Για πρώτη φορά το κοινωνικό και ψυχολογικό αυτό φαινόμενο ταυτοποιήθηκε και χαρακτηρίστηκε στην Ιαπωνία, όμως αφορά όλους μας, σε όλες τις πόλεις του μοντέρνου κόσμου. Hiki στα ιαπωνικά σημαίνει απομονώνομαι, ενώ komori σημαίνει «βρίσκομαι μέσα».
Ακραία ανάγκη για απομόνωση, όπως ούτως ή άλλως κατά κύριο λόγο συμβαίνει να έχουν οι έφηβοι, στην περίπτωση όμως του συνδρόμου Hikikomori το σύμπτωμα αυτό αγγίζει ανησυχητικά σημεία. Ακόμη κι αν οι γονείς συνήθως αποφασίζουν να αφήνουν τον έφηβο να ησυχάζει, στην περίπτωση του Hikikomori θα πρέπει να αναλαμβάνουν δράση.
Το σύνδρομο Hikikomori, αν και όμοιο με αυτό της κατάθλιψης, δεν φέρεται να καταχωρείται ως ψυχική διαταραχή. Για την ιστορία, το σύνδρομο πρώτη φορά αναφέρθηκε στα τέλη της δεκαετίας του `90 από τον Tamaki Saito, ψυχολόγο σε θέματα εφηβικής ψυχολογίας. Στο βιβλίο του «Εφηβεία χωρίς τέλος», αναφέρει πως το σύνδρομο εμφανίζεται σίγουρα πριν την ηλικία των 30, μπορεί να οδηγήσει το άτομο σε απομόνωση έως και έξι ολόκληρων μηνών και δεν χρειάζεται να συνυπάρξει με άλλο ψυχιατρικό πρόβλημα.
Το World Psychiatry επανήλθε στο θέμα το 2020, ονομάζοντάς το ως το παγκόσμιο φαινόμενο του 21ου αιώνα, γεγονός που το παίρνει από την κατηγοριοποίηση της «ψυχικής διαταραχής» και αρχίζει να το εντάσσει σε αυτήν του «πολιτισμικού φαινομένου».
Οι ειδικοί φαίνεται να συμφωνούν ότι παράγοντας στήριξης του συνδρόμου, είναι η αυξημένη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, γεγονός που συνέβη κυρίως στην Ιαπωνία στα τέλη της δεκαετίας του `90, όταν οι νέοι έμεναν κλεισμένοι στο δωμάτιό τους, αρνούμενοι να συμμετέχουν σε κοινωνικές δραστηριότητες, ακόμη και εντός οικίας. Οι νέοι χάνουν το ενδιαφέρον τους για την δουλειά, τις σπουδές, το σχολείο, τις φιλικές και ερωτικές σχέσεις, και μένουν μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή για περισσότερο από 12 ώρες.
Αυτό κατά συνέπεια οδηγεί στον εθισμό στον υπολογιστή και στο διαδίκτυο. Η διαφορά αυτού του εθισμού με το σύνδρομο Hikikomori είναι το στερητικό σύνδρομο που εμφανίζεται στην περίπτωση του εθισμού.
Παρ’ όλα αυτά το σύνδρομο δεν είναι εύκολο ακόμη και να διαγνωστεί αφού δεν αναγνωρίζεται ως ψυχιατρική πάθηση, αλλά ως κοινωνικό φαινόμενο.
Όπως αναφέρει ο ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής Αριστοτέλης Βάθης, «Το σύνδρομο Hikikomori αποτελεί ουσιαστικά ένα κοινωνικοπολιτισμικό φαινόμενο ψυχικής υγείας, παρά μια ψυχική νόσο. Περίπου το 1,2% του πληθυσμού (δηλαδή εκατομμύρια άνθρωποι) εμφανίζουν το σύνδρομο Hikikomori, το οποίο είναι ένα σημαντικό κοινωνικό θέμα. Οι μελέτες δείχνουν ότι οι τραυματικές εμπειρίες της ντροπής και της αποτυχίας αποτελούν τις κύριες αιτίες του συνδρόμου. Είναι πιθανό ότι η Ιαπωνική κουλτούρα κάνει αυτούς τους ανθρώπους πιο ευάλωτους λόγω της κοινωνικής πίεσης που τους ασκεί. Στο σύνδρομο Hikikomori οι άνθρωποι αποφεύγουν να τραυματιστούν ξανά και για αυτό επιλέγουν να παρεκκλίνουν από την φυσιολογική οδό που καθορίζει η κοινωνία για αυτούς. Όσο μεγαλύτερη είναι η αναγνώριση του συνδρόμου Hikikomori παγκόσμια, τόσο πιο δημοφιλές γίνεται. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη για νέες θεραπευτικές επιλογές. Μέχρι στιγμής, η θεραπεία επικεντρώνεται στη σωματική δραστηριότητα και στην ενίσχυση των κοινωνικών δεξιοτήτων. Ωστόσο, η ψυχοθεραπεία και η οικογενειακή ψυχοθεραπεία μπορεί επίσης να βοηθούν τις οικογένειες».
Αφουγκραζόμενοι τις αιτίες του συνδρόμου, μπορεί κανείς να αναφέρει την πιθανότητα ο έφηβος να έχει υποφέρει από παιδικά τραύματα, bullying, τάση εσωστρέφειας κ.λπ.
Αλλά ποιος είναι ο δρόμος θεραπείας αυτού του συνδρόμου;
Στην Ιαπωνία δημιουργήθηκαν δομές που προσεγγίζουν τα άτομα που υποφέρουν από το σύνδρομο, με ψυχοθεραπεία ή εναλλακτικές θεραπείες όπως η δραματοθεραπεία, θεραπευτική ιππασία, τέχνες κ.λπ. Στην ουσία πρόκειται για μια προσπάθεια επανένταξης, δημιουργώντας μικρές δράσεις με τις οποίες το άτομο χρειάζεται να δεσμευτεί.
Η υποβόσκουσα κατάθλιψη δεν είναι σπάνια, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη προσέγγισης ενός ειδικού θεραπευτή για τις περιπτώσεις αυτές.
πηγη https://www.ow.gr/
Photo 16391475 / https://pixabay.com