Πέρασαν χρόνια μέχρι να αντιληφθώ ποια είμαι. Τι είμαι ; Ρωτώ συνεχώς τον εαυτό μου. Γιατί δεν έκανα νωρίτερα ότι ονειρευόμουν;
Μα ο εαυτός μου δίνει τις απαντήσεις πριν καν προλάβω να με κατηγορήσω:
«Ανόητο πλάσμα, πώς νομίζεις ότι είσαι κυρίαρχος του εαυτού σου τώρα; Των γνώσεων σου σήμερα; Η φωνή μέσα σου πάντα θα υπερτερεί των σκέψεών σου. Ποιος σου είπε, πλάσμα αγέρωχο, ότι στα δεκαεφτά μπορείς να ξέρεις, όσα σήμερα; Πήρες την περηφάνια σου και στάθηκες όρθια, πάλεψες, αλλά τα όνειρά σου τα είχες βάλει για ύπνο… χειμερία νάρκη ετών. Αυτοπεποίθηση… στα τάρταρα του Άδη.
Είδες τα χρόνια να περνούν. Μονολογούσες ως τα ξημερώματα.
Προσθέσεις, αφαιρέσεις και τελικά μηδέν εις το πηλίκον. Οι μέρες σου, αγώνες διάρκειας.
Και τι δεν έμαθες, και ποιους δε γνώρισες, ανήμπορους, δυνατούς, ισχυρούς. Πάντα κρατούσες κάτι. Μια διδαχή, ένα ρητό, μία συμβουλή. Ενίοτε το κλάμα σου έδινε κονσέρτο με τους τοίχους, τα παράθυρα, τα κάδρα, τα πουλιά απ’ το λιβάδι. Γύρω σου, βλέπεις, ζούσαν άνθρωποι… χαμογελούσαν, ανόητο πλάσμα.
Πάλι δε βγαίνει ο λογαριασμός… μέχρι τη γροθιά στον καθρέφτη σου… τα ματωμένα σου δάκτυλα σε κοιτούσαν ειρωνικά.
Μια τσάντα πλαστική, γεμάτη θάρρος, μια εικόνα της Παναγίας από ξύλο, φθαρμένη κι αυτή στις άκρες, ήταν το βιός σου.
Μαράθηκαν τα λουλούδια με το φευγιό σου. Χάθηκαν στο σκοτάδι οι φοβίες σου, δίχως ενοχές, δίχως τύψεις, μόνο κάποιες αμυχές που πέρασαν με τα χρόνια.
Και τώρα πια, μισός αιώνας στη θαρραλέα πλάτη σου! Μισός αιώνας για ν’ αγνοήσεις την κακοπροαίρετη κοινωνία.
Μισός αιώνας για ν’ αγαπήσεις και να κοιτάς τον κόσμο στα μάτια. Άλλοτε με θράσος, άλλοτε με σεβασμό.
Μη νομίζεις πως φταίνε τα πτυχία που δεν είχες. Σπουδαίος γίνεσαι όταν πεισμώνεις, όταν παλέψεις. Το αξίζεις…».
Η φωνή σου ψιθυρίζει στα αυτιά μου. Ένας ήλιος μου αρκεί!
Σε αγάπησα εαυτέ μου!
photo maya_7966 / https://pixabay.com