Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρός σκαντζόχοιρος που έψαχνε μανιωδώς να βρει το «μαγικό κάτι». Έψαχνε ασταμάτητα κι επίμονα, σε κάθε θάμνο και λουλουδακι σε κάθε ρεματια και κάθε βραχάκι και ρωτούσε φίλους και γνωστους και συγγενείς μήπως το είδαν πουθενά κιαν το χουν βρει.
Κι όλοι κάτι είχαν να του πουν κι ολοι κάτι είχαν βρει μα το δικό του «κάτι» το μαγικό δεν το χε κανείς. Κι ύστερα από καιρό έφτασε και στην λιμνούλα που μια μικρή βατραχινα καθόταν και πλατσουριζε κι εκείνη του πε πως το κάτι που ψάχνει αυτή το είχε βρει, αλλά το δικό της «κάτι» δεν ήταν σαν των άλλων.. γιατί το χε μέσα της πάντα και πριν το ανακαλύψει και πως απο τότε που το βρήκε απέκτησε νόημα η ηρεμία της λίμνης. Τώρα πια η μικρή βατραχινα στεκόταν στην λίμνη και πλατσουριζε περιμένοντας τον «μαγικό κάποιον» που θα δει μέσα της το δικό της «μαγικό κάτι» και μ ένα του φιλί θα την κάνει πριγκηπισα! Ο μικρός σκατζοχοιρος την άκουγε με θαυμασμό και απορεια κι όλο κοίταγε και ζουλαγε την κοιλιά του, ώσπου της είπε πως εκείνος δεν έχει μέσα του τίποτα και πως το δικό του κάτι ίσως είναι μέσα σε κάποιον άλλο αφου δεν το βρίσκει πουθενά.
Η μικρή βατραχινα προσπάθησε να του εξηγήσει πως όλοι το κάτι τους το χουν μέσα τους κι είναι το μόνο πραγματικό «μαγικό κάτι» και πως αν δεν ανακαλύψεις το δικό σου δεν μπορείς να δεις ούτε του αλλού, αλλά ο μικρός σκτζοχοιρος δεν έπαιρνε από λόγια. Έπειτα σκέφτηκε να του το δείξει με μια αγκαλιά αλλά καθώς εκείνος ήταν σκυφτός και σκεφτικός χωρίς να το καταλάβει την πλήγωσε, γιατί το δερμα της ήταν πολύ λεπτό κι ευαίσθητο. Φώναξε τότε η βατραχινα κι ο σκατζοχοιρος το βαλε στα πόδια. Περιπλανήθηκε για πολύ καιρό και τα φεγγάρια μεγάλωναν και μικραιναν αλλα αυτός πουθενά δεν έβρισκε το «μαγικό κάτι» του… και κάποιες φορές νόμιζε πως το βρήκε σε κάποιες σκατζοχοιρινες που συνάντησε αλλά γρήγορα χανόταν κι εκείνος άρχιζε πάλι το ψάξιμο.. κάποια στιγμή μάλιστα καθώς καθόταν σ έναν λόφο ψηλά κι αρμενιζε σκέφτηκε πως ίσως το μαγικό κάτι να βρίσκεται στην διαρκή του αναζήτηση και χάρηκε γιατί ίσως το βρήκε, αλλά γρήγορα το χαμόγελο του εσβυσε όταν κατάλαβε πως το κενό μέσα του παρέμενε . Στο τέλος αφου είχε κάνει τον γύρο όλου του κοσμου απ άκρη σ άκρη και τίποτα δεν είχε βρει έκατσε σε μια λίμνη να ξαποστασει κι έπεσε σε ύπνο βαθύ για τουλάχιστον ένα φεγγαρι ολόκληρο! Όταν ξύπνησε ξεκούραστος πια εσκυψε να πλύνει το πρόσωπο του και κοιτάζοντας μες το νερό θυμήθηκε την βατραχινα και τα λόγια της κι ύστερα κι όλο τον κόσμο που γνώρισε μες τα ταξίδια του κι όλα τα χαμόγελα κι όλα τα ηλιοβασιλεματα κι όλες τις ζέστες γωνιές που χε κουρνιασει κι όλα τα πιάτα φαγητό που του χαν με αγάπη προσφέρει κι όλες τις όμορφες στιγμές που σαν ταινία πέρασαν μπροστά απ τα μάτια του σαν η λίμνη να ταν μια τεράστια οθόνη! Όταν η ταινία τελείωσε είδε το πρόσωπο του που ταν στολισμένο μ ένα πελώριο χαμόγελο κι ενιωθε τόσο γεμάτος κι ευτύχης που πότε πριν δεν ειχε νιώσει! Το «μαγικό κάτι» ήταν εκεί ..μπροστά του και μέσα του σ όλα αυτα που χε ζήσει. Μια και δύο και χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε γρήγορα να βρει την μικρή βατραχινα και να της πει το μεγάλο «ευρηκα!» . Αυτή η στιγμή δεν άργησε να φτάσει γιατί όπως είχε κάνει τον γυρο του κόσμου ήταν σχεδόν πάλι στο σημείο απ όπου ξεκίνησε. Όταν την είδε αταραχη και χαμογελαστη να καθρεφτίζεται στα νερά της λίμνης ένιωσε πάλι το «μαγικό κάτι» να χορεύει μέσα του και να τον τραβάει κοντα της. Τότε εκείνη γύρισε κι όπως σηκώθηκε απ το νουφαρο, ο μικρός σκατζοχοιρος έπεσε πάνω της με την γουνινη κοιλίτσα του και την στιγμή που την αγκαλιασε έπεσαν κι οι δύο στο νερό. Μια στιγμή μετά σαν μπουρίνι να σηκωθηκε στην λίμνη κι ένα πανέμορφο ζευγάρι βγήκε στην επιφάνεια. Τώρα πια που είχαν βρει κι οι δυο μεσα του το «μαγικό κάτι» τους δεν είχαν πια διαφορά ούτε γλυστερο δέρμα ούτε αγκάθια. Κι έτσι αφέθηκαν να βρουν ο ένας στον άλλο τον «μαγικό κάποιον» .
Ενώθηκαν σ ένα φιλι κι από τότε έζησαν αυτοι καλά κι εμεις καλυτερα!
photo: https://pixabay.com/el/