Φορούσε απάνω της μονίμως μακριά μαύρη ζακέτα ίσαμε τα γόνατα και κράταγε ανάμεσα στο δείκτη και το μέσο αποτσίγαρο Καρέλια. Καθότανε στο καφενείο με σκυμμένο το κεφάλι. Απότομα το τίναζε απάνω, σαν κάτι να της είχε γρατζουνίσει το μυαλό. Έπινε τον καφέ της-ελληνικό πάντα στη χόβολη- με όρεξη και σου ‘λέγε για τον καιρό. Ξάφνου, σταμάταγε και κοίταζε απέναντι με άδεια μάτια, όπως κοιτάζει κάποιος που αφουγκράζεται.
Αλλοπαρμένη τη φωνάζουν στο χωριό. Είν’ έτσι εδώ και δεκαπέντε χρόνια αφότου έζησε τον αδερφό της- αμούστακο παιδί ακόμη- να παραδέρνει μέρες πολλές μες στα κλινοσκεπάσματα από την παλιαρρώστια, να έχει καταντήσει πιο αδύνατος κι από σκιά και να σφαδάζει από τους πόνους με τεντωμένες των ματιών τις κόγχες για ένα μήνα. Το τελευταίο βράδυ ένιωσε το βλέμμα του καρφί βαθιά στο υπογάστριο καθώς την έπαιρνε ο ύπνος. Ήταν ανάλαφρος μέσα στα χειμωνιάτικα του ρούχα και έτρεχε λέει σε δρόμο αέρινο, απελευθερωμένος. Και προπαντός χαμογελούσε, αχ, πως χαμογελούσε.
“Θα πεθάνει ο Γιώργης απόψε.” πετάχτηκε ιδρωμένη.
Και πράγματι την ίδια νύχτα ο αδερφός της πέρασε απέναντι. Τον έκλαψε σαράντα μέρες γοερά.
Την ώρα του μνημόσυνου μπήκε πετώντας μες στην εκκλησιά ένα γκρίζο περιστέρι. Άνοιξε τα φτερά και στάθηκε θαρρείς μετέωρο για λίγα κλάσματα μπροστά στο εκκλησίασμα.
Το κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα και τρίχες σηκωμένες.
“Είναι αυτός,-ψιθύρισε στη θειά της-“είναι αυτός.”
“Σώπα βρε κόρη μου, ένα μονάχα περιστέρι είναι”
Όμως αυτή σηκώθηκε όρθια, προχώρησε στη μέση του ναού και στάθηκε σιμά του, δοκίμασε να το χαϊδέψει, εκείνο τότε πέταξε ψηλά και έκατσε στο παραθύρι με το τζάμι το βιτρώ. Την ώρα του καφέ στο μαγαζί του Μπακαλάκη, έβαλε την καρέκλα της κάτω από τη μεγάλη τη μουριά. Και τότε τους το είπε:
Πως ένιωθε το άγγιγμα από τη σκιά του, πως ήταν σίγουρα κάπου εκεί, μέσα στα φύλλα της μουριάς. Την ώρα που τα εξιστορούσε τούτα, ένας αέρας χύθηκε άξαφνα και έκανε να κροταλίσουνε για δυο στιγμές τα φλιτζανάκια του καφέ απάνω στα πιατάκια τους:
-Τι σας έλεγα, αυτός είναι
-Αχ, βρε Θοδώρα μας, μην πιείς άλλο κονιάκ.
Μα εκείνη ύστερα απ’ αυτό συνέχισε όλο πιο πολύ να πίνει. Γινότανε συχνά στουπί μέσα στη μέρα, βρωμούσε μες στο καφενείο η ανάσα της κρασί.
“Σας λέω, μιλάω με τους νεκρούς κι εσείς δεν με πιστεύετε. Τους τρώει η θλίψη τους συνέχεια, γιατί νιώθουν μονάχοι” έλεγε τότε.
“Διάολε, είν εδώ ο Γιώργης, “πετάχτηκε μια φορά.
-Που είναι ρε Θοδώρα;”
“Δεν πρόλαβες να δεις,” γυρνάει του καφετζή, “δεν είδες μια μικρή θαμπάδα εκεί στην άκρη του καθρέφτη, βλέπεις κράτησε μόνο δυο στιγμές. Έμοιαζε λες και φύσηξες το χνώτο σου πάνω στο τζάμι. Ο Γιώργης ήταν, βρίσκεται ακόμη εδώ, μονάχα με άλλη όψη.”
-Δηλαδή, πως μοιάζει ρε Γεωργία; Πως είν’ τα μάτια και το στόμα του;
-Ο Γιώργης είναι πια κάτι ακαθόριστο, θαρρείς πως είναι μια σκιά που γυρεύει σώμα να τρυπώσει.
-Αχ, ρε Θοδώρα, πότε πρόλαβες και τα ‘τσουξες;
Μάζευε τότε τη μπέρτα της και έφευγε με νεύρα. Πήγαινε στο χωράφι το Μακρέικο, στεκόταν δίπλα στο γαϊδούρι και το χάιδευε. Μετά το έλυνε και το γύριζε βόλτα σ’ όλο το χωριό.
Μια μέρα την ώρα που έσκυψε στην μαρμαρένια βρύση της πλατείας για να πιεί νερό, για λίγο κόπηκε η ροή- τότε ένιωσε πως ήθελε ο Γιώργης να της δώσει ένα σημάδι πως υπάρχει ακόμη, και να μην πονάει εκείνη λέει στο χαμό του.
Από τα σύννεφα τότε ξεπήδησε ένας μεγάλος ήλιος, σκέτο χρυσάφι.
Γύρισε πίσω μέσα στη χαρά, στριφογυρίζοντας τη μαύρη τη ζακέτα της σα λάσο. Πλησίασε στο καφενείο και με στόμα ανοιχτό και μάτια κόκκινα έκατσε κάτω απ’ τη μουριά. Ο καφετζής ο Μπακαλάκης σαν την είδε τη συμπόνεσε:
-Τι έγινε μωρή Θοδώρα;
-Ήταν στη βρύση ο Γιώργης μου κυρ- Παντελή.
-Κρίμα ρε Θοδώρα, σκνίπα έγινες, σε άλλη σφαίρα είσαι πάλι.
photo A_Wandering_Pear, https://pixabay.com