Άγιον Όρος! Κάθε χρόνο, μετά την Εαρινή ισημερία… όταν το εκτυφλωτικό Φως της Ανάστασης του Θεανθρώπου διαχέεται παντού κι’ εμποτίζει βαθιά την Ορθόδοξη ζωή μας (ενώ έξω απ’ αυτήν επικρατεί το ζοφερό σκοτάδι της κυριαρχίας του θανάτου…), τα ψυχο/νοητικά μας αισθητήρια ανιχνεύουν την απαρχή… μιας «άλλης βιοτής, της αιωνίου…» [ 1 ] που ‘μόλις’ έχει ξεκινήσει! Τότε, μαζί με κάθε άλλη μεταμόρφωση του κόσμου, και οι έννοιες ‘ομορφιά’ και ‘ασχήμια’ σχετικοποιούνται… κι’ επαναπροσδιορίζονται επάνω σε άλλη ‘βάση’ εννοιολογική: αυτήν, που βλέπει την ομορφιά… απλά, ως Φως… και την ασχήμια ως Σκότος…! Κι’ ευθύς ανακαλείται στην μνήμη μου το αλησμόνητο συναπάντημα που είχα κάποτε μ’ έναν άνθρωπο: εξωτερικά, τερατόμορφον… αλλ’ εσώτερα, ‘καλλωπισμένον’ από μια φωτεινή ταπεινότητα… που τον έκανε ευσυμπάθητο!
Εκείνο το απόσπερο του Απριλίου ή Μαΐου (δεν θυμάμαι πια), μετά την ακολουθία του Αποδείπνου, κι’ ενώ υπήρχε ακόμα άπλετο φως στην Πλάση, είχα βγει από την Μονή για ένα έκτακτο διακόνημα… κι’ επέστρεφα στο κελλί μου για ξεκούραση, εν όψει της μεσονύκτιας αγρυπνίας. Μπαίνοντας στον αύλειο χώρο της Μονής και βαίνοντας προς την πτέρυγα των κελλιών, είχα μια έντονη διαίσθηση -χωρίς να στρέψω το βλέμμα προς επιβεβαίωση- ότι κάπου στο πετρόχτιστο πεζούλι, αριστερά του Ναού, καθόταν μόνος ένας επισκέπτης, και χωρίς να υπάρχει λόγος (αφού, μάλιστα, είχα καθυστερήσει) αισθάνθηκα έντονα μια εσώτερη ‘παρώθηση’ να τον προσεγγίσω…
Πλησίασα. Μπροστά μου ήταν ένα… ‘φοβισμένο ζωάκι’ (…), μαζεμένο σαν κουβάρι στο πεζούλι, και με κοίταζε εξεταστικά… με ένα και μοναδικό μάτι επάνω σ’ ένα αλλόκοτο πρόσωπο, ‘βγαλμένο’ σαν από εργαστήρι ανατομίας του Δόκτορα Φρανγκενστάϊν! Μια απερίγραπτη δυσμορφία… μπροστά στην οποία, ο ‘Κουασιμόδος’ της ‘Παναγίας των Παρισίων’ (από το ομώνυμο έργο του Βίκτωρος Ουγκώ) θα έμοιαζε σίγουρα… κούκλος! Όμως, πίσω από εκείνο το αποτρόπαιο θέαμα… διέκρινα ένα αθώο, πονεμένο πλάσμα… γεμάτο από πληγωμένα συναισθήματα, βυθισμένο μέσα σε μοναξιά και θλίψη αδιέξοδη, να κοιτάζει αισχυντηλά αυτούς που τον περιεργάζονταν (εκείνη την στιγμή, περνούσαν κάποιοι λαϊκοί αδελφοί που κρυφοκοίταζαν και χαζογελούσαν…) με περιφρόνηση, σχεδόν ‘φτύνοντας’ την εικόνα του με βλέμμα ειρωνικό…!
Ένοιωσα βαθύτατη συμπάθεια και έντονη παρώθηση να γνωρίσω τον ‘σημαδεμένο’ νέο. Έχοντας ήδη φτάσει μπροστά του και κοιτάζοντάς τον ‘κατάματα’ στο ένα και μοναδικό του μάτι, του προσέφερα το χέρι μου για χειραψία, χαιρετίζοντάς τον ευπροσήγορα: «Γεια-χαρά σου, παληκάρι! Πώς σε λένε…;». Πριν απαντήσει, με κοίταζε διερευνητικά μές στα μάτια χωρίς να μιλάει, κι’ αμέσως μετά άρχισε να ψιθυρίζει με φωνή ‘ραγισμένη’ από συγκίνηση:. «Πάτερ μου, σ’ ευχαριστώ… που, όσο μου μιλάς, με κοιτάζεις κατάματα, χωρίς ν’ αφήνεις τα μάτια σου να περιεργαστούν την ασχήμια μου!… Δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό… από τότε που έγινα φρικιό! Γιατί, Πάτερ, κάποτε ήμουν όμορφος… δεν ήμουν πάντα το τέρας που βλέπεις…»!
Ένοιωσα την καρδιά μου να ξεσκίζεται… αλλά συγκρατήθηκα, για να μην κλάψω. Χάϊδεψα πατρικά το κακοποιημένο κεφαλάκι του ‘Κουασιμόδου’ και του είπα, αληθεύοντας: «Γιαννάκη (είχε ήδη συστηθεί), εγώ κοιτώντας σε… βλέπω στο βλέμμα σου μόνο φως… ένα φως χλωμό από θλίψη… αλλά, πάντως, φως… μέσα σε μια καρδιά πικραμένη, αλλά γεμάτη καλωσύνη κι’ ευγένεια…! Αλήθεια σου λέω, καλό μου παιδί, δεν βλέπω πουθενά μέσα σου ασχήμια…! Μόνο η έξω εικόνα σου είναι κακοποιημένη… αυτή που, ούτως ή άλλως, παρακμάζει κι’ απανθίζει σύντομα…»! Με κοίταζε βουρκωμένος… και προσέθεσε: «Πάτερ, θέλεις να σου πω τί έχει συμβεί… και έγινα το ‘τέρας’ που βλέπεις…;!» – «Ναι, Γιαννάκη μου, θέλω να ξέρω… τί έγινε; πές μου…!».
«Είμαι από ένα ψαροχώρι της Χαλκιδικής. Ο μεγαλύτερος γιος μιας χήρας μάννας με εφτά μικρά αδέλφια. Ζούσαμε όλοι σε 2 δωμάτια, σε μια τρώγλη που έμπαζε από παντού ομίχλη, αέρα και σκόνη, στερημένοι κι’ απ’ το σκέτο ψωμί. Πήγα στρατιώτης και μ’ έτρωγε η κατάθλιψη… που δεν μπορούσα να δουλέψω, να βοηθήσω λίγο την δόλια μάννα μου και τ’ αδέλφια μου. Κι’ εκεί, πάνω στην σκοπιά… μου ‘έστριψε’ απ’ την απελπισία… κι’ έβαλα το όπλο μου κάτω απ’ το σαγόνι και πάτησα την σκανδάλη, και η σφαίρα μου τα ‘πήρε’ όλα: πηγούνι… μύτη… μάτι… μέτωπο… κι’ έγινα το τέρας που βλέπεις!». Ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει κι’ επιπλέον ένοιωθα κατάκοπος… αλλ’ έκρινα ότι ‘άξιζε τον κόπο’ να ‘περάσουμε σε άλλο επίπεδο’ (…), οπότε του είπα: «Θέλεις να πάμε στο Εξομολογητήριο, να μιλήσουμε πιο ήσυχα…;». Και είπε ναι…
Μπήκαμε στο Εξομολογητήριο. Φόρεσα το Πετραχήλι, έβαλα «Ευλογητός ο Θεός…» και καθήσαμε κοντά κι’ απέναντι ο ένας στον άλλον. Αυτός ήταν σιωπηλός, μόνο κοίταζε με μια σπίθα στο βλέμμα… του ενός και μοναδικού οφθαλμού του. Ό,τι είχε να πει… το είπε, και τώρα μόνον άκουγε. Άρχισα να μιλώ εγώ. Μίλησα για τον πρόσκαιρο βίο μας στην γη, με τα βάσανα και τις δοκιμασίες που επιτρέπει ο Θεός να συμβούν, για ν’ ασκηθούμε πνευματικά και να θεραπευτούμε ψυχικά…, είπα για την αιώνια-αθάνατη ζωή που μας αναμένει μετά τον βίο, στον Ουρανό… όπου πια δεν έχουν θέση ο πόνος και η θλίψη! Με άκουγε με ‘κομμένη ανάσα’, προδίδοντας αμήχανη κατάπληξη για όσα άκουγε. Είχε αποδεχτεί απελπισμένα την φρικώδη όψη του… θεωρώντας ότι τούτο είναι οριστικό, και τώρα άκουγε ότι αυτό μπορούσε ν’ αλλάξει…!
Δεν ‘τόρνευσα’ τα λόγια μου (για να κάνω δήθεν ‘ηπιότερη’ τη δυστυχία που προφανώς ένοιωθε, λόγω της δυσμορφίας του), προκειμένου να μην του δημιουργήσω εσφαλμένες εντυπώσεις για την δυσκολία του ‘εγχειρήματος’ (να γίνει κανείς Φως…)! Αλλά και δεν του έκρυψα ότι, είναι πραγματικά ‘στο χέρι του’ να γίνει, αν θελήσει, νοσταλγός κι’ επιδιώκτης αυτής της απίθανης υπαρξιακής προοπτικής… και, συν Θεώ, αποδέκτης αυτής της χαρισματικής μεταμόρφωσης…! Αρκεί, εφεξής, να επιλέξει να ζήσει με πίστη στον Χριστό και μετάνοια…! Και τότε, αναμφίβολα, θα έρθει η ευλογημένη στιγμή που η σκληρή αυτή πραγματικότητα (σωματική δυσμορφία του) θα λήξει όπως όλα τα βάσανα της γης: ακριβώς την στιγμή της εξόδου του από τον εγκόσμιο αυτό βίο, την στιγμή της εισόδου του στην άλλη, την υπερκόσμια ζωή…!
Γιατί, όλες οι παραχωρούμενες από τον Θεό (προς ΑΘΛΗΣΗ υπομονής…) ταλαιπωρίες μας σε αυτό τον κόσμο, τελειώνουν μαζί με τον εφήμερο βίο… για να δώσουν την σειρά τους, μετα-βιολογικά, στην αναδρομική ανάκτηση της ‘χαμένης’ ευτυχίας… και μάλιστα σε μια ποιο/ποσοτική αναβάθμιση που ποτέ δεν θα μπορούσαμε να είχαμε φαντασθεί! Αρκεί να φροντίσουμε να εισέλθει και ενσωματωθεί στην ψυχή μας το άγιο Φως του Χριστού…! Γιατί, αυτό το άκτιστο Φως που θα ‘απορροφήσουμε’ και θα μας ‘καταπιεί’ εκ των έσω… θα είναι η ακηλίδωτη ομορφιά μας εκεί, στην ‘αρυτίδωτη χώρα’ [ 2 ] του αδύτου Φωτός… όπου ο Ήλιος (ο Νοητός, της Δικαιοσύνης…) δεν ‘βασιλεύει’… ο Ουρανός δεν σκοτεινιάζει… κι’ η Μέρα δεν βραδιάζει ποτέ!
«Αλήθεια λες, πάτερ μου, δηλαδή θα ξαναγίνω όμορφος…;!» ρώτησε με αναζωπυρωμένη ελπίδα… ο συμπαθέστατος ‘Κουασιμόδος’. «Ναι, Γιαννάκη μου, εκεί… τότε… θα ξαναγίνεις όμορφος, θα γίνεις πολύ ωραιότερος… απ’ όσο ήσουν προτού η σφαίρα σε ασχημίσει, θα γίνεις ‘πανέμορφο… Φως’ και θα χαίρεσαι και θα σε χαίρονται…»! Την άλλη μέρα, μετά την Θεία Λειτουργία, ήρθε να μ’ αποχαιρετήσει πριν φύγει, και καθώς ασπαζόταν ευλαβικά το χέρι μου, ψιθύρισε: «Πάτερ μου, φεύγω… αλλά θέλω να ξανανταμώσουμε, στον Ουρανό, κάποτε, όταν θα έχω γίνει Φως… για να με καμαρώσεις όμορφο…»!
Ανακαλώντας απόψε στην μνήμη μου, την ανωτέρω εναργή ενθύμηση από το παρελθόν, με τον (εξωτερικά μεν δύσμορφο… αλλά -περιέργως πως- εσώτερα εύμορφο…) νεαρό ‘Κουασιμόδο’… δεν επιδιώκω τίποτα λιγότερο, από μία εντρύφηση σε συμπροβληματισμό Ορθόδοξης ανθρωπολογίας… όπου μια άλλη διάσταση της ‘ασχήμιας’ και της ‘ομορφιάς’…! Για έναν μετα-βιολογικό ρεαλισμό ενός άλλου κόσμου… όπου η ευ-μορφία εννοείται (μόνον εκεί…) ως «ημέρα αβράδιαστη…» παραπέμποντας σ’ ένα άλλο Φως… πέρ’ απ’ το ηλιακό ή το ηλεκτρικό!… Η δε δυσ-μορφία εννοείται (πάντα και μόνον εκεί…) ως «νύχτα αξημέρωτη…» [ 3 ] παραπέμποντας σ’ ένα διαφορετικό έρεβος… πέρ’ απ’ το νυχτερινό κι’ αισθητό, του εφήμερου κόσμου τούτου!…
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[ 1 ] «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου απαρχήν, και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον ευλογητόν των Πατέρων, Θεόν και υπερένδοξον».
(7η Ωδή του Αναστάσιμου Ασματικού Κανόνος)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Γιορτάζουμε τον θάνατο του θανάτου… και την ανατροπή της εξουσίας του Άδου, εγκαινιάζοντας την αρχή μιας άλλης – αιώνιας ζωής, και σκιρτώντας χαρούμενα υμνούμε Εκείνον που έγινε αίτιος αυτής μας της χαράς: δηλαδή, τον ευλογημένο και υπερένδοξο Θεό των Πατέρων μας!
———————————
[ 2 ] «Σε χώρα μακρυνή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι…» (Οδυσσέας Ελύτης, ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ.)
———————————
[ 3 ] «Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα / γλυκοχάραμ’ αυγής είναι πέρα / κι’ αντί νά΄ρθει μια νύχτ’ αξημέρωτη / ξημερώνει μι’ αβράδιαστη μέρα…;!;» (Γ. Βερίτης: «Τί λοιπόν…;»)
Ως «νύχτα αξημέρωτη…» αποδίδει ο μέγας Νεοέλληνας Ποιητής μας (Γ. Βερίτης) το άκτιστο εμπειρικό ΣΚΟΤΑΔΙ… που υπάρχει έξω από το ΦΩΣ της Βασιλείας του Θεού, το «εξώτερο σκότος» (Ματθ. 25, 30) που ‘λούζεται’ κάθε ψυχή, η οποία επέλεξε να ΜΗΝ ‘εισέλθει’ ποτέ στην ‘θέα’ της άκτιστης θεϊκής δόξας! Αντίστοιχα, ως «αβράδιαστη μέρα…» αποδίδει το -επίσης άκτιστο- εμπειρικό ΦΩΣ… που καταυγάζει δοξαστικά την Ουράνια Βασιλεία, ‘φωτο-λούζοντας’ και καθεμιά απ’ τις ψυχές που επέλεξαν να ‘εισέλθουν’ στην ‘θέα’ της θεϊκής δόξας…!