Από τον επάνω όροφο του σπιτιού του παππού, κάθε πρωί έβγαινα στο μικρό ξύλινο μπαλκόνι. Εκεί έπαιρνα τις πιο όμορφες εικόνες, που ασυναίσθητα τυπώνονταν στην ύπαρξη μου.
Έτσι απλά, χωρίς να το αποζητώ.
Ήθελα ν αγναντεύω τα χρυσοκίτρινα χωράφια μες τον απέραντο κάμπο.
Μας χώριζε θυμάμαι ένας μεγάλος ξεροπόταμος.
Κι όταν ο άνεμος φυσούσε, αυτά κυματιζαν ανέμελα με τις ολοχρυσες ακτίνες του ήλιου!
Χόρευαν πότε ενωμένα, πότε για λίγο χώρια και ξανά μαζί.
Όλα ίδια με το χρώμα του καλοκαιριού!
Περίμεναν…
Περίμενα κι εγώ κοιτάζοντας κάθε ημέρα με αγωνία
πότε θα έρθουν οι αλωνιστικες μηχανές με τους αγρότες να θερίσουν τα χωράφια!
Όμως αργούσαν..
Θα έρθουν μου έλεγε ο παππούς, έχουν άλλοι σειρά.
Ώρες κοιτούσα καθώς γέμιζε τα σωθικά μου με τα αρώματα της κι η βυσσινί τριανταφυλλια της γιαγιάς σκαλωμενη στο φράχτη, λες και ήθελε να δει κι αυτή τον κάμπο!
Τι όμορφος!
Πρώτα καταπράσινος μετά ασημί και τώρα τον Ιούνιο χρυσοκίτρινος.
Πόσες εικόνες με τις εναλλαγές κάθε εποχής!
Κάποιο πρωινό άκουσα θόρυβο από μακριά.
Και ναι ήταν οι αλωνιστικες μηχανές που ήρθαν με τους αγρότες να θερίσουν τα χωράφια.
Με λαχτάρα έτρεξα στο ξύλινο μπαλκόνι ξυπόλητη.
Δεν με ένοιαζε, έβλεπα σε απόσταση σχέδόν όλη την διαδικασία.
Σιγά σιγά ο Κάμπος έπαιρνε άλλο σχήμα. Άλλαζε.
Φαίνονταν μόνο τα κουρεμένα άχυρα..
Είχε όμως το χρώμα του καλοκαιριού ακόμα..
Θα έμενε όσο κρατάει το καλοκαίρι. Και μετά…
Πάλι οργωμα και σπορά..
Γεροί να είμαστε έλεγε ο παππούς. Και του χρόνου!
Και οι εικόνες του χωριού συνεχιζόταν…