Ηλιόλουστη η μέρα. Αν και χειμώνας ο ήλιος έλαμπε στο στερέωμα. Δειλά, δειλά οι πρώτοι νάρκισσοι πρόβαλαν στο χειμωνιάτικο τοπίο. Η ευωδιά τους μεθυστική.
Το «Εγώ» ξύπνησε, τεντώθηκε, χαμογέλασε στην ημέρα και κοίταξε την εικόνα του στον καθρέπτη. Περιποιήθηκε τα μαλλιά του, τη φορεσιά του και αποφάσισε να βγει στην πόλη για περιπλάνηση και ότι ήθελε προκύψει.
Περιδιάβαινε λοιπόν την πόλη και όλα του φαινόταν ανυπόφορα. Κλειστά μαγαζιά, παιδιά ξυπόλητα ,βρώμικα να τρέχουν να καθαρίζουν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ζητιάνοι να απλώνουν το χέρι….
Ενοχλήθηκε απ’ όλη αυτή την κατάσταση κι’ έτσι αποφάσισε να απολαύσει τον καφέ του στο γνωστό του στέκι. Άλλοτε δεν υπήρχε θέση τέτοια ώρα. Τώρα είχε την πολυτέλεια της επιλογής της καλύτερης θέσης για να απολαμβάνει και το πέρασμα των ανθρώπων, που τρέχανε όλοι κατηφείς, βιαστικοί, προβληματισμένοι.
Βυθίστηκε σε σκέψεις. Ανιαρά τα έβρισκε όλα. Ο κόσμος βαρύθυμος, στην πολυκατοικία που έμενε, ήταν ο μόνος που είχε θέρμανση, έτρωγε ότι ποθούσε η ψυχή του, ταξίδευε, ψώνιζε επώνυμα ρούχα, παπούτσια…. Νοιαζόταν τόσο για την καλοπέρασή του!
Όλα τ ’άλλα ,τ’ αρνητικά τα προσπερνούσε…..Δεν ήθελε να ξέρει.
Απήλαυσε λοιπόν τον καφέ του, μόνος βέβαια, γιατί ποιος ήθελε ένα «Εγώ», τόσο υπερήφανο που να προσβάλλει τους άλλους, να μην ακούει, να μην συμπονά;
Κατευθύνθηκε λοιπόν στο πολυτελές αυτοκίνητό του. Αυτός, μπορούσε να το συντηρεί. Τι κι’ αν οι περισσότεροι τα κλείδωσαν και παρέδωσαν τις πινακίδες;
Δεν τον απασχολούσε καν….
Στην περιοχή τους υπήρχε μια υπέροχη λίμνη. Θα πήγαινε λοιπόν μια ωραία βόλτα να γέμιζε το μάτι του ομορφιά.
Η ψυχή του όμως;
Πάντα του άρεσε όταν οδηγούσε ν’ ακούει ραδιόφωνο. Έτσι λοιπόν, έβαλε τη βελόνα σε μια συχνότητα που εξέπεμπε το τοπικό ραδιόφωνο της εκκλησίας.
Ήταν έτοιμος να το αλλάξει…τι δουλειά είχε το «Εγώ» να ακούει για εθελοντισμό και αηδίες;
Όμως η ζεστή φωνή της ραδιοφωνικής παραγωγού, τού γλύκανε τα εγωπαθή αυτιά του.
Σταμάτησε δεξιά, γοητευμένος και άκουσε με προσοχή τη συνομιλία που είχε η κυρία με κάποια άλλη κυρία απο εθελοντική προσπάθεια που ξεκίνησε εδώ και καιρό και άρχισε να επεκτείνεται σε όλη την πολιτεία των «Παράξενων Ημερών».
Αφορούσε εκπαιδευτικούς ,συνταξιούχους δασκάλους, καθηγητές, φοιτητές και άλλους ειδικούς επιστήμονες, προκειμένου να παράσχουν δωρεάν μαθήματα σε μαθητές που οι οικογένειές τους βρίσκονται σε ένδεια.
Εκεί στην άκρη του δρόμου μια ψυχή ,έβρισκε το νόημα της ζωής….
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του «Εγώ».
Πόσο τυφλός ήμουν τόσα χρόνια;
Αναβολή δεν χωρούσε.
Τώρα, αυτή τη στιγμή. Είχε σημειώσει τα στοιχεία επικοινωνίας με τη συγκεκριμένη εθελοντική οργάνωση. Δηλώνει ΠΑΡΩΝ και αρχίζει την ανίχνευση του ΕΣΥ….
Γέμισε η ψυχή του αγαλλίαση από την προσφορά.
Αυτή η συνάντηση ήταν και η πολυτιμότερη της μέχρι τώρα ζωής του.