ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΣΠΑΝΙΑ
συναντιέμαι με
λέξεις που ματώνουν,
με τη σάρκα ενός βράχου την άνοιξη,
ή με κάποιους ανθρώπους που σβήνουν άηχα, όπως υπήρξαν,
απέραντες θάλασσες
δίχως παφλασμό.
Έτσι, λέω,
ματώνουν κι οι λέξεις όταν
αντηχούν
τις πόλεις που παγώνουν στον χρόνο αγιάτρευτες,
το χειμωνιάτικο Ντιτρόιτ,
την Πάδουα των αποδημητικών,
το γυάλινο Πλόβντιβ/
με τη σκόνη των εραστών που
κρατιούνται από τα ρείθρα με σχοινιά να μην απογειωθούν
ή με τη βαριά κύφωση της μάνας μου,
που έρχεται στα όνειρα στητή
να μου πει πως έγιανε·
με κάτι τέτοια αλλάζουν οι συμπαγείς ζωές
προς μια θαμπή εικόνα ιστορίας,
μ’ έναν ιστό με πάχνη που λαμπυρίζει στο φως
ή με την πολύ πιο πικρή χωρική νηνεμία
μιας μέρας που πέρασε σαν ίσκιος και πάει.
24/06/2017
photo MasashiWakui / https://pixabay.com