Σήμερα έγινε και το μνημόσυνο του παππού. Δεν στεναχωρηθήκαμε, έφυγε πλήρης ημερών. Τον αποχαιρετήσαμε όπως άξιζε σε έναν βετεράνο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε ένα γαλήνιο τέλος, έναν χρόνο, δύο μήνες και πέντε ημέρες μετά το θάνατο της γιαγιάς, ο οποίος του στοίχησε τόσο πολύ, καθώς η αγάπη του γι’ αυτήν άγγιζε τα όρια της λατρείας. Αυτός ήταν ο λόγος ο οποίος μετρούσε την κάθε μέρα της απουσίας της. Στον μακρόχρονο έγγαμο βίο τους, ο οποίος κράτησε πενήντα εννέα χρόνια, μεγάλωσαν παιδιά και είδαν εγγόνια και δισέγγονα. Όλο αυτό το ανθρωπομάνι συνοδευόταν παρέα με κατοικίδια, τα οποία έφερναν βόλτες, πάνω-κάτω, συνέχεια μέσα στην αυλή, όπως ο μικροσκοπικός αλλά πανέμορφος σκύλος Όσκαρ, ο οποίος χωρούσε μέσα σε δύο χούφτες. Έκανε το λιοντάρι μέσα από την περίφραξη της αυλής και έκλαιγε σαν νεογέννητο μωρό στην θέα μίας γάτας ή ενός μεγάλου σκύλου, καλώντας μας να τον πάρουμε αγκαλιά τις στιγμές που τον βγάζαμε βόλτα.
Εγώ ήμουν ο αγαπημένος του εγγονός, γι’ αυτό και κληρονόμησα μετά τον θάνατό του το οίκημα με όλη την αυλή. Η αλήθεια ήταν πως το σπίτι το οποίο διέμενε ο παππούς ήθελε καθαριότητα και συμμάζεμα. Ήμουν έτοιμος να δώσω αυτήν την μάχη. Προπάντων ήταν γεμάτο αναμνήσεις, αποτυπωμένες σε παμπάλαιες φωτογραφίες, αρχειοθετημένες σε τοίχους και συρτάρια, από τα νιάτα τους ως τα γεράματά τους, μαζί και με όλες τις φωτογραφικές εικόνες των οικείων τους προσώπων μέσα από όλες τις φάσεις της ζωής τους. Ο παππούς πρόλαβε και έζησε σε πολλές διαφορετικές ιστορικές περιόδους της Βρετανίας. Αυτός ήταν ο λόγος που στην πρώιμη εφηβεία μας εγώ και τα ξαδέρφια μου τον αποκαλούσαμε αστειευόμενοι “αρχαίο”. Ευθύς αμέσως ο παππούς μάς απαντούσε πάντα με ένα πλατύ αφοπλιστικό χαμόγελο. Μάλιστα όταν ήμασταν ακόμη πιο μικροί παρουσιαζόταν μπροστά μας με έναν στρατιωτικό χαιρετισμό. Τότε φαινόταν, ακόμη και όταν ήταν γύρω στα εξήντα πέντε, το λυγερό, ψηλό λεβέντικο κορμί του, το οποίο υπηρέτησε την πατρίδα τόσο γενναία στην Ευρώπη, στα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου, εναντίον των Γερμανών στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρόλα αυτά δεν μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις αιμοδιψή και αιμοβόρο, έστω κι αν τις πρώτες ώρες του πολέμου κατατάχτηκε με ενθουσιασμό και ένοιωσε μίσος για ανθρώπους τους οποίους δεν γνώριζε. Η προπαγάνδα τον είχε κυριεύσει, όπως τους πάντες εκείνο τον καιρό. Η απογοήτευση και η αηδία για τον πόλεμο δεν άργησε όμως να έρθει, όταν το φθινόπωρο τον βρήκε σε ένα λασπωμένο, άθλιο χαράκωμα ενός φλαμανδικού χωριού.
Το βράδυ, πάντα συγκινημένος μέσα στον ναό της ευρύτερης οικογένειάς μου, είχα καταφέρει να συγυρίσω όλο το σπίτι. Βαθιά φυλαγμένο καλά σε ένα ντουλάπι με τιμαλφή· άθικτο από τον χρόνο, ανακάλυψα έναν θησαυρό· κρυμμένο σε μία εσοχή της παλιάς βιβλιοθήκης στην μικρή κρεβατοκάμαρα. Ήταν ένα βιβλίο μισοτυλιγμένο σε χαρτί, σε αρκετά καλή κατάσταση, μαζί με έναν σχετικά παχύ φάκελο γεμάτο με φωτογραφίες από την ημέρα της ανακωχής των Χριστουγέννων του 1914. Με έκανε αμέσως να νοιώσω περήφανος ως εγγονός του αλλά και ως Βρετανός, για την ανθρωπιά την οποία επέδειξε ο παππούς μου τα Χριστούγεννα του 1914 στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Για την εν λόγω ιστορία είχε μιλήσει πρώτη φορά σε μένα, στον μεγαλύτερο αδερφό μου, όπως επίσης και στα ξαδέρφια μου, όταν ήμασταν μικρά, αλλά δεν καταλάβαμε και πολλά. Το μόνο που θυμόμασταν από εκείνη την ιστορία ήταν τα δακρυσμένα γαλάζια μάτια του, και τον λόγο του, ο οποίος έβγαινε από το στόμα του γεμάτος συγκίνηση. Κατόπιν μας μιλούσε σποραδικά, όσο μεγαλώναμε, για την ανακωχή των Χριστουγέννων του 1914, δηλώνοντας εμφατικά την σημασία της στα παγκόσμια χρονικά. Τα γεγονότα εκείνα τα οποία διαδραματίστηκαν τα Χριστούγεννα του 1914 στα χαρακώματα της Ευρώπης, όντως ήταν μία ιστορία η οποία θα μνημονευόταν στους αιώνες. Ήταν ένα αυθόρμητο γεγονός ανθρωπιάς και συμφιλίωσης των φαντάρων και των χαμηλόβαθμων αξιωματικών. Εκεί όπου βασίλευαν ο θάνατος κι ο φόνος· ήταν αδιαμφισβήτητα ένα γεγονός ανώτερο ακόμη και από την ιστορία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, βάζοντας μέσα όλους τους ήρωες μαζί, όλους τους νεκρούς, ακόμη και όλους τους στρατηγούς, οι οποίοι οδήγησαν στην σφαγή εκατομμύρια νέους από όλον τον πλανήτη. Ένας πόλεμος ο οποίος όλοι πίστευαν όταν ξεκινούσε πως κατά ένα μαγικό τρόπο θα σταματούσε όλους τους πολέμους.
Ο φάκελος περιείχε μέσα φωτογραφίες με φαντάρους σε κλίμα ευφορίας, μέσα στην ασχήμια τους από τις κακουχίες, παρά ταύτα όμορφους, και από τα δύο στρατόπεδα, Βρετανούς και Γερμανούς. Αν μία μέρα πριν τολμούσαν να σηκώσουν το κεφάλι τους δέκα εκατοστά πάνω από την κάλυψη του χαρακώματος, διέτρεχαν τον κίνδυνο να σκοτωθούν από τους εχθρούς, οι οποίοι σήμερα τόσο αναπάντεχα ήταν οι φίλοι τους. Αλλά ποιοι ήταν εδώ οι εχθροί; Σε αυτές τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες δεν έβλεπες το παραμικρό μίσος στα πρόσωπα των φαντάρων και των δύο στρατοπέδων, οι οποίοι κατά τ’ άλλα έπρεπε να έχουν απύθμενο μίσος μεταξύ τους, καθώς ο ένας είχε εκπαιδευτεί για να σκοτώνει τον άλλο. Αυτή η ιστορία αξίζει να γίνει γνωστή από πολλές πηγές και από όλες τις πλευρές. Δεν πρέπει να ξεχαστεί σε καμία των περιπτώσεων. Τότε όλοι αυτοί οι φαντάροι, αν δεν ήταν τόσο μαζικό το κίνημά τους και οι στρατοί και από τις δύο πλευρές δεν κινδύνευαν να χάσουν αξιόλογα και πολλά στελέχη, αν δηλαδή στην ανακωχή των Χριστουγέννων του 1914 συμμετείχαν μόνο μερικές δεκάδες φαντάρων και χαμηλόβαθμων αξιωματικών, αυτοί οι δεκάδες θα καταδικάζονταν για εσχάτη προδοσία και δικαζόμενοι από το στρατοδικείο θα εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες.
Εκεί που κοιτούσα αυτές τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες ντοκουμέντο ανθρωπιάς και συναδέλφωσης των λαών, μου ήρθε η ιδέα να καταγράψω σε κασέτες ένα ηχητικό αφήγημα, χωρίς να τοποθετώ ως πρωταγωνιστή τον εαυτό μου, ο οποίος θα διηγείται μία ιστορία του παππού του. Είπα λοιπόν να βάλω ως πρωταγωνιστή τον παππού μου, ο οποίος θα διηγείται με την δική μου φωνή την δική του ιστορία. Τούτο είναι κάτι απίστευτα αναζωογονητικό σήμερα που θυμόμαστε την μνήμη του. Πιστεύω πως από κει ψηλά που βρίσκεται θα συγκινηθεί αφάνταστα με την πράξη μου αυτή και θα νοιώθει υπερήφανος για μένα.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων του 1914. Βρισκόμουν μέσα σ’ ένα λασπωμένο χαράκωμα στην Ευρώπη, σκαμμένο σε ένα φλαμανδικό χωράφι γεμάτο ομίχλη. Απέναντι, στα εβδομήντα μέτρα ήταν οι Γερμανοί, και αυτοί μέσα στο δικό τους λασπωμένο χαράκωμα. Ζούσαμε μέσα στην βρωμιά και την δυσωδία σαν τα ποντίκια. Η μεγαλύτερη ήττα όμως ήταν πως είχαμε αποδεχτεί την οικτρή μας μοίρα. Το ενδιάμεσο διάστημα, με τα συρματοπλέγματα, λεγόταν ουδέτερη ζώνη. Δεν ξέραμε γιατί έπρεπε να μισούμε τους άλλους, αλλά πολεμούσαμε μεταξύ μας με λύσσα. Οι νεκροί και οι τραυματίες και των δύο κολοσσιαίων αντίπαλων στρατών ανέρχονταν σε χιλιάδες, μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων του 1914. Το οδυνηρότερο γεγονός όμως συνέβη όταν ένας δικός μας, μετά την αποτυχημένη επίθεση εναντίον των Γερμανών, ξέμεινε στην ουδέτερη ζώνη τραυματισμένος. Επί εικοσιοκτώ ώρες ψυχορραγούσε. Κάποια διαστήματα σταματούσε. Τότε όλοι υποθέταμε πως πέθανε και ηρεμούσαμε κάπως. Όσο μπορεί να ηρεμήσει κανείς μέσα στην φρίκη του πολέμου. Μετά άρχιζε πάλι έναν οδυρμό σαν μοιρολόι, σαν κλάμα βρέφους που χάνει την μάνα του. Ήταν αγκάθι μέσα στην καρδιά! Όλες αυτές τις ώρες κοιτούσαμε συνεχώς τα ρολόγια μας, κάθε λεπτό. Μέχρι που το κλάμα του έγινε όλο και πιο αδύναμο, φτάνοντας να ακούγεται σαν ψίθυρος, ώσπου έσβησε ολοκληρωτικά. Μα τώρα τι σημασία είχαν όλα αυτά, πλησίαζαν τα Χριστούγεννα!
Ήμουν στην σκοπιά του χαρακώματος από τις δέκα έως τις δώδεκα την παραμονή των Χριστουγέννων του 1914. Η θερμοκρασία ήταν στους μείον τέσσερις βαθμούς. Αν με έπαιρνε ο ύπνος θα πήγαινα κατευθείαν σαν ένα κομμάτι κρέας στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αυτές τις δύο ώρες θυμόμουν συνεχώς τον μπαμπά μου, την οικογένειά μου και την κοπέλα μου, όπως επίσης και τις σπουδές μου τις οποίες διέκοψα γι’ αυτόν τον αναθεματισμένο πόλεμο. Ο πατέρας μου γι’ αυτήν την μέρα έφτιαχνε με τη δική του συνταγή γλυκό κρασί. Τη συνταγή την είχε μάθει από τον δικό του πατέρα. Την φύλαγε μέσα σε μία παμπάλαια Καινή Διαθήκη η οποία ήταν όπως έλεγε ο ίδιος, οικογενειακό κειμήλιο. Τότε συγκεντρωνόμασταν όλοι μας, από το πιο μεγάλο ως το πιο μικρό μέλος των Κιτς και πίναμε το κρασί γουλιά γουλιά, δίπλα στο μεγάλο αναμμένο τζάκι του σαλονιού. Έπειτα ανταλλάσαμε όλοι αναμεταξύ μας δώρα, κάτω από το δέντρο των Χριστουγέννων.
Είχα κάνει κι άλλες βραδινές σκοπιές. Δεν το κρύβω πως φοβόμουν αρκετά τούτες τις ώρες. Αυτήν την φορά όμως με είχε συνεπάρει μία γλυκιά ηρεμία. Μία χαρμολύπη υπήρχε τούτη την στιγμή μέσα στην καρδιά μου, σαν μία απέραντη γαληνεμένη θάλασσα μέσα στο χειμώνα. Μία προσδοκία για κάτι το καλό. Ναι λοιπόν! Κάτι καλό θα ερχόταν, δεν ήξερα από πού και με ποιον τρόπο, αλλά κάτι καλό θα ερχόταν! Κοίταξα το ρολόι· ήταν δώδεκα ακριβώς. Είχαν έρθει τα Χριστούγεννα!!!
Όταν το ρολόι έδειξε δώδεκα ακριβώς μία φωτοβολίδα εκτοξεύτηκε από το χαράκωμα των Γερμανών και πέρασε ακριβώς από πάνω μας. Αμέσως φώναξα με δύναμη και ένταση: «Όλοι στα όπλα σας! Γρήγορα! Αμέσως! Τώρα! Γρήγορα!» και τα όπλα όλων των συντρόφων μου στόχευαν το αντίπαλο χαράκωμα. Τότε είδαμε στην ουδέτερη ζώνη, ένα με δύο μέτρα από το χαράκωμα των Γερμανών, φαντάρους με φαναράκια Χριστουγέννων στα χέρια τους, και ακούσαμε τους εχθρούς μας να ψάλουν την Άγια Νύχτα στα αγγλικά, με βαριά γερμανική προφορά. Ήταν μία μεγάλη, ελπιδοφόρα έκπληξη για μας. Αρχίσαμε να γελάμε από την χαρά μας σαν παιδάκια του νηπιαγωγείου. Ένοιωσα πως το προαίσθημά μου βγήκε αληθινό! Ναι! Δεν είχα κάνει λάθος! Ακόμη και μέσα στην φρίκη του πολέμου το πνεύμα των Χριστουγέννων ζούσε, επιβίωνε, μεγαλουργούσε και αξιολογούμενο ύστερα από χρόνια έγραψε ιστορία. Αμέσως ανταποδώσαμε φωνάζοντας ευχές προσθέτοντας σε κάθε μία από αυτές ένα Γερμανικό όνομα. Το ίδιο έκαναν και οι Γερμανοί. Αντί να ακούγονται πυροβολισμοί, αυτήν την φορά ακουγόταν με συμπάθεια τα εξής λόγια: «Καλά Χριστούγεννα Φριτς!» «Καλά Χριστούγεννα Τόμας!» «Ευτυχισμένα Χριστούγεννα Χανς!» «Καλά Χριστούγεννα Ουίλιαμ!». Η νύχτα των Χριστουγέννων κύλησε χωρίς πυροβολισμούς. Και εμείς και αυτοί την σεβαστήκαμε όπως της άξιζε.
Ανήμερα των Χριστουγέννων ξυπνήσαμε με ανεβασμένη τη διάθεση μετά κι από το μεσονύχτιο περιστατικό. Ξαφνικά μία ιδέα ήρθε στον Τζόζεφ· να πετάξουμε μία τυλιγμένη πουτίγκα στους Γερμανούς, ως δώρο Χριστουγέννων. Τότε ο Τζόζεφ πήρε την πουτίγκα και την πέταξε προσεκτικά, για να μη βγουν τα χέρια του και το κεφάλι του από τα χαρακώματα. Ήταν ακόμη ο πόλεμος που λυσσομανούσε ανάμεσά μας! Το γνωρίζαμε όλοι πολύ καλά! Ήμασταν καχύποπτοι! Ο Τζόζεφ έπειτα φώναξε δυνατά: «Καλά Χριστούγεννα!». Περιμέναμε για λίγο! Λέγαμε μεταξύ μας διάφορα αστεία, ένεκα της ημέρας, μέσα στο χαράκωμα, ξεχνώντας σιγά σιγά το σκοπό μας, επειδή είχε αρχίσει να μας συνεπαίρνει το κλίμα της ημέρας. Όλα είχαν ξεκινήσει από το μεσονύχτιο γεγονός. Ξαφνικά ακούμε από απέναντι· πάντα με βαριά γερμανική προφορά «Καλά Χριστούγεννα!». Δεν μπορούσαμε να το συνειδητοποιήσουμε! Η ευφορία γινόταν στιγμή με την στιγμή όλο και πιο μεγάλη. Νοιώθαμε τις καρδιές μας να φτερουγίζουν! Ένας γεροδεμένος, τριαντάρης Σκοτσέζος, ο Ουίλιαμ, τραχύς και απότομος στους τρόπους και στο φέρσιμο, με όλους και με όλα, έτοιμος πάντα για φασαρία, έκανε σαν κατσικάκι μέσα σ’ αυτό το εορταστικό κλίμα. Βρήκε λοιπόν ένα χαρτόνι και έγραψε πάνω σε αυτό με λάσπη «Καλά Χριστούγεννα!». Το σήκωσε προσέχοντας τα χέρια του, σε τέτοιο σημείο όμως για να το δουν οι Γερμανοί, οι οποίοι ακόμη μία φορά απάντησαν στο κάλεσμά μας κάνοντας μας τρισευτυχισμένους.
Ξαφνικά βλέπουμε έναν Γερμανό να έρχεται μέσα από την ουδέτερη ζώνη προς το χαράκωμα μας· άοπλος, με τα χέρια ψηλά. Ο δεκανέας φώναξε αμέσως: «Όλοι στα όπλα σας!». Εμείς κινητοποιηθήκαμε άμεσα. Στοχεύσαμε όλοι τον Γερμανό! Του φωνάξαμε δυνατά να σταματήσει! Αυτός όμως προχωρούσε με αργόσυρτα βήματα και σηκωμένα τα χέρια. Έφτασε στα συρματοπλέγματα μας. Κοντοστάθηκε για λίγο εκεί. Ο δεκανέας μας ξέχασε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα την στρατιωτική του εκπαίδευση και ακολούθησε το πρόσταγμα της ημέρας. Βγήκε από το χαράκωμα και πήγε να συναντήσει τον Γερμανό. Εμείς ήμασταν σαστισμένοι και επιφυλακτικοί. Δεν γνωρίζαμε τι έπρεπε να πράξουμε. Στην σύντομη κουβέντα μας πριν βγει από το χαράκωμα του είπαμε να μην το κάνει. Ο Μπιλ όμως, ήρεμος, ψηλός, με αρχοντική στόφα, κοκκινομάλλης φοιτητής από το Εδιμβούργο, βγήκε από το χαράκωμα άοπλος και με αργά βήματα πήγε στα συρματοπλέγματα, προς το μέρος που στεκόταν ο Γερμανός, για να τον συναντήσει. Μείναμε έκπληκτοι και ανακουφισμένοι όταν αντάλλαξαν μία θερμή χειραψία οι δυο τους και είπαν ο ένας στον άλλο «Καλά Χριστούγεννα». Ήταν μία ανεπανάληπτη σκηνή, την οποία είχαμε ξεχάσει εδώ στον πόλεμο. Δεν ήταν πλέον δύο εχθροί! Ήταν απλά δύο άνθρωποι οι οποίοι τιμούσαν την πιο άγια μέρα της Χριστιανοσύνης, με όλα όσα πραγματικά πρέσβευε η διδασκαλία του Χριστού για την ανθρωπότητα. Τώρα αυτήν την στιγμή γινόταν πράξη όλες οι διδαχές από την Αγία Γραφή, σε αυτούς τους δύο άνδρες, σε ένα λασπωμένο φλαμανδικό χωράφι, πάνω από τα συρματοπλέγματα της ουδέτερης ζώνης, που χώριζαν δύο κολοσσιαίους στρατούς, έτοιμους να πνίξουν στο αίμα ο ένας τον άλλον.
Εντωμεταξύ και εντελώς αυθόρμητα, από τα δικά μας χαρακώματα αλλά κι από τα χαρακώματα των Γερμανών, άρχισαν να βγαίνουν ένας ένας οι στρατιώτες, με το χαμόγελο στα χείλη, σαν σχολιαρόπαιδα την ώρα του διαλλείματος. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα η ουδέτερη ζώνη να γεμίσει Βρετανούς και Γερμανούς στρατιώτες, οι οποίοι συνομιλούσαν καταστρέφοντας στην στιγμή τα εμπόδια της κουλτούρας, της γλώσσας και τέλος της έχθρας. Οι συνομιλίες γινόταν κυρίως με νοήματα. Κάποιοι όμως Γερμανοί ήξεραν αγγλικά, όπως επίσης υπήρχαν και Βρετανοί οι οποίοι γνώριζαν γερμανικά. Αυτοί ήταν οι πιο γραμματιζούμενοι και οι πιο κατάλληλοι για την περίσταση της ημέρας.
Στην ουδέτερη ζώνη εκείνη την στιγμή διαδραματίστηκαν ίσως κάποια από τα πιο αξιολάτρευτα και αξιομνημόνευτα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. Ένας Γερμανός κουρέας ξύρισε τρεις Βρετανούς στρατιώτες. Χωρίς κανένα φόβο οι δικοί μας πρόσφεραν το λαιμό τους στο ξυράφι του. Οι Γερμανοί μας έφεραν κρασί. Πίναμε ανακατεμένοι εμείς και οι εχθροί μας. Τσουγκρίζαμε τα μπουκάλια μας και κάναμε προπόσεις αναμεταξύ μας, άδολα, χωρίς κακία, έχοντας ξεχάσει για λίγο τον θάνατο, τον οποίο ήθελε να προκαλέσει ο ένας στον άλλο μερικές ώρες πριν. Οι αναμνηστικές φωτογραφίες έβγαιναν η μία μετά την άλλη, με άνδρες κι από τα δύο στρατόπεδα. Ήταν σαν να είχαν ζωγραφιστεί από τον καλύτερο καλλιτέχνη, χαμογελαστά και ειρηνικά πρόσωπα. Μέχρι και τα μάτια μας γελούσαν από την χαρά! Ο Φριτς, ένας πολύ νέος Γερμανός στρατιώτης, ο οποίος φορούσε μία κουκούλα που κάλυπτε όλο το κεφάλι, εκτός από το όμορφο πρόσωπό του, άρχισε να γυρνάει όλη την ουδέτερη ζώνη και να παίζει με τα χέρια του τρεις μπάλες. Τις κρατούσε όλες ταυτόχρονα στον αέρα. Παράλληλα τραγουδούσε, κάτι που εμείς οι Βρετανοί δεν καταλαβαίναμε αλλά μας φαινόταν αστείο. Ένας ζογκλέρ στις χώρες μας δεν θα προξενούσε μεγάλη εντύπωση. Εδώ όμως το κατόρθωμά του μπορώ να πω πως μας εντυπωσίασε όλους! Μας έκανε πιο χαρούμενους!
Μέσα από την ομίχλη, χωρίς καλά καλά να τον καταλάβουμε εμφανίστηκε ένας από τους αξιωματικούς μας. Τότε όλοι μας σταθήκαμε σε στάση προσοχής κι οι Γερμανοί σοβάρεψαν αμέσως. Ήμασταν έτοιμοι να δεχτούμε την χειρότερη και σοβαρότερη επίπληξη. Κοκαλωμένοι περιμέναμε τα σκληρά του λόγια, τα οποία πιστεύαμε πως θα διέλυαν το κλίμα που είχαμε δημιουργήσει με τους Γερμανούς, ανήμερα των Χριστουγέννων. Επίσης νομίζαμε πως αν ήθελε αυτός ο λοχίας να μας δώσει στους ανωτέρους, ήμασταν σίγουρα έτοιμοι για το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο λοχίας ήταν τυλιγμένος με την μακριά στρατιωτική καμπαρντίνα του, κι όλο και μας πλησίαζε. Έφτασε σχεδόν δίπλα μας. Προς ευχάριστη έκπληξη για όλους μας, Βρετανούς και Γερμανούς, δεν έδειχνε νευριασμένος. Όταν προσέγγισε την παρέα μας άνοιξε την καμπαρτίνα του διάπλατα. Τότε εμφανίστηκαν δύο μπουκάλια ρούμι στις τσέπες του παντελονιού του και φώναξε δυνατά χαμογελώντας: «Καλά Χριστούγεννα!». Αμέσως όλοι σαν φίλοι από τα παλιά, αρχίσαμε να φωνάζουμε, να γελάμε και να πίνουμε με χαρά απ’ τα μπουκάλια του λοχία. Όλα έμοιαζαν σαν να μην ήμασταν στο Μέτωπο, αλλά σε μία παιδική χαρά για ενήλικες. Κατόπιν ανταλλάξαμε δώρα μεταξύ μας, καπνό, αλκοόλ, κονσέρβες και κράνη. Τα πάντα φαινόταν σαν να είχαν σχεδιαστεί από τον ίδιο το Θεό! Ήταν σαν να μην ήθελε να δει το αίμα να ρέει μέσα στις λάσπες, την ημέρα της γέννησης του υιού Του!
Όταν έφτανε το τέλος των Χριστουγέννων, κατά την διάρκεια του απογεύματος, ένας δικός μας έφερε μία μπάλα ποδοσφαίρου στην ουδέτερη ζώνη. Τα συρματοπλέγματα για πρώτη φορά και δυστυχώς για τελευταία, χρησίμευσαν για αυτοσχέδια τέρματα. Εμείς οι Βρετανοί ήμασταν αντίπαλοι με τους Γερμανούς. Τώρα όμως διασκεδάζαμε με την αντιπαλότητά μας. Κλωτσούσαμε την μπάλα και τρέχαμε συνεχώς πάνω-κάτω, μέσα στην ουδέτερη ζώνη, ξεχνώντας πως αυτή ήταν ένα περιβόλι θανάτου. Τα πάντα κυλούσαν γαλήνια. Ήμασταν απλά συνδαιτυμόνες σε ένα Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν. Το απολαμβάναμε! Εκείνη την μέρα δεν ήμασταν σίγουρα στρατιώτες!
Όλως τυχαίως, μέσα σε αυτό το κλίμα ευφορίας έπιασα κουβέντα με έναν μετρίου αναστήματος μελαχρινό, με πράσινα μάτια, Γερμανό κτηνίατρο από το Αμβούργο, του οποίου η αύρα εξέπεμπε καλοσύνη. Δεν ήταν παντρεμένος και λάτρευε τα ζώα. Το ονοματεπώνυμό του ήταν Βόλφγκανγκ Μαν. Πριν γίνει στρατιώτης είχε επισκεφτεί την Αφρική για να διευρύνει τις γνώσεις του σε σχέση με την επιστήμη του. Μου προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση όταν μου μίλησε, με χαμηλής ποιότητας αγγλικά και με βαθιά συγκίνηση, για το μικροσκοπικό, σκανδαλιάρικο σκυλάκι του, τον Όσκαρ. Τον φρόντιζαν η αδερφή του με την μητέρα του, όσο αυτός απουσίαζε στον πόλεμο ή θα τον υιοθετούσαν σε περίπτωση που σκοτωνόταν. Μου έδειξε μία φωτογραφία του. Κατόπιν μου έδωσε να καταλάβω, με μία δόση ταραχής στο πρόσωπό του, πως δεν ήθελε να σκοτώνει ανθρώπους. Πως ο πόλεμος ήταν ό,τι χειρότερο του είχε τύχει στην ζωή του. Τότε του υποσχέθηκα πως θα υιοθετήσω, όποτε μπορέσω, ένα σκυλάκι της ίδιας ράτσας σε περίπτωση που επιστρέψω στην πατρίδα μου. Τον αγκάλιασα και με νοήματα, του είπα να προσεύχεται, για να πάνε όλα καλά. Πράγματι· μερικές ώρες πριν δεν πίστευα πως θα έρθω τόσο κοντά με έναν αντίπαλό μου, μέσα στην φρίκη του πολέμου. Άρα υπήρχε έστω κι ένας κόκκος ανθρωπιάς κι ελπίδας ακόμη!
Εκείνη την στιγμή πατάω το στοπ στο κασετόφωνο. Αμέσως σταματώ την υποτιθέμενη διήγηση του παππού μου. Με μία λάθος κίνηση των χεριών μου μού πέφτει το βιβλίο στο πάτωμα. Ήταν το βιβλίο ενός Γερμανού χαμηλόβαθμου αξιωματικού του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μεταφρασμένο στα αγγλικά. Το σήκωσα αμέσως και το ξετύλιξα. Ενστικτωδώς διάβασα τον τίτλο και τον υπότιτλο:
«Χριστούγεννα 1914 στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα καλύτερα της ζωής μου.»
Όταν έκλεινα το βιβλίο, το μάτι μου έπεσε σε ένα σημείωμα με ξεθωριασμένο σχεδόν μελάνι, μέσα σε αυτό. Το ξανάνοιξα και τότε βλέπω με έκπληξη μία ιδιόχειρη σημείωση. Κατάφερα και την διάβασα. Είχε την υπογραφή του παππού μου. Θα την μεταφέρω σε εσάς όπως την έγραψε:
«Χριστούγεννα 1914 στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και για μένα Γερμανέ φίλε ήταν τα καλύτερα της ζωής μου. Μόνο και μόνο για ’κείνη την μέρα πρέπει να φωνάξουμε όλοι μαζί δυνατά: Ζήτω η Ευρώπη των λαών!»
Image: Wikipedia