το παράθυρο, βγαίνω στο μπαλκόνι. Μια αγκαλιά όλα γύρω ερημική, τα δέντρα, το μικρό πάρκο, τα λιγοστά αυτοκίνητα, οι άνθρωποι που περπατούν με καλυμμένο πρόσωπο, οι γυναίκες να θυμίζουν εκείνες με τη μπούργκα στο ταξίδι που κάναμε τότε στην ανατολή, και μόνο ο ήχος απ’ το κελάηδισμα πουλιών να δίνει ζωντάνια, αμέτρητα και τα περιστέρια, να, ένα ήρθε στην άκρη του μπαλκονιού στάθηκε στο κάγκελο, με κοίταξε. Το μικρό σκυλί μου πλησίασε. Εκείνο έκρωξε λίγο κι αποχώρησε πετώντας φοβισμένα. Από μακριά το βουνό αγέρωχο να θυμίζει το «πάντα» του κόσμου. Ο ήλιος με ζεσταίνει τώρα και νιώθω πάλι δυνατή. Φως πορτοκαλένιο κι ο καφές μου, απολαυστικός, μα οι σκιές πάλι με κυκλώνουν, γίναν σκιές ενός λεπτού επικοινωνίας, τις βλέπω κι ύστερα να γλιστρούν και ν’ απομακρύνονται. Μια χοντρή βελόνα πλεξίματος χώθηκε στον κόρφο μου, σε λίγο θα αιμορραγεί στο μέρος της καρδιάς.
Αναζητώ απεγνωσμένα μια παρουσία στο χρόνο, στις λέξεις, στο χώρο ετούτο που δεν έζησα ποτέ πριν, μου ήταν όμως αγαπητός…από τότε… Μόνο στιγμές, σημάδια που χαράχτηκαν τόσα χρόνια…παραινέσεις, στηρίγματα, χαρούμενες φωνές, όλα στήσανε χορό γύρω μου κι εγώ πρωθιέρεια, λιβανωτό να προσφέρω στις μνήμες που χαράχτηκαν εισχωρώντας στα άδυτα φυλλώματα της ψυχής. Όλες ήρθαν έτσι ξαφνικά και γλίστρησαν αμέσως μέσα σ’ ένα μυθιστόρημα, έγιναν μάλιστα η μυστική δομή του μυθιστορήματος. Ας μη χάσω την επαφή τουλάχιστον με μένα, λέω, ακούγοντας τον σκύλο μου να γαυγίζει συνεχώς, φοβάται που με βλέπει πάνω απ’ τα συντρίμμια μου, φοβάται μην πάθω ανίατη ασθένεια και πεθάνω πριν πεθάνω, ας πεθάνω όταν πεθάνω, λέω και σταματώ εδώ. Όλοι οι φόβοι μ’ ανάγκασαν να ανακαλύψω την τέχνη του να σβήνω με τη σκέψη το σώμα, την ύπαρξη, ακόμα και τον ίδιο το νου με τη σκέψη… μια απολαυστική αποσύνθεση, λέω γελώντας …
Κρατώντας μια-μια τις νέες αποκαλύψεις, «σαν έτοιμη από καιρό» και πρόθυμη απ’ τον κλοιό να ξεπηδήσω, σαν έρθει η ώρα, τη ζωή κατάματα ν’ αντικρύσω με την ελπίδα για έναν νέο κόσμο απαλλαγμένο από ιώσεις και κακώσεις, από την καταναλωτική μανία, τις υπερβολές, τις ζήλειες και τους ανταγωνισμούς, κόσμο γεμάτο από ομορφιά που θα ξεπηδάει από τα μέσα μας…
Σιγά-σιγά και ανεπαίσθητα μια αχτίδα του ήλιου εισχωρεί απ’ το παράθυρο φώτισε την κάμαρά μου….κι είδα τη ζωή να περιμένει υπομονετικά…