Ιστορική η αναφορά στο φύλλο της εφημερίδας «Καθημερινή» της 29 Οκτωβρίου 1940. Ο τίτλος της: «Η Ελλάς εβρίσκεται από εχθές εις πόλεμον με την Ιταλίαν».
Όπως αναφέρει και το σχετικό άρθρο της εφημερίδας σήμερα, περιγράφοντας πώς είναι να ξημερώνει η ημέρα εκείνη το 1940 στην Ελλάδα: «Η ζωή είχε αλλάξει. Τα σινεμά και τα θέατρα, βεβαίως, λειτουργούσαν. Μπορούσε να διαλέξει κανείς χολιγουντιανές ταινίες στο «Αττικόν», στον «Εσπερο», στο «Παλλάς», στο «Πάνθεον», στο «Ρεξ», ή να πάει σε μια παράσταση, στο «Κοτοπούλη», στο «Αλάμπρα», στο «Αλίκη»… Η πόλη λειτούργησε, συγκοινωνίες, καταστήματα… αλλά με το που έπεφτε το σκοτάδι, «η πόλις πρέπει να πλέη σε βαθύ σκότος».
Το άρθρο συνεχίζει με μια αναφορά στην Ιωάννα Τσάτσου και το έργο της «Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης»: «χαράματα 28ης Οκτωβρίου, γύρισε ο Γιώργος από το υπουργείο. Εμεναν τότε στην οδό Κυδαθηναίων. Κάτω ο Σεφέρης, πάνω οι Τσάτσοι. «Με κοίταξε βουρκωμένος: “Εχουμε πόλεμο. Μόνο ο Θεός”. Το πρωί ήρθε στην εκκλησιά και στάθηκε πλάι μου σιωπηλός μπρος στην εικόνα του Χριστού. Ούτε αναμονή ούτε ετοιμασία. Μια μαζεμένη θλίψη, μα πάλι μια ελπίδα». Ο ίδιος ο Σεφέρης, στις «Μέρες», γράφει: «Κοιμήθηκα δυο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: “Εχουμε πόλεμο”. Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι».
Στα «Στιγμιότυπα», η Ελένη Βλάχου γράφει: «Κτύπησε το τηλέφωνο της κάμαράς μου μέσα στη νύκτα. Ηταν ο Βλάχος: “Ντύσου γρήγορα και βγες έξω. Στέλνω αυτοκίνητο να σε πάρει. Εχουμε πόλεμο”. Ηταν λίγο πριν από τις τέσσερις το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Ντύθηκα βιαστικά, βγήκα στο δρόμο και περίμενα. Γύρω εκεί στη σκοτεινιά, Μιμνέρμου και Ρηγίλλης, μια παράξενη σκηνή ξετυλιγότανε μέσα στη νύκτα. Σ’ αυτήν τη γειτονιά κατοικούσαν πολλοί άνθρωποι συνδεδεμένοι με την επικαιρότητα, πολιτικοί, στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι, και τα τηλέφωνά τους ήταν τα πρώτα που ξυπνήσανε. Τα άκουγες να κουδουνίζουν τριβελίζοντας επίμονα τη σιωπή, έως ότου κάποιος τα σήκωνε. Και τότε χρύσιζε ένα παράθυρο, και ύστερα το άλλο, όλο το πάτωμα ζωντάνευε, ανάβανε φώτα, ακουγόντουσαν φωνές και πάλι τηλέφωνα, και ήχοι που περνάνε απαρατήρητοι την ημέρα, τυλιγμένοι μέσα στην βοή της πόλης, παίρνανε νέες διαστάσεις. Τρίζανε τα παλιά παντζούρια, ανέβαιναν τα στόρια με ξερό ξύλινο κρότο, ανοίγανε τα παράθυρα, σκιές βγαίνανε στα μπαλκόνια, ανήσυχες φωνές δένανε τον έναν γείτονα με τον άλλον. Πόλεμος! Μέσα σε λίγα λεπτά η ζωή του καθενός είχε αναστατωθεί και κανείς δεν ήξερε τι τον περίμενε όταν θα ξημέρωνε».
Πηγή: https://www.eaete.gr/ από άρθρο της Καθημερινής
Photo https://www.kosnews24.gr/