-Χαμογελάς ;
-Ναι πάντα ! Του απάντησε εκείνη η γυναίκα, που άλλοτε ήτανε παιδί αθώο απ΄ τη γέννα..
-Ε, βέβαια τι ανάγκη έχεις εσύ ; τι έννοιες ;
-Τις πιο μεγάλες, κι αγωνίες που περιμένουν ύπουλα στη γωνία να με κατασπαράξουν σαν Λερναία Ύδρα.
-Και πώς καταφέρνεις και χαμογελάς ;
-Γιατί είμαι μαχητής και δεν εγκαταλείπω… Με το χαμόγελό μου νικάω το θεριό, το πιο σκοτεινό, που ‘χει την εικόνα της αβύσσου. Ξέρω καλά να το δαμάζω, να το τιθασεύω με όπλο κι ασπίδα το Θεό μου.
-Κλαις ποτέ ;
-Εσύ τι λες ; Πίσω από ένα χαμόγελο κρύβεται ο πιο μεγάλος πόνος λένε.
Είπε και ήπιε μια γουλιά καφέ. Κλείστηκε στις σκέψεις της και τον άφησε εκεί να την κοιτάζει σαν χαμένος..
Η επιστροφή στο σπίτι κύλησε μέσα στη σιωπή. Κανείς τους δεν είχε όρεξη για άλλες κουβέντες. Η ατμόσφαιρα ήταν γλυκιά εκείνο το βράδυ.
Το βλέμμα του πλανήθηκε πάνω της. “Κάποτε, στα νιάτα της θα ήταν ίσως η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου ! “, έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται. Η ματιά του πλανήθηκε στα όμορφα καστανόξανθα μαλλιά της. Ήταν μακριά. Λάτρευε τα μακριά μαλλιά στη γυναίκα. Το πρόσωπό της έμοιαζε κουρασμένο, όμως τα βαθυγάλανα μάτια της έλαμπαν, καθώς τον κοιτούσαν τρυφερά. Τι διάολο είχε πάθει μαζί της, δεν μπορούσε να καταλάβει. Ήταν το χυμώδες στήθος της που τον τραβούσε τόσο, καθώς είχε αδυναμία στις καμπύλες.. Ήταν αυτό το αθώο και συνάμα προκλητικό κοίταγμά της, σαν να τον έδιωχνε αλλά και τον καλούσε συνάμα στην αμαρτία.. Τα χείλη της ευγενικά καλοσχηματισμένα, βαμμένα στο χρώμα του μπορντώ του άρεσαν. Τον μάγευε η φωνή της ενώ κάτι του έλεγε, μα εκείνος ήταν βυθισμένος στην κρυφή παρατήρησή του. Είχε παραπάνω καμπύλες, ήταν πιο ζουμερή για τα γούστα του, όμως πάραυτα τον γοήτευε. Ήταν ατίθαση, ντροπαλή, όμορφη και γοητευτικά ανασφαλής, εκ πρώτης όψεως. Σίγουρη για τις απόψεις της, έξυπνη και με δυνατή ενσυναίσθηση. Ασφαλώς είχε επίδραση εγκεφαλικά πάνω του αλλά και σε άλλους άνδρες.
“Δεν μου απάντησες… Θέλεις να δούμε μια ταινία εποχής ; “. Η φωνή της τον επανέφερε. “Ναι θέλω.”
Μετά από μίας ώρας περιπλάνηση σε μία ερωτική, ρομαντική χολιγουντιανή ατμόσφαιρα με πρωταγωνίστρια την εκρηκτική Betty Davies, στο εμβληματικό ρετρό έργο “Zέζαβελ “, είχε ήδη γύρει στην αγκαλιά του κουρασμένη, έτοιμη να κοιμηθεί. Της χάιδεψε τα μαλλιά. Του έβγαζε μια πρωτόγνωρη τρυφερότητα και ταυτόχρονα μιαν αγριάδα. Ήθελε να την αρπάξει να την πάει στην κρεβατοκάμαρα και να μην την αφήσει να κοιμηθεί όλη νύχτα. Τι παράξενο πλάσμα ήταν αυτό ; δεν είχε σχέση με τις ως τότε τύπισσες, όλο μαγκιά, ξεδιαντροπιά και θράσσος που έβγαινε χρόνια τώρα.
Όλη του η ζωή ένα ατέλειωτο, άσκοπο ξενύχτι.
Το σπίτι του ήταν το άντρο ενός αμετανόητου εργένη καλλιτέχνη και η παρουσία της εκεί λίγο αταίριαστη. “Έλα να σε πάω να κοιμηθείς “ της είπε χαμηλόφωνα εκπλήσσοντας τον εαυτό του για μιαν ακόμη φορά. “Να κοιμηθεί ; τι είπα τώρα ! Άρχισα να γερνάω “ σκέφτηκε.
“Όχι θα πάω σπίτι…”, του απάντησε ήρεμα με ένα ελαφρύ νάζι στη χροιά της. “Τέτοια ώρα ; είναι αργά δεν σ’ αφήνω “, της είπε γλυκά κι έσκυψε να τη φιλήσει ασυναίσθητα, να μην του φύγει. Εκείνη αναστέναξε κι ανταποκρίθηκε στην αρχή δειλά κι έπειτα με πάθος. Την αγκάλιασε σφιχτά, την έσφιξε πάνω του και την οδήγησε στην κάμαρά του. Τη φιλούσε συνέχεια κι ούτε κατάλαβαν πότε βρέθηκαν κάτω απ΄ τα σκεπάσματα σαν Ένα. Έπαιζε ακόμα το soundtrack της ταινίας κι εκείνη τον κοίταζε στα μάτια ικετευτικά, να την αφήσει γιατί έλιωνε στο άγγιγμά του. Αντίθετα, αυτό δυνάμωνε την ορμή του και την έκανε επιτέλους δική του… Ήταν δική του θαρρείς από πάντα. Δεν είχε ξανανιώσει έτσι με γυναίκα, είχε περάσει πολύς καιρός από τότε. Ήταν θηλυκό 100%, του δίνονταν με μία θέρμη, με μία γλυκιά αθωότητα, που τον προκαλούσε και τον έκανε να αισθάνεται σαν μικρός επίγειος θεός. Όλη νύχτα…καίγονταν ο ένας στη φωτιά του άλλου. Κοιμήθηκαν αποκαμωμένοι μόλις άρχισε να ξημερώνει αγκαλιά. Ήταν δική του αυτή η παράξενη γυναίκα με την αγνή παιδικότητα, που τον ξετρέλαινε. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από εκείνο το πρώτο τους “αμαρτωλό “, ανολοκλήρωτο ραντεβού ; Κι όμως είχε παραμείνει δική του σώμα, μυαλό και ψυχή. Είχε ανάγκη την παρουσία, το χαμόγελό της, τη δύναμή της. Ήταν πια σίγουρος, την ήθελε εκεί μαζί του.
Mία στιγμή μαζί της αντιστοιχούσε με την ίδια την αιωνιότητα. Αν δεν ήταν έρωτας αυτό, τότε τι ήταν ; Εκείνη είχε περάσει πολλά, έβαζε για πολλά χρόνια τον εαυτό της σε δεύτερη μοίρα. Έφτασε η ώρα να γράψουν την δική τους ιστορία αγάπης και δεν θα έκανε τίποτα πια για να την σαμποτάρει.