Mέχρι, τουλάχιστον, τις αρχές του τρίτου μετά Χριστόν αιώνα δεν υπήρχε στον εορτολογικό κύκλο της Εκκλησίας η γέννηση του Χριστού ως καθιερωμένη εορτή. Η εξήγηση οφείλεται, πιθανόν, στην αντίληψη ότι η γενέθλια ημέρα (dies natalis) δεν είχε τόση αξία στους πρωτοχριστιανούς, όσο το μαρτύριο του αγίου που πέθαινε στο όνομα του Σωτήρα Ιησού. Πίστευαν ότι τα γενέθλια σχετίζονταν με την αστρολογία και τη μαντεία, παγανιστικές συνήθειες της εποχής και, ίσως, γιατί ήθελαν να αποστασιοποιηθούν από τις γενέθλιες εορτές των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, αλλά και άλλων θεοτήτων. Γι’ αυτό, πολύ λίγο ενδιαφέρον έδειχναν για την ημέρα των γενεθλίων του Χριστού, ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε από τις αρχές του τρίτου μ.Χ αιώνα.
Πριν από τη Χριστιανική Εκκλησία, μια ανάλογη θρησκευτική γιορτή είχε και ο προχριστιανικός ειδωλολατρικός κόσμος, ο οποίος γιόρταζε με λατρευτικές εκδηλώσεις διάφορα φυσικά φαινόμενα, ανάμεσα στα οποία και την πρώτη ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου που συνέπιπτε, στην Ανατολή με την 6η Ιανουαρίου. Από την άλλη, στη Ρώμη, η 25η Δεκεμβρίου ήταν η ημέρα που πίστευαν ότι γεννήθηκε ο αήττητος Θεός Ήλιος, ο θεός Μίθρα των Περσών, που νίκησε το σκότος της νύχτας.
Η Γέννηση του Θεού Ήλιου λατρευόταν με μεγαλοπρέπεια στην αρχαία Ρώμη. Είναι γνωστό ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος, πριν ασπασθεί τον χριστιανισμό, ήταν ένας πιστός ηλιολάτρης, ο οποίος αργότερα, ως χριστιανός αυτοκράτορας, καθιέρωσε την «ημέρα του Κυρίου» (dies Domini, Κυριακή), σε αντικατάσταση της «Ημέρας του Ηλίου» (dies Solis, βλ.Sunday), γιατί ο Χριστός είναι ο Ήλιος της δικαιοσύνης και θεός λυτρωτής. Δεν είναι, λοιπόν, ανεξήγητο γιατί η χριστιανική Δύση γιόρτασε, επί Πάπα Ιουλίου Α΄ (337-352 μ.Χ), τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, ενώ στην Ανατολή γιορταζόταν η Γέννηση, ταυτόχρονα, με τη Βάπτιση του Χριστού την 6η Ιανουαρίου.
Οι πατέρες της Εκκλησίας, εκμεταλλευόμενοι τη συγκυρία και με τη μέθοδο της υποκατάστασης, όρισαν την 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γέννησης του Χριστού, δηλαδή του νέου Ήλιου που έδιωξε τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας από τις ψυχές των ανθρώπων και τις πλημμύρισε με χριστιανικό φως.
Παρά την αρχική αντίδραση, στους αιώνες που ακολούθησαν, (κάποιοι χριστιανοί αρνούνταν να αποδεχτούν τον εορτασμό των Χριστουγένων μέχρι τον 5ο αιώνα) όλες οι χριστιανικές κοινότητες (με εξαίρεση τους Αρμενίους, οι οποίοι εξακολουθούν να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 6 Ιανουαρίου) υιοθέτησαν την εορτή της 25ης Δεκεμβρίου.
Πρέπει να επισημανθεί ότι η εορτή των Θεοφανίων εισήχθη από την Ανατολή στη Δύση, ενώ η εορτή των Χριστουγέννων από τη Δύση στην Ανατολή, σημειώθηκε, δηλαδή, μια αμφίδρομη πορεία των δύο αυτών εορτών. Κατά μία μαρτυρία του Ιωάννου Χρυσοστόμου, η ειδική εορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Ανατολή περίπου στο 380 μ.Χ. Το πιθανότερο είναι να καθιερώθηκε η αυτοτελής εορτή της του Χριστού Γεννήσεως στην Εκκλησία της Αντιοχείας. Στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως η εορτή των Χριστουγέννων εισήχθη από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό το έτος 379, στην εκκλησία της Αλεξανδρείας γύρω στο 433, και στα Ιεροσόλυμα, κατά τα τέλη του έκτου αιώνα.
photo: https://pixabay.com/el/