Νόμιζες ήταν αναίσθητος. Νόμιζε ήταν αναίσθητος.
Μια ξενυχτισμένη κουρτίνα στο παράθυρο του βοριά χαιδολογούσε το παγωμένο του σώμα.
Τον είδε έτσι πτώμα και λαχτάρησε για την αναπνοή του. Ζει η αναπνοή δίχως λαχτάρα;
Έτρεξε στο πλάι του και τ΄άνοιξε με βία τα βλέφαρα.
——-
Ζούσε από μέσα αυτός… μ έναν κάματο φερμένο απ’ τη νύχτα, ολονύχτιο τ αλισβερίσι του, γυρνούσε ώρες στην πόλη με το αμαξίδιο. Ηλεκτρικό ήταν, πήγαινε όπου γούσταρε, κάθε βράδυ ίδια δουλειά, ίδιο νταλαβέρι με τις πουτάνες της οδού Σεράνο.
——–
Τώρα ψόφιος κοριός… Είναι πράματα αυτά; Σκέφτηκε. Στην κατάσταση του; Ολημερίς του άλλαζε τις πάνες, τον έκανε μπάνιο, έβλεπε την ανίκανη γύμνια του και τώρα να, να η ανίκανη γύμνια, ξεθεωμένη στη λαιμαργία του έρωτα.
Τι πράματα είν’ αυτά ;
Άνοιξε τα μάτια του να της απαντήσει, ανοίγοντας τα μάτια να την κοιτάει τόσο ίσια, με τόσο αρτιμελή μάτια για να κοιτάζουν,
με τόση σιωπή στο στόμα που τον χόρταινε και δεν είχε λέξη, δεν είχε ούτε απολογία, μηδέ κάνα παράπονο, μηδέ τη λύπη την αιώνια που τον έγδερνε
παρά το τρυφερό χνούδι ενός λαιμού γυναικείου, η μνήμη του λαιμού, η μνήμη της χθεσινοβραδινής μυρωδιάς στις ρίζες των μαλλιών της, μιας κάποιας ανώνυμης, μιας εκδιδόμενης
ο έρωτας που έκανε, ο έρωτας που δεν έκανε, η πράξη που αναβάλλονταν
η ζωή που πήγαινε κόντρα
εκείνος
που την ακολουθούσε.
Photo 12019 / https://pixabay.com