Η συνέχεια του άρθρου
Ο Περικλής (494 π.Χ.– 429 π.Χ.)
Ο Περικλής του Ξανθίππου ο Χολαργεύς (από τις λέξεις περί και κλέος δηλαδή o περιτριγυρισμένος από δόξα, περίδοξος), ήταν πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ., γνωστού και ως «Χρυσού Αιώνα», και πιο συγκεκριμένα της περιόδου μεταξύ των Περσικών Πολέμων και του Πελοποννησιακού πολέμου. Η δύναμη, δόξα και η φήμη την οποία χάρισε στην Αρχαία Αθήνα, δικαιώνουν απόλυτα τον χαρακτηρισμό του 5ου αιώνα ως Χρυσού αιώνα. Η εποχή στην οποία ήταν κύριος της πολιτικής ζωής της Αρχαίας Αθήνας, δηλαδή μεταξύ του 461 π.Χ. και του 429 π.Χ., ονομάζεται μέχρι σήμερα Εποχή του Περικλή. Γυναίκα του ήταν η Ασπασία, η οποία δημιούργησε στο σπίτι του Περικλή μια μικρή σχολή ρητορικής και λογικής για έναν πολύ περιορισμένο κύκλο ανθρώπων. Η φιλία που συνέδεε τον Περικλή με τον Σωκράτη επέτρεψε στον τελευταίο να μπει σ’ αυτόν τον κύκλο.
Ο Περικλής εκμεταλλεύτηκε τη νίκη των ελληνικών δυνάμεων επί των Περσών και την άνοδο της ναυτικής δύναμης της Αθήνας προκειμένου να μετατρέψει τη Δηλιακή Συμμαχία σε «Αθηναϊκή Ηγεμονία», οδηγώντας την πόλη του στην μεγαλύτερη ακμή της ιστορίας της κατά την περίοδο των δεκατεσσάρων συνεχόμενων ετών που εκλεγόταν στο αξίωμα του στρατηγού. Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι επεκτατικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις που πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια της πολιτικής κυριαρχίας του είχαν ως κύριο στόχο τη διαφύλαξη των συμφερόντων της Αθήνας. Τις επιχειρήσεις αυτές διεξήγαγε με τη βοήθεια του πανίσχυρου αθηναϊκού ναυτικού, το οποίο άρχισε να δυναμώνει την εποχή του Θεμιστοκλή και αργότερα του Κίμωνα, γιου του Μιλτιάδη. Ωστόσο, στην απόλυτη ακμή του έφτασε κατά την εποχή του Περικλή και αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό της αθηναϊκής υπερδύναμης.
Ο Περικλής, ο οποίος υπήρξε προστάτης των τεχνών, της φιλοσοφίας και των επιστημών, έκανε την Αθήνα πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο του αρχαίου κόσμου. Επίσης, σε αυτόν οφείλεται η κατασκευή πολλών από τα σημαντικά μνημεία που κοσμούσαν την Αρχαία Αθήνα, με εκείνα της Ακρόπολης να διατηρούν εξέχουσα θέση ανάμεσά τους. Επίσης, υπήρξε υποστηρικτής της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου και στην εποχή του τέθηκαν οι βάσεις του λεγόμενου Δυτικού Πολιτισμού. Η δράση του δεν περιορίστηκε μόνο εκεί, αλλά ως ηγέτης των Αθηνών, με μία σειρά νόμων, υποστήριξε τους πολίτες και τους βοήθησε να αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα σε βάρος της αριστοκρατικής τάξης στην οποία ανήκε κι ο ίδιος. Ο Θουκυδίδης θαύμαζε τόσο πολύ τον Περικλή, που τον αποκαλούσε πρώτο πολίτη των Αθηνών.
…Το βασικό κριτήριο ανάδειξης του αυθεντικού ήθους του Περικλή συνιστά η στάση του απέναντι στα πάθη και δεσπόζουσα αρετή είναι η πραότης η οποία μαζί με την δικαιοσύνη καταγράφονται ως κεντρικές ιδιότητες του Περικλή. Ο ορισμός της πραότητος στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη είναι μεσότης. Ο πράος κυριαρχεί στο πάθος της οργής… Ο Πλούταρχος του προσάπτει την προσωνυμία Ολύμπιος την οποία αποδίδει στην κυριαρχία του Περικλή έναντι των παθών. Η S. Said τονίζει την αριστοκρατική διακυβέρνηση της Αθήνας από τον Περικλή και παραλληλίζει το πλήθος με το Επιθυμητικόν μέρος της ψυχής και τον Περικλή με το Λογιστικόν[2].
Ο Περικλής υπήρξε δημόσιος άνδρας με ευέλικτο χαρακτήρα· όταν αφιερώθηκε στην πολιτική, παραιτήθηκε από την ιδιωτική ζωή, αποσύρθηκε απ’ όλες τις γιορτές και απ’ όλα τα συμπόσια, επιδιώκοντας αδιάκοπα να φανεί χρήσιμος στο κράτος και έφτασε έτσι σε μια τέτοια γενική εκτίμηση, που ο Αριστοφάνης τον ονομάζει Δία των Αθηνών. Δεν μπορούμε να κάνουμε εδώ άλλο παρά να τον θαυμάσουμε. ήταν επικεφαλής ενός επιπόλαιου λαού, αλλά εξαιρετικά λεπτού και καλλιεργημένου και το μόνο μέσο ν’ ασκήσει πάνω του επιρροή και εξουσία, ήταν η προσωπικότητά του και η πειθώ που ενέπνεε. Ήταν ευγενέστατος άνθρωπος, που δεν σκεφτόταν τίποτ’ άλλο από το καλό του κράτους και ήταν ακόμη ανώτερος από τους άλλους με το πνεύμα του και τις γνώσεις του. Στη δύναμη της ατομικότητας δεν μπορούμε να τον συγκρίνουμε με κανέναν άλλον δημόσιον άνδρα[3].
Ανάμεσα σ’ αυτούς στη θεϊκή ομάδα των αθανάτων ανδρών, ο Περικλής είναι ο Ζεύς. Ο Θουκυδίδης βάζει στο στόμα του την πιο βαθειά περιγραφή των Αθηνών με την ευκαιρία του Επιταφίου που εξεφώνησε προς τιμή των πολεμιστών που έπεσαν στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου. Λέει πως θέλει να δείξει για ποιά πόλη πέθαναν και για ποιό σκοπό (μ’ αυτόν τον τρόπο, ο ρήτορας φθάνει ευθύς στο ουσιώδες). Περιγράφει, τότε τον χαρακτήρα των Αθηνών και αυτό που λέει, ανήκει σε ό,τι υπάρχει το βαθύτερο καθώς επίσης και το πιο σωστό και το πιο αληθινό. Αγαπούμε το ωραίο, λέει, αλλά χωρίς πολυτέλεια, χωρίς σπατάλη· φιλοσοφούμε χωρίς γι’ αυτό να αφεθούμε να παρασυρθούμε από την μαλθακότητα και από την αδράνεια (γιατί όταν οι άνθρωποι παραδίδονται στις σκέψεις τους, απομακρύνονται από την πράξη, από την δραστηριότητα για τα δημόσια πράγματα, από τη γενικότητα). Είμαστε θαρραλέοι και τολμηροί, αλλά παρά το θάρρος αυτό, αντιλαμβανόμαστε ωστόσο, αυτό που αναλαμβάνουμε, όταν στους άλλους, αντίθετα, το θάρρος πηγάζει από την έλλειψη καλλιέργειας· δεν επιζητούμε να ξεφύγουμε από τους κινδύνους. Έτσι η Αθήνα έδινε το θέαμα ενός κράτους που ζούσε κυρίως για το ωραίο, που είχε διαμορφώσει τελείως τη συνείδηση ως προς τη σοβαρότητα των δημοσίων υποθέσεων, του συμφέροντος, του πνεύματος και της ανθρώπινης ζωής, ενώνοντας τα μ’ ένα τολμηρό θάρρος και μ’ ένα γερό πρακτικό πνεύμα.
Κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 430 π.Χ., και ενώ η πόλη πολιορκούνταν από τους Σπαρτιάτες, εκδηλώθηκε ο Λοιμός των Αθηνών, μια καταστροφική επιδημία η οποία προκάλεσε τον θάνατο πολλών Αθηναίων, ανάμεσα στους οποίους και του ίδιου του Περικλή (429 π.Χ.). Οι λεπτομερείς μαρτυρίες του Θουκυδίδη, ο οποίος είχε και ο ίδιος μολυνθεί, αλλά κατόρθωσε να επιζήσει, είναι ανεκτίμητες για την μελέτη του γεγονότος, Αναφέρεται ότι ο Ιπποκράτης ήταν ένας από τους γιατρούς που βρισκόταν στην πόλη και η συνεισφορά του στην αντιμετώπιση του λοιμού ήταν σημαντική.
Ο Αναξαγόρας (500 π.Χ.–428 π.Χ.)
Ο Αναξαγόρας γεννήθηκε στις Κλαζομενές της Ιωνίας το 500 π.Χ. και πέθανε το 428 π.Χ. Αν και καταγόταν από εύπορη οικογένεια άφησε όλη την ακίνητη περιουσία του στους συγγενείς του και ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία είκοσι ετών, όπου έμεινε τριάντα περίπου χρόνια. Συναναστράφηκε με τους πολιτικούς και πνευματικούς ηγέτες της πόλης και κυρίως με τον Περικλή και τον Ευριπίδη, και έφερε τη φιλοσοφία στην πόλη της Αθήνας. Αναφέρεται ότι μηνύθηκε από τον Κλέωνα για ασέβεια, επειδή διακήρυττε ότι ο ήλιος είναι μια διάπυρη μεταλλική μάζα, καταδικάστηκε σε πρόστιμο πέντε ταλάντων και εξορίστηκε. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Περικλή κατάφεραν να περάσουν ψήφισμα μέσω του Διοπείθη ώστε να καταγγέλλονται όσοι δεν πίστευαν στα θεία η διατύπωναν νέες θεωρίες για τα ουράνια σώματα. Αναφέρεται επίσης ότι τη μήνυση και την κατηγορία για ασέβεια την υπέβαλε ο Θουκυδίδης, ο οποίος υπήρξε πολιτικός αντίπαλος του Περικλή. Ο Αναξαγόρας καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και τελικά αποσύρθηκε στη Λάμψακο. Όταν πέθανε οι Λαμψακηνοί τον περιέβαλαν με μεγάλες τιμές.
Ο Νους
Σύμφωνα με τον Αναξαγόρα ο νους, ο οποίος αποτελεί την πρώτη αιτία του κόσμου, είναι άπειρος, αυτοκυρίαρχος, αμιγής, παντογνώστης, παντοδύναμος και ομοιογενής. Αποτελεί την κινητήρια δύναμη που προκάλεσε την πρώτη περιστροφική κίνηση. Η περιστροφή ευθύνεται για τον διαχωρισμό των πραγμάτων, που οδηγεί με τη σειρά του στην κοσμογονία. Επιπλέον, ο νους είναι εκείνος που βάζει τάξη στην ύλη, στο επ’ άπειρον διαιρετό μείγμα από όλες τις ουσίες που περιέχει τελικά ο κόσμος.
Ο Αναξαγόρας θεωρούσε ότι η επ’ άπειρον διαιρετή και συμπηγμένη σε σωματίδια ή σπέρματα ύλη αποτελεί τη φυσική μονάδα από την οποία ξεκινά η κοσμογονία. Τα σπέρματα δεν νοούνται ως έσχατα διακριτά σωματίδια, αλλά ως όμοια μέρη του όλου, τα ομοιομερή, τα οποία είναι άπειρα.
Στο κάθε πράγμα υπάρχει ένα μέρος από όλα τα άλλα, με εξαίρεση τον Νου· σε μερικά πράγματα όμως ενυπάρχει και ο Νους (Σιμπλίκιος, Εις Φυσικά 164, 23).
Ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές, γιος του Ηγησίβουλου, θεώρησε ότι οι πρώτες αρχές των όντων ήταν οι ομοιομέρειες…(Αέτιος Ι, 3, 5).
[1] Ε. Αλεξίου, Πλουτάρχου Παράλληλοι Βίοι, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2007, σσ. 187-188.
[2] Γκ. Φ. Χέγκελ, Φιλοσοφία της Ιστορίας, Αθήνα, Αναγνωστίδης, σ. 264.
[3] Γκ. Φ. Χέγκελ, Φιλοσοφία της Ιστορίας, Αθήνα, Αναγνωστίδης, σσ. 265-266.
Συνεχίζεται…
photo ai generated by ArtTower, https://pixabay.com