1.1.α. Ενημέρωση από τον ιατρό
Πρωταρχική για την ενημέρωση πάνω σε ιατρική πράξη είναι η ενημέρωση από τον ιατρό. Αυτό κανονικά θα σήμαινε την ελευθερία του ιατρού να συμβουλεύσει τον ασθενή του σύμφωνα με την ελεύθερα διαμορφωμένη του άποψη, την εμπειρία του, σύμφωνα με επιστημονικές πληροφορίες που έχει από συναδέλφους κλπ. Αυτό θεσπίζει και ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας: η ενημέρωση προέρχεται από τον ιατρό «με επιστημονική ελευθερία και ελευθερία της συνείδησής του κατά την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος» (άρθρο 3 &1). Στην πράξη όμως υπάρχουν τρία ζητήματα. Πρώτον ενίοτε οι ιατροί συνήθως δεν παίρνουν το ρίσκο να διαφοροποιηθούν από μια θεσμική οδηγία και να την ελέγξουν αν είναι σωστή: στην πράξη περιορίζονται στο να επαναλαμβάνουν τις επίσημες οδηγίες που τους έχουν δοθεί. Δεύτερον, κάποιοι από αυτούς καθορίζουν τις επιλογές τους από το αν “εξυπηρετούν” κάποια εταιρεία φαρμάκων. Επειδή όμως οι περισστόεροι από αυτούς κάνουν ευσυνείδητα το καθήκον τους, σημαντικότερο είναι το τρίτο: στην περίπτωση που η άποψή τους διαφοροποιηθεί, τότε τα πράγματα δεν είναι και τόσο εύκολα γι’ αυτούς. Για να μην μακρηγορούμε σε αυτό, ας περιοριστούμε στα του κορωναϊού: όσοι ιατροί επέλεξαν να δημοσιοποιήσουν την διαφορετική άποψή τους από την επίσημη σε σχέση με τον κορωνοϊό έστω και ελάχιστα, συκοφαντήθηκαν, έχασαν τη δουλειά τους, ή τους έγινε δίωξη. Στην Ελλάδα ξέρουμε ότι, ακόμη και όταν έκαναν το αυτονόητο, όπως το να ασκήσουν κριτική στην κυβέρνηση για το ότι δεν τους βοηθά, ότι δεν ενισχύει τα νοσοκομεία κλπ., τότε τους παρέπεμψαν σε Ένορκη Διοικητική Εξέταση ΕΔΕ! Η ελεύθερη και σωστή ενημέρωση προς τον πολίτη περνά από αυστηρά φίλτρα λογοκρισίας σε όλα τα επίπεδα. Περισσότερα στοιχεία όμως πάνω σε αυτό θα δώσω στο τέλος, στην ενότητα 7.3. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή είναι του ατόμου, και αυτό έχει την ευθύνη του εαυτού του και της πλήρους ενημέρωσής του. Κι εδώ ερχόμαστε στην δυνατότητα του ατόμου να ενημερωθεί.
1.1.β. «Δράσεις αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
«Στις 10 Ιουνίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε
σημαντικές δράσεις για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης σχετικά με τη νόσο COVID-19 και θέσπισε πρόγραμμα παρακολούθησης των δράσεων που αναλαμβάνουν οι πλατφόρμες που υπογράφουν τον κώδικα για τον περιορισμό της εξάπλωσης της παραπληροφόρησης σχετικά με τη νόσο COVID-19». Σημαντικό μέρος αυτών των δράσεων έχουν να κάνουν με την
προώθηση εγκεκριμένων πληροφοριών στο διαδίκτυο από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και την παρεμπόδιση των μη εγκεκριμένων από το να έχουν ευρεία διάδοση. Έτσι, επισημαίνεται στην έκθεση αξιολόγησης των δράσεων, ότι ακολουθήθηκαν οι εξής παρεμβάσεις από τους συμβαλλόμενους – αναφέρεται συγκεκριμένα σε Google, Instagram, Twitter, Facebook, TikTok:
· κατά την αναζήτηση πληροφοριών στην Google, οι εμφανίσεις των αποτελεσμάτων προωθούσαν τις σελίδες των «οργανισμών ελέγχου γεγονότων της ΕΕ»,
·
«Το «κέντρο πληροφόρησης» για την COVID-19 των Facebook και Instagram κατηύθυνε πάνω από 2 δισεκατομμύρια άτομα παγκοσμίως σε πόρους από τον ΠΟΥ και άλλες υγειονομικές αρχές»,
· Το Facebook εμφάνισε επίσης οθόνες προειδοποίησης από ελέγχους γεγονότων για την παραπληροφόρηση σχετικά με τη νόσο COVID-19 σε πάνω από 4,1 εκατομμύρια καταχωρήσεις στην ΕΕ τον Ιούλιο και 4,6 εκατομμύρια τον Αύγουστο,
·
Το Twitter ανέφερε ότι, κατά την εκτίμησή του, το 80 % του παραβατικού περιεχομένου εντοπίστηκε από τα αυτοματοποιημένα συστήματά του. Κατά την ίδια περίοδο, περίπου 2,5 εκατομμύρια λογαριασμοί έκλεισαν βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του Twitter για τη νόσο COVID-19.
·
Τον Σεπτέμβριο η Microsoft εμπόδισε πάνω από 2 εκατομμύρια διαφημιζόμενους να προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν χρήστες στις ευρωπαϊκές αγορές. Ο Bing είχε σχεδόν 3,5 εκατομμύρια επισκέπτες από χώρες της ΕΕ, των οποίων τα ερωτήματα αναζήτησης σχετικά με τη νόσο COVID-19 τους κατηύθυναν σε έγκυρες πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές.
·
Συνολικά, η πλατφόρμα TikTok έχει τοποθετήσει σε περισσότερα από 7 εκατομμύρια βίντεο λέξεις, hashtag ή μουσική που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19 που ανακατευθύνουν τους χρήστες σε αξιόπιστες και επαληθεύσιμες πηγές πληροφοριών.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η παρακάτω
πρόταση που συναντάμε στις οδηγίες: «Οι ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με τον κορωνοϊό μπορούν να βλάψουν την κοινωνική συνοχή, αλλά, κυρίως, συνιστούν απειλή για τη δημόσια υγεία. […]
Το περιεχόμενο μπορεί να μην είναι παράνομο όπως ορίζεται από τον νόμο, ωστόσο, είναι επιβλαβές». Με άλλα λόγια, για την Επιτροπή υπάρχουν οι νόμοι που ορίζουν τα σχετικά με τις ψευδείς ειδήσεις και το πως τιμωρούνται, αλλά υπάρχουν και άλλες
επιβλαβείς δράσεις,
απόψεις και πληροφορίες που τις «καταπολεμούμε», όχι όμως με νόμιμα μέσα, μιας και δεν υπάρχει αντίστοιχος νόμος. Έτσι, ο ορισμός της βλάβης είναι
αυθαίρετος! Πόσο εξόφθαλμα παράνομη είναι μια τέτοια διαδικασία, και πόσο στο απυρόβλητο αισθάνεται ένας επίσημος οργανισμός να το λέει δημόσια; [Δείτε σχετικά και τη σελίδα
Καταπολέμηση της Παραπληροφόρησης, της ΕΕ].
Ως χρήστες του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων έχουμε αντιληφθεί στην πράξη πως λαμβάνουμε συγκεκριμένη και “εγκεκριμένη” πληροφόρηση, και πως η όποια διαφορετική μας άποψη λογοκρίνεται ή καταστέλλεται. Για παράδειγμα, το Facebook χρησιμοποιεί διάφορες μεθόδους λογοκρισίας, κρυφές ή φανερές: άρνηση ανάρτησης, άρνηση αποστολής μηνύματος με σύνδεσμο που δεν εγκρίνει (ή τον στέλνει αλλά στον παραλήπτη δεν ανοίγει), περιορισμένη θέαση της ανάρτησης (από ελάχιστους ή και κανέναν), μέχρι και μπλοκάρισμα λογαριασμού. Το αναφέρει άλλωστε και στους
κανονισμούς του για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης.
* * *
Το θέμα είναι τεράστιο και πολύ ενδιαφέρον. Από τα λίγα παραδείγματα που θέσαμε, βλέπουμε ότι η συναίνεση, που είναι απαραίτητη για κάθε ιατρική πράξη, δεν πρέπει να δίνεται απλώς αλλά να έχει γίνει ύστερα από ενημέρωση. Και βλέπουμε ότι, στην εποχή που ζούμε και με αφορμή την Covid19, η πληροφόρηση, που είναι προϋπόθεση της συναίνεσης, δεν γίνεται με τρόπο που να εξασφαλίζει την πληρότητα και την ελευθερία της. Κι αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, νομικό, ηθικό, αλλά και πολιτικό.
Σε κάθε περίπτωση, σε σχέση με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, καταλαβαίνουμε ότι, τόσο η νομική οριοθέτηση όσο και η άποψη της βιοηθικής και ιατρικής δεοντολογίας είναι πολύ αυστηρά και συγκεκριμένα θεσπισμένες. Είναι αποδεδειγμένο πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η υποχρεωτικότητα της οποιασδήποτε ιατρικής πράξης είναι παράνομη, σύμφωνα και με τον νόμο. Αλλά, κι αν ο νόμος άλλαζε κατά το δοκούν, το ίδιο το Σύνταγμα θα απαγόρευε μια τέτοια επιβολή.