Ο μπαρμπα-Γιάννης κοίταξε στα μάτια τον γαϊδαράκο και ένιωσε βαθιά μέσα του τη λύπη και την αγωνία του ζώου.
«Δεν είναι εύκολος ο αποχωρισμός από τα πρόσωπα που αγαπάμε», ψιθύρισε και συγκινημένος, καθώς τον χάιδευε στο πρόσωπο, παρατήρησε ένα άσπρο σημαδάκι στο καφετί του τρίχωμα, ακριβώς στο κέντρο του μετώπου, ολόιδιο με το γράμμα Θ. «Πωπώ, γαϊδαράκο μου!» αναφώνησε από χαρά ο γέροντας, «από σήμερα θα έχεις όνομα. Θα σε φωνάζω Θαλή».
Εκείνη τη στιγμή ένιωσε υγρή την παλάμη του, έσκυψε προς το μέρος του ζώου και τι να δει; Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του.
«Ω, γαϊδαράκο μου!» του είπε ο γέροντας στοργικά, «μη μου στεναχωριέσαι. Μόλις είδα πως και οι δυο μας μιλάμε τη γλώσσα της καρδιάς, αυτήν που μας ενώνει στον πόνο, στη λύπη, αλλά και στη χαρά, την οποία σου υπόσχομαι ότι μαζί μου θα τη νιώθεις κάθε μέρα όλο και πιο πολύ, θα δεις.
Ο Θαλής τα ’χασε. Προχώρησε λίγο ακόμα, έσκυψε προς το μέρος του και το ρώτησε: «Μικρό μου τριανταφυλλάκι, γιατί κλαις τόσο πολύ; Τι είναι αυτό που σε στεναχωρεί; Μου σπαράζεις τη καρδιά».
«Γαϊδαράκο μου», του είπε εκείνο με έναν αναστεναγμό, «κλαίω γιατί είμαι ολομόναχο. Δεν έχω παρέα. Κανένας δεν έρχεται κοντά μου, να μιλήσουμε, να με νοιαστεί. Κάθε μέρα σάς βλέπω όλους μαζί πόσο ωραία περνάτε, τραγουδάτε, παίζετε, γελάτε, και θέλω κι εγώ πάρα πολύ να νιώσω αυτή τη χαρά πριν κοιμηθώ για πάντα. Γιατί η ζωή μας εμάς είναι πολύ σύντομη».
«Τη λύση να ξέρεις
αν θες να τη δεις,
πρέπει τα χέρια σου
να ενώσεις και
από τη χούφτα σου
να γιατρευτείς», είπε ο σοφός γέροντας, χαμογελώντας αινιγματικά.
Τι σφιχταγκάλιασμα ήταν αυτό!
Τόσο μοναδικό που κάνουν τον χειμώνα να ζηλέψει, την άνοιξη που προσπαθεί
με ένα σκούντημα και βγαίνει, σε μια παράσταση μοναδική.