Κάποτε υπήρξα και εγώ παιδί. Όσο και να μη το πιστεύετε ήμουν ένα μικρό, συνεσταλμένο, μελαγχολικό αγόρι. Η πρώτη φορά που είδα γυναίκα ήταν σε ένα έρημο, θαμπόχρυσο, ομιχλώδες παγκάκι σε μια απόμακρη παιδική χαρά. Ήταν στην ηλικία μου, πιο μικρή και πιο μεγάλη ταυτοχρόνως.
Από την πρώτη στιγμή μού είπε, με φωνή τραγανή, ότι η μαμά της της απαγόρευσε να μιλά σε ξένους και προπαντός να τους πιστεύει.
Εγώ όμως ήμουν μόνος. Έκανε και εκείνο το αναθεματισμένο κρύο που τρυπούσε μυαλά. Έβλεπα τη φουστίτσα με τα φρου-φρου, τα φουσκωτά μαγουλάκια και το λευκό της καλτσόν. Κουνούσε τα ποδαράκια της παιχνιδιάρικα και με χάρη χαμογελώντας, όπως κρεμόντουσαν με ωραιοπάθεια από εκείνο το παγκάκι, που ελαφρά τριζοβολούσε, σχεδόν προκαλώντας με.
«Μην με πιστεύεις», της είπα πονηρά. «Ας παίξουμε μόνο ένα παιχνίδι. Είμαι μόνο ένα μικρό, ντροπαλό αγοράκι και όχι κανένας δράκος».
Με κοίταξε δύσπιστα. «Τι παιχνίδι να παίξω με σένα; Είσαι κούτσικο και ανώριμο».
«Είναι απλό. Θα σου δίνω λέξεις. Θα τις ζυμώνεις. Θα τις μαλώνεις. Θα τις κανακεύεις. Θα τις ερωτεύεσαι. Θα τις απομυζείς. Θα τις καταπίνεις. Θα τις φτύνεις. Όσες δε σου κάνουν θα τις πετάς. Και ό,τι μείνει από αυτό το συρφετό θα το βάλεις στο φούρνο να ψηθεί και να κοαστεί. Μετά από καιρό θα έχει προκύψει κάτι πεντανόστιμο. Θα το μοιράσεις στους φίλους σου να ευφρανθεί η ψυχούλα τους. Ακόμα και οι άγνωστοι περαστικοί μπορούν να τσιμπολογήσουν, και γιατί όχι, αν πεινάνε και το θέλουν. Μπορεί να τους αρέσει και μετά να το ζητάνε μανιωδώς. Θα σε τρελάνει αυτός ο χάρτινος κόσμος».
«Τι παράξενο παιχνίδι. Ποιος ο στόχος του;», είπε σπαθίζοντας φωτογραφικά τα βλέφαρά της.
«Στόχο έχει να νιώθεις ότι ζεις. Όσο πιο πολύ σε συνεπαίρνει, τόσο πιο πολύ ζωντανεύεις. Τι να την κάνεις τη ζωή όταν έχεις τις λέξεις;»