Την σημασία της προληπτικής εξέτασης για την υγεία των πνευμόνων τόνισε σε συνέντευξή του ο Παθολόγος-Ογκολόγος Νίκος Α. Κατιρτζόγλου, MDPhD. Όπως αναφέρει, σε ετήσια εξέταση αξονικής τομογραφίας θώρακα χαμηλής δόσης πρέπει να υποβάλλονται όλοι οι καπνιστές από τα 50 έτη και μετά, ακόμα κι αν έχουν κόψει το τσιγάρο για μια 15ετία. Ο προσυμπτωματικός έλεγχος καρκίνου του πνεύμονα αφορά όσους καπνίζουν επί 20ετία, και κυρίως ένα ή περισσότερα πακέτα τσιγάρα ανά ημέρα.
Ο κ. Κατιρτζόγλου τονίζει ότι μπορεί να είναι σωτήρια η έγκαιρη διάγνωση, καθώς το προσδόκιμο επιβίωσης από τη συγκεκριμένη μορφή καρκίνου, αλλά και οι θεραπευτικές δυνατότητες είναι πολύ καλύτερες στα αρχικά στάδια της νόσου.
Ο μονοκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα αφορά το 80% περίπου των περιστατικών, ενώ τα υπόλοιπα αφορούν μικροκυτταρικό τύπο. Κάθε ένας από αυτούς τους τύπους καρκίνου, διαθέτει και αρκετούς υπο-τύπους, ανάλογα με τα γονιδιακά χαρακτηριστικά τους, που αποτελούν και την μοριακή ιδιαιτερότητα του όγκου.
Παρ’ όλο που τις τελευταίες δεκαετίες τα περιστατικά φαίνεται να μειώνονται, καθώς ο κόσμος πείθεται να κόψει το κάπνισμα, παρ’ όλα αυτά ο καρκίνος του πνεύμονα εξακολουθεί να αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου μεταξύ αντρών και γυναικών. Όπως πιστοποιεί η Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου, η πλειονότητα των ασθενών διαγιγνώσκεται με καρκίνο πνεύμονα στην ηλικία των 65 ετών ή μεγαλύτερη, με τη μέση ηλικία διάγνωσης τα 70 έτη. Πολύ μικρότερο είναι το ποσοστό διαγνώσεως σε ηλικία των 45 ετών ή και μικρότερη.
Δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια το χρονικό διάστημα από τη δημιουργία του νεοπλάσματος μέχρι και την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Σε μία από τις μελέτες που έχουν γίνει, βρέθηκε ότι η διάμεση επιβίωση ηλικιωμένων ασθενών (60 ετών ή περισσότερο) ήταν στατιστικά χαμηλότερη συγκριτικά με αυτή των νεότερων ασθενών (37,8 εβδομάδες έναντι 57 εβδομάδων, αντίστοιχα), επομένως η ηλικία φαίνεται να αποτελεί σημαντικό παράγοντα.
Δυστυχώς η διάγνωση σπάνια γίνεται στα πρώτα στάδια της νόσου, και αυτό γιατί στην πλειοψηφία της η νόσος του καρκίνου του πνεύμονα δεν εκδηλώνει συγκεκριμένα συμπτώματα, παρά μόνον όταν φτάσει να είναι πια προχωρημένη. Τα πρώτα συμπτώματα σε μικρό ποσοστό ασθενών μπορεί να είναι βήχας, αιμόφυρτα πτύελα, θωρακικό άλγος, δυσκολία αναπνοής, δύσπνοια, αναπνοή με σφύριγμα, αδυναμία, απώλεια βάρους, λοιμώξεις αναπνευστικού κ.λπ. Ακόμη και γι’ αυατά τα συμπτώματα χρειάζεται να γίνει εγκαίρως περαιτέρω έλεγχος.
Και η θεραπεία θα είναι αποτελεσματικότερη, σε περίπτωση που η διάγνωση γίνει εγκαίρως.
Ο κ. Κατιρτζόγλου αναφερόμενους στους παράγοντες κινδύνου, αναφορικά με το 80 ή 90% των θανάτων από την νόσο, πρώτα τοποθέτησε το κάπνισμα, δευτερευόντως το παθητικό κάπνισμα, και εν συνεχεία την έκθεση σε ραδόνιο – αμίαντο – αρσενικό ή μολυσμένο περιβάλλον, την περίπτωση ακτινοβολίας στον θώρακα, το οικογενειακό ιστορικό, ή την προχωρημένη ηλικία.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Πέραν της πρωτογενούς πρόληψης που περιλαμβάνει την μη έναρξη του καπνίσματος, ποτέ, στη ζωή ενός ατόμου, η οποία διατυπώνεται συστηματικά και διαχρονικά από τους γιατρούς, η μείωση του κινδύνου για καρκίνο πνεύμονα μπορεί να επιτευχθεί και με αποφυγή έκθεσης σε ραδόνιο ή αμίαντο ή στο παθητικό κάπνισμα, με υγιεινή διατροφή και άσκηση».
Παρ’ όλα αυτά, αναφέρθηκε και στην σημαντικότητα της δευτερογενούς πρόληψης, που αφορά τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου πνεύμονα (screening), ο οποίος περιλαμβάνει την ετήσια διενέργεια χαμηλής δόσης αξονικής τομογραφίας θώρακα (LowDoseChestCT, LDCT) σε άτομα ηλικίας μεταξύ 50 και 75-80 ετών, που συνεχίζουν να καπνίζουν ή που έχουν ιστορικό καπνίσματος στη ζωή τους τουλάχιστον ίσο με 20 πακέτα-έτη ή άτομα που κάπνιζαν στο παρελθόν και έχουν σταματήσει το κάπνισμα μέσα στα τελευταία 15 έτη, άτομα δηλαδή που θεωρούνται «υψηλού κινδύνου» για καρκίνο πνεύμονα. «Το μεγαλύτερο όφελος του προσυμπτωματικού ελέγχου και της έγκαιρης διάγνωσης του καρκίνου του πνεύμονα είναι η μείωση του κινδύνου θανάτου, κάτι που μεταφράζεται σε ελάττωση των θανάτων μεταξύ των ατόμων υψηλού κινδύνου και των καπνιστών, γενικότερα. Τα ποσοστά επιβίωσης των αρχικών σταδίων του καρκίνου του πνεύμονα είναι μακράν καλύτερα εκείνων των προχωρημένων σταδίων, αλλά και η θεραπεία στα αρχικά στάδια είναι πιο αποτελεσματική και με λιγότερες παρενέργειες. Παρόλα αυτά, δυστυχώς δεν θα ωφεληθούν όλοι οι ασθενείς που θα ελεγχθούν εγκαίρως, γιατί το screening εξακολουθεί να μην βρίσκει όλους τους ασθενείς με καρκίνο πνεύμονα. Δεν θα βρεθούν με τον προσυμπτωματικό έλεγχο όλοι οι ασθενείς με καρκίνο πνεύμονα σε αρχικό στάδιο. Και από όλους αυτούς που θα ανιχνευθούν εγκαίρως, ένα σημαντικό ποσοστό και πάλι θα αποβιώσει εξαιτίας της νόσου».
Και συνεχίζει, αναφερόμενος στην θεραπεία της νόσου: «τα τελευταία χρόνια, στη φαρέτρα μας για τη θεραπεία του πρώιμου ΜΜΚΠ έχουμε πολύ περισσότερα και πιο αποτελεσματικά όπλα, συγκριτικά με όσα διαθέταμε πριν 10 ή 20 έτη: και όχι μόνο ποσοτικά, αλλά και –κυρίως- ποιοτικά, με τους παγκοσμίως εγκεκριμένους συνδυασμούς διαφορετικών παραγόντων».
Έτσι, στη κλασική χημειοθεραπεία, έχουν προστεθεί οι στοχευτικοί παράγοντες, η αντι-αγγειογενετική θεραπεία και η ανοσοθεραπεία. Συνήθως, ο πρώιμος καρκίνος πνεύμονα αντιμετωπίζεται με χειρουργική θεραπεία, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις εφαρμόζεται και η ακτινοθεραπεία. Όσο πιο αρχικό είναι το στάδιο που διαγιγνώσκεται η νόσος, όσο πιο αποτελεσματική γίνεται με την πάροδο των ετών η προεγχειρητική (Neo-adjuvant) και μετεγχειρητική ή προληπτική (Adjuvant) θεραπεία, τόσο είναι μεγαλύτερο το όφελος στην επιβίωση των ασθενών μας με ΜΜΚΠ.
Τα τελευταία χρόνια είναι παρήγορο το ότι η ανοσοθεραπεία, αναφορικά με το μεταστατικό στάδιο του ΜΜΚΠ, σε ορισμένες περιπτώσεις αντικατέστησε πλήρως την κλασική χημειοθεραπεία, ενώ άλλες φορές χορηγείται σε συνδυασμό. Η ανοσοθεραπεία φάνηκε ότι βελτιώνει τους δείκτες επιβίωσης, όταν χορηγείται και ως θεραπεία συντήρησης.
Η συνέντευξη του Νίκου Κατιρτζόγλου δόθηκε στην Άννα Παπαδομαρκάκη για το in.gr
photo: https://pixabay.com/el/