Μικρά Ασία: «πατρίδα των αιμάτων και των δραμάτων» Κ. Παλαμάς
Στη σκέψη και στη συνείδηση των περισσότερων, ίσως, πολιτών κυριαρχεί η άποψη ότι η ιστορία μας συνδέει με το παρελθόν, ότι είναι μια διαδικασία αναπαραγωγής και μεταβίβασης της εθνικής και λαϊκής ταυτότητάς μας, ένα πολιτισμικό «φορτίο» που κληροδοτείται στη νέα γενιά. Η ιστορία, όμως, δεν προσβλέπει μόνο στο παρελθόν, αποσκοπεί και στην κατανόηση του παρόντος και στην οικοδόμηση του μέλλοντος. Η ανάγνωσή της, εντούτοις, δεν οδηγεί πάντα σε κοινές εκτιμήσεις. Μια τέτοια περίπτωση είναι τα γεγονότα στη Μικρά Ασία την περίοδο 1908-1922. Οι σφαγές, οι εκτοπίσεις, οι ατιμώσεις, οι λεηλασίες, οι εξανδραποδισμοί που υπέστη ο ελληνισμός και, γενικότερα, οι χριστιανοί της Μικρασίας στις αρχές του 20ου αιώνα εξακολουθούν να διχάζουν τους ιστορικούς που καλούνται ν’ απαντήσουν αν, στη διάρκεια των ετών αυτών, συντελέστηκε εθνοκάθαρση ή γενοκτονία.
Η ΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Η Μικρά Ασία, η… «πατρίδα των αιμάτων και των δραμάτων», όπως την χαρακτήρισε ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς, υπήρξε ανέκαθεν κοιτίδα των Ελλήνων, παρά τις αδιάκοπες προσπάθειες για ξεριζωμό και πλήρη αφανισμό τους. Η εγκατάστασή τους στα εδάφη της δεν περιορίστηκε μόνο στα παράλια. Αναφορές τόσο αρχαίων όσο και βυζαντινών πιστοποιούν την παρουσία τους και στην ενδοχώρα. Υπολογίζεται ότι, όταν η Μικρά Ασία καταλήφθηκε από τους Τούρκους, σε όλο το εύρος της κατοικούσαν περισσότεροι από 20.000.000 χριστιανοί, με τους Έλληνες να αποτελούν, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, την κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα. Ανηλεείς διωγμοί, σφαγές και υποχρεωτικοί εξισλαμισμοί που ακολούθησαν μείωσαν δραματικά τον πληθυσμό. Έτσι, οι λίγες χιλιάδες εξισλαμισθέντες, από τα μέσα του 10ου αι., νομάδες κτηνοτρόφοι της φυλής των Ογούζων, που εμφανίστηκαν τον 11ο αιώνα στο ανατολικό σύνορο του Βυζαντίου, γνωστοί στην ιστορία ως Σελτούκοι Τούρκοι, στα 500 χρόνια κυριαρχίας τους στη Μικρά Aσία, ανήλθαν στα 6 1/2 εκατομμύρια, ενώ ο ελληνικός πληθυσμός περιορίστηκε σε 2.200.000.
ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΔΙΩΞΕΩΝ
Στα τέλη του 19ου αι. η αποσύνθεση του Οθωμανικού κράτους παίρνει σοβαρές διαστάσεις. Η ανάσχεση που επιχειρήθηκε στη φθίνουσα πορεία του με τη δημιουργία του κινήματος των Νεοτούρκων (1908) και την εδραίωση του εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ συμπίπτει με την έναρξη απηνών διώξεων και εξόντωσης των μη μουσουλμανικών πληθυσμών του οθωμανικού κράτους. Στόχος, η δημιουργία ενός κράτους απαλλαγμένου από τους ιστορικούς λαούς του, τους Έλληνες, τους Αρμένιους και τους Ασσύριους.
Η πρώτη περίοδος των διώξεων εναντίον των Ελλήνων αρχίζει το 1908 και κρατά μέχρι την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το Ανατολικό ζήτημα, η άνοδος των Νεότουρκων, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η είσοδος της Γερμανίας, ως στρατηγικού εταίρου του Οθωμανικού κράτους, δημιούργησαν τις συνθήκες για την έναρξη των διωγμών των Ελλήνων.
Η δεύτερη περίοδος ξεκίνησε το 1914, όταν οι συγκρούσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου αναβάθμισαν την πολιτική των διώξεων. Το σχέδιο υλοποιείται με τη συμμετοχή του στρατού και παραστρατιωτικών ομάδων και στοχεύει στη δολοφονία ή την εκτόπιση των ανδρών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και στην εξόντωση των γυναικών, των παιδιών και των ηλικιωμένων.
Η τρίτη περίοδος (1919-1923) αποτελεί την τελευταία και πιο έντονη φάση των διώξεων με την εδραίωση του Μουσταφά Κεμάλ στο εσωτερικό της Τουρκίας. Από το 1919 και μέχρι τον Αύγουστο του 1923 ο Κεμάλ προχώρησε στην τελευταία φάση υλοποίησης του σχεδίου του, της εξόντωσης των Ελλήνων.
ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΩΞΕΩΝ
Η «εθνική καθαρότητα» δεν υπήρξε χαρακτηριστικό ή επιδίωξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αντιθέτως, εκείνο που επιδίωξε ήταν η κατάκτηση εδαφών και η υποδούλωση λαών και εθνοτήτων, ώστε να διαμορφωθεί τελικά ένα πολυεθνικό και πολυθρησκευτικό σχήμα, πάνω στο οποίο ασκούσε κυριαρχία η οθωμανική μειοψηφία, υπό την απόλυτη δεσποτεία του Σουλτάνου.
Η κυριαρχία διασφαλιζόταν με δύο κυρίως, άκρως αντίθετα, μέσα: Την παραχώρηση περιορισμένης αυτονομίας στους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους υπηκόους του Σουλτάνου και τους διωγμούς, που συχνά έπαιρναν τη μορφή σφαγής, κάθε φορά που ο Σουλτάνος έκρινε ότι έπρεπε να περιορίσει την ανάπτυξη και τη δύναμη των εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας και να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του. Οι δύο αυτές μέθοδοι πολιτικής κυριαρχίας εφαρμόσθηκαν σε συνδυασμό. Προνόμια και διωγμοί αποτελούσαν ενιαία μέθοδο διοίκησης. Γι’ αυτό και ποτέ οι σφαγές δεν πήραν την έκταση της εξολόθρευσης ενός λαού. Σημειωτέον, ότι η εξόντωση και η σφαγή των «άλλων» ήταν αντίληψη βαθιά ριζωμένη στο πολιτισμικό υπόστρωμα του κράτους, που διαμόρφωσε και κληροδότησε στους επιγόνους του ο ίδιος ο Μωάμεθ. O αλλόθρησκος και ο αλλοεθνής που αρνείται να εξισλαμισθεί είναι κατώτερος άνθρωπος, όπως το σκυλί και το γουρούνι. H εξόντωσή του δεν είναι ούτε αμάρτημα, ούτε έγκλημα. H σφαγή εξελίσσεται σε τελετουργία στην οποία συμμετέχουν μαζικά οι «πιστοί» και συχνά μιμούνται τη θυσία των αμνών στη Μέκκα.
Το φαινόμενο της εξόντωσης ενός ολόκληρου λαού εμφανίζεται μαζί με τις πρώτες προσπάθειες μετασχηματισμού της Τουρκίας σε σύγχρονο αστικό κράτος. Το επαναστατικό κίνημα στην Κρήτη από τα τέλη του 19ου αιώνα και η αυτονόμηση στη συνέχεια του νησιού, καθώς, επίσης, και οι ελληνικές και βουλγαρικές επαναστάσεις στη Μακεδονία ευνόησαν την επικράτηση των εθνικιστικών απόψεων στο εσωτερικό του οθωμανικού στρατού. Η βελτίωση, παράλληλα, της οικονομικής και κοινωνικής θέσης των Ελλήνων αστών στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας θα προκαλέσει ανασφάλεια και μίσος στα μουσουλμανικά κυρίαρχα στρώματά της, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας ακραίος εθνικισμός στις τάξεις των Νεοτούρκων. Η ακραία εθνικιστική τάση του νεοτουρκικού κινήματος επηρεάστηκε, επίσης, ιδεολογικά και από το κίνημα του ρομαντισμού στην Ευρώπη, που ευνόησε την καλλιέργεια μύθων και θρύλων που σχετίζονταν με τη λάμψη του έθνους, ανάγοντάς το σε υπέρτατη αξία.
Ο τουρκικός εθνικισμός υπήρξε ο κύριος παράγοντας που εμπόδισε την απόδοση ίσων δικαιωμάτων σε όλους τους πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικής καταγωγής. Με την εμφάνισή του, ο όρος «Τούρκος» άρχισε να αποκτά θετική σήμανση, οι δε εθνικιστικές απόψεις που εμφανίστηκαν καθόριζαν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το παντουρκικό αυτό κίνημα στόχευε, ακριβώς, στη δημιουργία μιας νέας τουρκικής αυτοκρατορίας στην οποία δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός από αυτό των Τούρκων. Κύριοι υποστηρικτές των τάσεων αυτών θα είναι οι Γερμανοί, οι οποίοι, έχοντας μια προνομιακή συμμαχία με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, θα επιδιώξουν τόσο το μοίρασμα του παλαιού κόσμου των αγορών και αποικιών όσο και την οικονομική κυριαρχία τους στην Εγγύς Ανατολή με την εξαφάνιση των μόνων ανταγωνιστών τους, των Ελλήνων και των Αρμενίων.
Ένας από τους πατέρες του ιδεολογικού ρεύματος του παντουρκισμού ήταν ο Ζιγιά Γκιοκάλπ (ziya Giokalp) που πρότεινε τη μετατροπή της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σ’ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα. Ήταν αυτός που συνέβαλε στην οργάνωση του σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης των χριστιανικών λαών μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και ανέλαβε την ιδεολογική ανασυγκρότηση της εθνικιστικής Τουρκίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τις εθνικιστικές φυλετικές απόψεις υιοθέτησαν οι Οθωμανοί αξιωματικοί του Νεοτουρκικού κινήματος οι οποίοι άρχισαν να αντιμετωπίζουν τους Έλληνες ως «εσωτερικά καρκινώματα». Το αντιχριστιανικό μένος και η τάση για ιερό πόλεμο κατά των μη μουσουλμάνων διαμόρφωσε εχθρικό κλίμα μεταξύ του λαού, που υποδαυλίζονταν από δημοσιεύματα εφημερίδων, όπως της τουρκικής «ΗΧΩ» της Σαμψούντας, που στις 13 Οκτωβρίου 1911 έγραφε: «Ο ιερός πόλεμος είναι θεία εντολή, της οποίας η εγκατάλειψις εις τοιαύτην εποχήν είναι αδύνατος…Εμπρός αδελφοί, ας ετοιμασθώμεν από σήμερον να συγκρουσθώμεν μετά των εχθρών, να πίωμεν το αίμα των».
ΟΙ ΔΙΩΞΕΙΣ
Τον Οκτώβριο του 1911 αποφασίστηκε και επισήμως, σε συνέδριο των Νεοτούρκων, που έγινε στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, η εξόντωση των μη τουρκικών εθνοτήτων. Η δια της βίας αφομοίωση ή σε διαφορετική περίπτωση, εξόντωση όλων των μη μουσουλμάνων αποφασίζεται τελεσίδικα. Μέσον για την επίτευξη του σκοπού, οι εξοπλισμένοι μουσουλμάνοι. Πρώτη φάση υλοποίησης του σχεδίου, το μποϊκοτάζ κατά των ελληνικών επιχειρήσεων με προοπτική επέκτασης κατά των Αρμενίων και των λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων.
Οι αποφάσεις του 1911 παίρνουν σάρκα και οστά συστηματοποιούμενες μετά τους Βαλκανικούς πολέμους με τη δημιουργία συγκεκριμένων δομών. Η σύσταση του «Γραφείου Φυλών και Μεταναστών» αναλαμβάνει ως αποστολή την υποχρεωτική μετακίνηση των πληθυσμών με όργανο μια παρακρατική οργάνωση με την επωνυμία «Ειδική Οργάνωση» (Tescilat I Mahsusa). Η επιτροπή, με υποστήριξη των Γερμανών συμμάχων της και σε κάποιες περιπτώσεις με συνδρομή τους, ξεκίνησε τη δράση της με τους Έλληνες της Ιωνίας, οι οποίοι υποχρεώθηκαν σε εκτοπίσεις και απαλλοτριώσεις των περιουσιών τους. Πρώτος στόχος, η αποδυνάμωση των οικονομικά ισχυρών Ελλήνων, κυρίως, της περιοχής της Σμύρνης.
Σύντομα, ο ακμαίος ελληνισμός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας άρχισε να βιώνει τις πολιτικές αποφάσεις περί εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών που είχε λάβει η ακραία πτέρυγα των Νεοτούρκων στο συνέδριο του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» και η οποία βρισκόταν ήδη στην εξουσία. Μετά την πλήρη κυριαρχία της σκληρής αυτής τάσης, το 1913 άρχισε η υλοποίηση των σχεδίων για γενικευμένη εθνική εκκαθάριση. Η νέα ακραία εθνικιστική κυβέρνηση συγκροτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1914 από τους Ενβέρ πασά, Ταλαάτ μπέη, Τζεμάλ πασά και Τζαβίτ μπέη εκτοπίζοντας την πρόθεση των φιλελεύθερων Οθωμανών για διαμόρφωση μιας κοινής οθωμανικής ταυτότητας, ανεξάρτητα εθνοτικής καταγωγής και θρησκείας. Ήδη από το τέλος του 1913 τη στρατιωτική διοίκηση της Τουρκίας είχε αναλάβει ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς (Otto Liman von Sanders). Ο τελευταίος θεώρησε ως επιτακτική ανάγκη την απομάκρυνση από τις περιοχές που γειτνιάζουν με την Ελλάδα, δηλαδή τα δυτικά μικρασιατικά παράλια, των ελληνικών πληθυσμών.
Η έναρξη της συστηματικής εθνικής εκκαθάρισης θα ξεκινήσει στις 6 Απριλίου του 1914 και η Ανατολική Θράκη θα είναι από τις πρώτες περιοχές που θα υποστούν τη νεοτουρκική βία. Ο Τανέρ Ακσάμ, γνωστός Τούρκος ιστορικός και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κλαρκ στο Worcester της Μασαχουσέτης γράφει: «Οι βίαιες απελάσεις και εκδιώξεις της Ανατολικής Θράκης άρχισαν την Άνοιξη και το Καλοκαίρι του 1913. Οι επιθέσεις εναντίον του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού συνεχίστηκαν όλο τον χρόνο, όμως, μετά τον Μάρτιο του 1914 άρχισαν να παίρνουν πιο συστηματική μορφή». Τα κύρια χαρακτηριστικά των εφαρμοζόμενων πολιτικών ήταν: 1. Επιθέσεις σε ελληνικά χωριά και χωρικούς από τις μονάδες της Ειδικής Οργάνωσης, υπό την ανοχή της κεντρικής διοίκησης. 2. Εξαναγκασμός ατόμων/πληθυσμών να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω τρομοκρατίας και δολοφονιών. 3. Εκκένωση ολόκληρων χωριών και στρατολόγηση όλου του ανδρικού πληθυσμού που ήταν σε ηλικία στράτευσης σε τάγματα εργασίας. 4. Κατάσχεση των ελληνικών ιδιοκτησιών και επιχειρήσεων και μεταβίβασή τους σε μουσουλμάνους. Στις 13 Ιουνίου 1914 το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της ιωνικής Φώκαιας και η καταστροφή της ελληνικής συνοικίας επισφραγίζουν με τον πλέον αποκαλυπτικό τρόπο το σχέδιο που έθεσαν σε εφαρμογή οι Νεότουρκοι εθνικιστές του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος». Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι διώξεις έγιναν εντονότερες με αποκορύφωμα τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915. Από το 1916, αλλά με μεγαλύτερη ένταση και σφοδρότητα, η πολιτική των Νεοτούρκων θα εφαρμοστεί και στον δυτικό Πόντο σε βαθμό που θα προκαλέσει έγγραφες αντιρρήσεις ακόμη και από συμμάχους των Τούρκων. Θέση των υψηλόβαθμων, όμως, Τούρκων αξιωματούχων ήταν ότι «με τους Έλληνες να κάνουμε ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους… Πρέπει με τους Έλληνες να τελειώνουμε». Ήταν, πλέον, φανερό ότι η πολιτική της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης υπαγορευόταν από την ιδεολογία του παντουρκισμού που τότε κυριαρχούσε στον τουρκικό πληθυσμό καθώς και από τη βουλιμία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία.
Στις 19 Μαΐου του 1919, ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα με τις δυνάμεις του και μέχρι τον Αύγουστο του 1923, έχοντας ως βασικό συνεργάτη τον Τοπάλ Οσμάν, προχώρησε στη τελευταία φάση εξόντωσης των Ελλήνων, κάνοντας πράξη το σχέδιο που είχαν εμπνευστεί πριν από χρόνια οι Νεότουρκοι, την οριστική, δηλαδή, εξόντωση των χριστιανών του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ
Μαρτυρίες και αριθμοί πιστοποιούν το μέγεθος του εγκλήματος. Ο πρέσβης των Η.Π.Α. στην Κωνσταντινούπολη Χένρυ Μοργκεντάου αναφέρει ότι το 1913-1914 «οι Έλληνες υπήρξαν τα θύματα του σχεδίου εκτουρκισμού…μέσα σε 3-4 μήνες 400.000 Έλληνες ξεριζώθηκαν από τα μικρασιατικά παράλια». Σύμφωνα με τη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 153.890 Έλληνες εκτοπίστηκαν από τα παράλια της Μικράς Ασίας στο εσωτερικό ως τα τέλη του 1914, ενώ, μεταξύ 1913-1918, εκδιώχθηκαν από τη Μικρά Ασία 298.449 Έλληνες, από τον Πόντο 257.019 και από την Ανατολική Θράκη 218.447, σύνολο 773.915 Έλληνες. Το οικουμενικό Πατριαρχείο υπολογίζει στη «Μαύρη Βίβλο» που εξέδωσε ότι 490.000 Έλληνες θανατώθηκαν μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ανάλογη μεταχείριση επιφυλάχθηκε σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων της περιόδου 1913-1922 είναι δύσκολο να διατυπωθεί με ακρίβεια. Με βάση την επίσημη απογραφή που έγινε στην Ελλάδα το 1928 καταγράφηκαν περίπου 1.250.000 πρόσφυγες. Το πρόβλημα των αριθμών πρέπει να αντιμετωπιστεί με την επίκληση των πραγματικών δεδομένων που μας δίδει η σύγκριση των 2.200.000 προ των γεγονότων και 1.250.000 μετά το τέλος της Μικρασιατικής καταστροφής. Για τον ακριβή αριθμό των Ελλήνων πριν τους διωγμούς και την εξόντωση της περιόδου 1911-1922 υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις. Έτσι, ενδεικτικά, η απογραφή του 1914 από τους Νεοτούρκους καταγράφει την ύπαρξη 1.565.781 Ελλήνων. Απογραφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου της ίδιας περιόδου ανεβάζει τον αριθμό στους 2.068.402, ενώ στατιστικά δεδομένα που παρουσίασε ο Ε. Βενιζέλος στο συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων αναφέρονται στην ύπαρξη 2.500.000 Ελλήνων στη Μικρά Ασία, χωρίς να συνυπολογισθούν οι Ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι και οι κρυπτοχριστιανοί.
ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΙΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΞΟΝΤΩΣΗΣ
«Μια από τις έντονες αισθήσεις που διατηρώ από τη Σμύρνη είναι η ντροπή, γιατί ανήκω στο ανθρώπινο γένος». G. Horton, γενικός πρόξενος των Η.Π.Α. στη Σμύρνη.
Για την εξόντωση των Ελλήνων εφαρμόστηκαν πρωτοφανείς μέθοδοι. Αλλεπάλληλες εκτοπίσεις πληθυσμών μέσα σε χειμώνα χωρίς να επιτρέπεται στους εκτοπιζόμενους να πάρουν μαζί τους στοιχειώδη εφόδια, όπως τρόφιμα, ρούχα ή στρώματα. Απαγόρευση της στάθμευσης σε κατοικημένα μέρη, παρά μόνο στην ύπαιθρο, σε μέρη έρημα, καταδικασμένοι να μείνουν εκτεθειμένοι στις χειμερινές συνθήκες και να πεθάνουν από ασιτία. Απαγόρευση στους εκτοπισμένους να δώσουν βοήθεια στους γέρους γονείς ή στα ανήλικα παιδιά και στους αρρώστους, οι οποίοι εγκαταλείπονταν, προκειμένου να πεθάνουν από την πείνα, ή εκτελούνταν από τους στρατιώτες. Στη διαδρομή οδηγούνταν σε ειδικούς λουτρώνες οι οποίοι ιδρύθηκαν για στρατιωτικούς λόγους. Εκεί εξαναγκάζονταν να πλυθούν με την επίκληση της υγιεινής. Συνωστίζονταν κατά εκατοντάδες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά γυμνοί και σε θερμοκρασία 40ο C. Στο μεταξύ λεηλατούνταν τα ενδύματά τους. Κατά την έξοδό τους από το λουτρό εξαναγκάζονταν να παραταχθούν γυμνοί με θερμοκρασία κάτω του μηδενός, περιμένοντας επίσκεψη αστυνόμου για καταμέτρηση, ο οποίος πάντοτε καθυστερούσε πέραν της ώρας. Το ίδιο επαναλαμβανόταν, περιμένοντας πάντοτε γυμνοί, τον γιατρό για ιατρική εξέταση, ο οποίος, ομοίως, καθυστερούσε την έλευσή του. Κατά την εξέταση, οι νεότεροι και υγιέστεροι χαρακτηρίζονταν ασθενείς και κατά τη διακομιδή τους στο νοσοκομείο, για υποτιθέμενη περίθαλψη, θανατώνονταν. Η ένταση και η έκταση των διωγμών ήταν τέτοια, που ακόμη και σύμμαχοι των Τούρκων, αλλά και συντηρητικοί Τούρκοι, όπως ο Βεχήπ πασάς, διατύπωναν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους, υποστηρίζοντας ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων, από στρατιωτικής άποψης, ήταν περιττός.
Υπολογίζεται ότι περίπου 1.400.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης εξοντώθηκαν, εκ των οποίων 353.000 Πόντιοι. Το έγκλημα συντελέστηκε την περίοδο 1914 – 1923 από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς, με εκτοπισμούς, πορείες θανάτου από τα παράλια στα ενδότερα της Μικράς Ασίας, τάγματα καταναγκαστικής εργασίας (αμελέ ταμπουρού) με ελάχιστη διατροφή και άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Οι πορείες θανάτου συνοδεύονταν από σφαγές, εκτελέσεις, βιασμούς και κάθε είδους κακοποιήσεις, τόσο από τακτικά στρατιωτικά σώματα, όσο και από άτακτα (Τσέτες) που δρούσαν υπό την καθοδήγηση του Τοπάλ Οσμάν, έτσι ώστε να επέλθει η φυσική τους εξόντωση. Και όλα αυτά συνέβαιναν υπό την ανοχή της διεθνούς κοινότητας, παρά την ενημέρωση που είχαν μέσω των διπλωματικών αναφορών.
ΕΘΝΟΚΑΘΑΡΣΗ Ή ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ;
O όρος εθνοκάθαρση, σύμφωνα με Επιτροπή του ΟΗΕ του 1993 ορίζεται ως η προσπάθεια δημιουργίας εθνικά ομοιογενών, γεωγραφικά, περιοχών μέσω βίαιου εκτοπισμού εθνικών ομάδων, καθώς και την πλήρη απομάκρυνση και των τελευταίων υπολειμμάτων της στοχευμένης ομάδας, μέσω της καταστροφής των ιδιαίτερων πολιτιστικών τους στοιχείων, όπως είναι τα μνημεία, τα νεκροταφεία και οι τόποι λατρείας.
Παράλληλα με τον όρο εθνοκάθαρση, ο όρος γενοκτονία, ως διεθνής όρος, εισήχθη στο Διεθνές Δίκαιο από τον Ο.Η.Ε. με τη Σύμβαση του 1948. Ειδικότερα, βάσει του άρθρου ΙΙ της Σύμβασης, ως γενοκτονία νοείται: «… η εσκεμμένη προσπάθεια καταστροφής εν όλω ή εν μέρει μιας εθνικής, εθνολογικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας», με έναν από τους παρακάτω τρόπους: «α) τον φόνο μελών της ομάδας, β) την πρόκληση σοβαρής σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας, γ) τη σκόπιμη επιβολή στην ομάδα συνθηκών ζωής που επιφέρουν τη φυσική τους καταστροφή εν όλω ή εν μέρει, δ) την επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην αποτροπή γεννήσεων στο εσωτερικό της ομάδας, ε) την υποχρεωτική μεταφορά της ομάδας σε άλλη ομάδα για βαθμιαία απώλεια της φυλετικής ή θρησκευτικής συνείδησης». Το τελευταίο εφαρμόστηκε, κυρίως, σε παιδιά χριστιανικών οικογενειών. Ως νομικός όρος δημιουργείται την 1η Νοεμβρίου του 1944 από τον Πολωνοεβραίο δικηγόρο Raphael Lamkin, ο οποίος στο βιβλίο του Axis Rule in Occupied Europe κατήγγειλε τα εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας κατά των Εβραίων στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Σημαντικό τμήμα της νεοελληνικής ιστοριογραφίας υποστηρίζει συχνά πως δεν υπήρξε γενοκτονία και οργανωμένο σχέδιο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων από τους Νεότουρκους, διαπίστωση που προϋποθέτει, όμως, την παραδοχή ότι οι Νεότουρκοι υπήρξαν μια θετική δύναμη, πως η πολιτική τους υπήρξε «νόμιμη αντίδραση». Η πραγματικότητα, όμως, απέδειξε ακριβώς το αντίθετο, γιατί και οργανωμένο σχέδιο υπήρξε και αριστοτεχνική εκτέλεση. Στην περίπτωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας συνέτρεξαν και οι πέντε τρόποι που στοιχειοθετούν το έγκλημα της γενοκτονίας. Εκατοντάδες διπλωματικά έγγραφα της εποχής, δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις, μαρτυρίες επιζώντων συνθέτουν ένα ογκώδες, αδιαμφισβήτητο αποδεικτικό υλικό. Αρκούν οι σφαγές στη Σμύρνη, στο Αϊβαλί, τα Μοσχονήσια, τα Βουρλά, τις Φώκαιες για να πιστοποιηθεί το έγκλημα.
Από το 1911 υπήρχε η δεδηλωμένη απόφαση της κρατικής εξουσίας των Νεοτούρκων για χρήση βίας κατά των χριστιανικών πληθυσμών με στόχο τη βίαιη αφομοίωση. Οι οργανωμένες μαζικές διώξεις και εκτοπίσεις από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ανατολική Θράκη, στην Ιωνία και στον Πόντο αποσκοπούσαν στην οριστική εξαφάνιση του ελληνικού πληθυσμού στο πλαίσιο του προαποφασισμένου σχεδίου του 1911. Με βάση προξενικά έγγραφα που δημοσίευσε ο καθηγητής Π. Ενεπεκίδης φαίνεται καθαρά ότι υπήρξαν γενικευμένοι διωγμοί κατά του ελληνικού στοιχείου. Εκτός του μποϋκοτάζ κατά των ελληνικών καταστημάτων, απαγορεύουν τη λειτουργία σχολείων και εκκλησιών. Σε πολλά μέρη ο ελληνικός πληθυσμός εκτοπίζεται με στόχο την εξαφάνιση. «Άουσβιτς εν ροή» ονόμασε το σχέδιο αυτό ο Π. Ενεπεκίδης: «Είναι μια γενοκτονία με τουρκική καταγωγή…μια γενοκτονία βουβή, πονηρή, ανατολίτικη, χωρίς θεωρητικά background, αλλά πρακτικά, πλιατσικολογικά. Οι καλούμενες εκτοπίσεις, εξορίες των κατοίκων ολόκληρων χωριών, οι εξοντωτικές οδοιπορίες μέσα στο χιόνι των γυναικόπαιδων και των γερόντων – οι άνδρες βρίσκονταν στα τάγματα εργασίας ή στο στρατό – δεν οδηγούν φυσικά σε κανένα Άουσβιτς …ήταν, όμως, ένα Άουσβιτς εν ροή. Οι άνθρωποι πέθαναν καθ’ οδόν, δεν περπατούσαν για να φτάσουν κάπου, όχι, περπατούσαν για να πεθάνουν από τις κακουχίες, την παγωνιά, την πείνα, τον εξευτελισμό του ανθρώπινου. Αυτό ήταν το διαβολικό σύστημα, πονηρά οργανωμένο. Δεν υπήρχε στο τέρμα κανένα Άουσβιτς. Το ταξίδι προς τον θάνατο ήταν ο θάνατος, όχι το τέρμα του ταξιδιού…αυτό που συνέβη…υπήρξε γενοκτονία κατά το πνεύμα και το γράμμα που δίνει σήμερα το Διεθνές Δίκαιο και οι διεθνείς συμβάσεις…ήτοι η σχεδιασμένη φυσική εξόντωση μιας φυλής ή μιας εθνικής μειονότητας με άλλη γλώσσα, άλλη θρησκεία, άλλα ήθη και έθιμα».
Παράλληλα με τη Νεοτουρκική μεθόδευση εμφανίζεται και ο γερμανικός παράγοντας ο οποίος με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα αναλάβει και τυπικά τη συστηματική οργάνωση του σχεδίου της γενοκτονίας. Η διαταγή του επικεφαλής του οθωμανικού στρατού Γερμανού διοικητή Λίμαν φον Σάντερς για εκκένωση περιοχών από Έλληνες, υπό το πρόσχημα στρατιωτικών αναγκών, είναι χαρακτηριστική.
Ενδεχομένως, θα μπορούσε κάποιος να προβάλει την αντίρρηση ότι, σύμφωνα με την αρχή του δικαίου, nullum crimen, nulla poena sine lege (κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς υφιστάμενο νόμο), δεν προκύπτει ποινική ευθύνη για τις γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ποντίων και για το ολοκαύτωμα των Εβραίων, αφού αυτά συνέβησαν πριν από τη θεσμοθέτηση ιδιωνύμου αδικήματος. Η απάντηση είναι ότι ήδη με μια σειρά συμβάσεων από τα μέσα του 19ου αιώνα επιχειρήθηκε η κωδικοποίηση των κανόνων πολέμου (Jus belli), σύμφωνα με τις ανθρωπιστικές αρχές. Αυτές οι συμβάσεις είναι: α. των Παρισίων του 1856, β. της Γενεύης του 1864 και 1906 και γ. της Χάγης του 1899 και 1907. Η τελευταία από αυτές, του 1907, θεωρείται σημείο αναφοράς για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Επομένως, ανεξαρτήτως της ορολογίας (γενοκτονία, εθνοκάθαρση κ.τ.λ.) οι επιμέρους και οι συνολικές πράξεις των Τούρκων κατά των Αρμενίων, και των Ποντίων – που υλοποιήθηκαν από τη δολοφονική τριάδα των πασάδων Ταλαάτ, Ενβέρ και Τζεμάλ, υπό την καθοδήγηση του γενικού επιθεωρητού του οθωμανικού στρατού και πασά, γερμανού στρατηγού Otto Liman von Sanders – καθώς και των Ναζί κατά των Εβραίων, στοιχειοθετούν στην ουσία τα συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα.
Παρόλο που η πράξη των Τούρκων συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν γενοκτονία, βάσει του διεθνούς ορισμού, οι Τούρκοι δεν το παραδέχονται. Η επίσημη άποψή τους είναι πως οι θάνατοι και οι διώξεις των χιλιάδων Ποντίων αλλά και των υπολοίπων χριστιανικών πληθυσμών συγκαταλέγονται στις συνήθεις απώλειες του πολέμου. Ειδικότερα, όμως, στην περίπτωση της γενοκτονίας των Ποντίων είναι γνωστό ότι στην περίοδο που αυτή συντελέστηκε δεν υπήρχαν ελληνικά στρατεύματα στην περιοχή, οι διώξεις δεν εξυπηρετούσαν στρατιωτικούς σκοπούς. Εθνοκάθαρση θα ήταν αν οι χριστιανικοί πληθυσμοί εξωθούνταν σε χώρες εκτός Τουρκίας και όχι σε πορείες στο πουθενά, σε πορείες θανάτου.
H γενοκτονία, λοιπόν, αφορά ένα συνονθύλευμα εγκληματικών πράξεων που διαπράττονται με σκοπό την εκ προθέσεως καταστροφή, εν όλω ή εν μέρει, μίας συγκεκριμένης ομάδας. Έτσι, το ουσιώδες εκείνο στοιχείο της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, καθίσταται, αποκλειστικά, ο ειδικός δόλος των εγκληματικών πράξεων των δραστών, που ενεργούν κατά των μελών της ομάδας. Τα θύματα δεν θανατώνονται για πράξεις ή παραλείψεις τους, αλλά λόγω του ότι ανήκουν σε μία από τις καταδιωκόμενες ομάδες.
Με μεγάλη καθυστέρηση και συγκεκριμένα στις 24-2-1994 η Βουλή των Ελλήνων ομόφωνα αναγνώρισε τη γενοκτονία των Ποντίων και όρισε τη 19η Μαΐου, ημέρα της αποβίβασης του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, ως ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού. Σήμερα η γενοκτονία έχει αναγνωρισθεί από: 1.το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (2006), 2. τη Διεθνή Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (2007), 3. κράτη όπως η Κύπρος, η Σουηδία, η Αρμενία, η Ολλανδία, 4. Δώδεκα πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, 5. τις περιφερειακές κυβερνήσεις της Αυστραλίας και πρόσφατα τη νέα Νότια Ουαλία και 6. την πόλη του Τορόντο στον Καναδά και άλλες.
Το γεγονός, επίσης, ότι η νεοοθωμανική Τουρκία λυσσαλέα αντιμάχεται τις ιστορικές της ευθύνες στις τρεις γενοκτονίες του 20ού αιώνα, Αρμενίων, Ασσυρίων και Ποντίων, που η προγενέστερη κρατική της υπόσταση σχεδίασε και υλοποίησε, υποστηρίζοντας την άποψη πως οι θάνατοι και οι διώξεις των χιλιάδων Ποντίων αλλά και των υπολοίπων χριστιανικών πληθυσμών συγκαταλέγονται στις συνήθεις απώλειες του πολέμου, δεν την καθιστά, απλώς συνένοχη, αλλά και ύποπτη τελέσεως ανάλογων εγκληματικών πράξεων. Οι εισβολές της Τουρκίας στην Κύπρο, στη Βόρεια Συρία, στη Λιβύη και αλλού αποδεικνύουν ότι συνεχίζεται η ίδια τακτική υπό την ανοχή και πάλι των μεγάλων δυνάμεων. Η περίπτωση της αντιμετώπισης των Κούρδων ενέχει όλα τα χαρακτηριστικά της γενοκτονίας. Είναι καθήκον του πολιτισμένου κόσμου να επιβάλει στην Τουρκία την αναγνώριση της αυτοδιάθεσης των Κούρδων και τη δημιουργία μιας κουρδικής κρατικής οντότητας. Είναι καθήκον, επίσης, και της Ελλάδας να αποτελέσει ένα ισχυρό αντίβαρο στην τουρκική επιθετικότητα. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που γειτνιάζει με την Τουρκία, που υφίσταται την επεκτατική της πολιτική. Η περίπτωση της επί 47 χρόνια κατοχής της Κύπρου, η εισβολή στην ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου και η γαλάζια πατρίδα στο Αιγαίο οφείλουν να μας αφυπνίσουν.
Η πρόσφατη, μάλιστα, αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από τον νυν Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, προδικάζει και την αντίστοιχη αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων, αρκεί η ελληνική πολιτεία να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες. Είναι, επίσης, γεγονός ότι η κρίση των Ηνωμένων Εθνών για το χαρακτηρισμό εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας είναι πολύ επιλεκτική, όπως αποδεικνύει η περίπτωση των Κούρδων και της Κύπρου. Ποτέ δεν καταδικάστηκε η Τουρκία για τη γενοκτονία των Αρμενίων, των Ποντίων και των Ασσυρίων. Η μόνη τιμωρία που υπήρξε ήταν η εκτέλεση του Ταλαάτ πασά στις 15 Μαρτίου του 1921 στο Βερολίνο από τον Αρμένιο φοιτητή Σολομώντα Τεχλιριάν. Στη δίκη στην οποία εισήχθη ο Τεχλιριάν ισχυρίσθηκε: «σκότωσα, μα δεν είμαι ανθρωποκτόνος». Το γερμανικό δικαστήριο υιοθέτησε την άποψή του και τον αθώωσε.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Η προσπάθεια, κατά συνέπεια, ορισμένων σύγχρονων ιστορικών και πολιτικών να υποβαθμίσουν το γεγονός από γενοκτονία σε «αιματηρή» εθνοκάθαρση, να χαρακτηρίσουν τη σφαγή της Σμύρνης «συνωστισμό», ή να επιχειρήσουν «εξίσωση αίματος», αφού τα εγκλήματα του διαλυμένου ελληνικού στρατού που υποχωρούσε, συγκρίνονται με την ψυχρή, προαποφασισμένη και δεξιοτεχνικά σχεδιασμένη εξόντωση των Ελλήνων και Αρμενίων, προσβάλλει αν μη τι άλλο τη μνήμη όλων όσοι μαρτύρησαν, έμειναν άταφοι και άκλαυτοι. Το 1922 μας καλεί σε αναστοχασμό και ομοψυχία, την οποία απαιτεί η εποχή μας.