Κάπου εκεί στην Σινώπη του Πόντου γεννήθηκε περί το 412, ή το 399 πΧ, ή κάπου εκεί γύρω (οι ιστορικοί, ως συνήθως, δίνουν διαφορετικές ημερομηνίες), ένας ζωηρός μπόμπιρας, τον οποίο – μετριοφρόνως – ονόμασαν οι γονείς του Διογένη, δηλαδή από την γενιά του Δία.
Πανέξυπνος από μικρός, βοηθούσε τον πατέρα του Ικεσία στις δουλειές του, νόμιμες και μη, μέχρι που κάποια μέρα ανακάλυψαν οι Σινωπείς ότι είχαν κάνει κάτι παραχαράξεις στα νομίσματα της πόλης και τους εξόρισαν. Ο Διογένης έγινε έξω φρενών:
-Άει στο διάολο, ρε σχολαστικοί, που ούτε μια μικρή παραχάραξη δεν μπορεί να κάνει κανείς στην πόλη και αμέσως τον διώχνετε. Αλλά, μην νομίζετε ότι με καταδικάζετε εσείς σε εξορία. Όχι! Φεύγω μόνος μου και καταδικάζω εσάς να μείνετε εδώ!
Φυσικά, ήταν και εξοργισμένος με τον πατέρα του, ο οποίος παρ’ όλο που ήταν εύπορος, τραπεζίτης γαρ, έγινε παραχαράκτης και παρέσυρε και τον ίδιο.
-Κάνε γονείς να δεις καλό, μονολογούσε απογοητευμένος.
Μάζεψε, λοιπόν, τα υπάρχοντά του και κατηφόρισε προς την Αθήνα, το παγκόσμιο πνευματικό κέντρο της εποχής, γιατί αποφάσισε να αφοσιωθεί σε πνευματικού είδους ασχολίες, να γίνει κοινώς φιλόσοφος. Κάτι ανάλογο, δηλαδή να έρθουν στην Ελλάδα, αναγκάστηκαν να κάνουν αιώνες μετά οι απόγονοί του, δηλαδή οι Πόντιοι, όταν τους εκτόπισαν από τις πατρίδες τους οι επί αιώνες κατακτητές των ιερών εδαφών τους. Μόνο που αυτοί, επειδή ήταν χιλιάδες, διασκορπίστηκαν σε όλη την Ελλάδα και επειδή ήταν εργατικοί δεν έγιναν φιλόσοφοι!
Μόλις κατέβηκε στον σταθμό Λαρίσης, το πρώτο που έκανε ήταν να βρει σπίτι να μείνει. Ο δούλος που είχε, Μάνη τον λέγανε, άρχισε αμέσως τις απαιτήσεις:
-Αφεντικό, θέλω τα δεδουλευμένα, καθώς και τα ένσημα του ΙΚΑ.
Ο Διογένης τον πήρε με το μαλακό:
-Μάνη μου, περίμενε λίγο. Περιμένω να εγκριθεί ένα δάνειο από την Τράπεζα και θα σε ταχτοποιήσω.
Τίποτα. Ο Μάνης ήταν ανένδοτος.
-Εδώ και τώρα θέλω τα λεφτά μου, αλλιώς φεύγω.
Και, τελικά, μη λαβών παρά του μη έχοντος, έφυγε.
Τον Διογένη τον έπιασε το… Μανιάτικο, αλλά φιλοσόφησε αμέσως το γεγονός.
-Αφού ο Μάνης μπορεί να ζήση χωρίς τον Διογένη, μπορεί και ο Διογένης να ζήσει χωρίς τον Μάνη. Καλά έκανε που έφυγε, έτρωγε έναν περίδρομο, ο πεινάλας.
Άρχισε να ψάχνει για καμιά φτηνή γκαρσονιέρα, έστω και στα προάστια. Τα ενοίκια, όμως, ήταν φωτιά. Αυτό διότι η φορολογία ήταν μεγάλη, τα δημοτικά τέλη υπέρογκα και ο ΕΝΦΙΑ της εποχής εκείνης δυσβάστακτος, όχι σαν τον σημερινό, που ενώ είναι «ελαφρύς, πούπουλο», διαμαρτυρόμαστε οι αχάριστοι…
Ο Διογένης έγινε έξω φρενών.
-Τι λέτε, ρε κλέφτες, που θα πληρώνω τέτοιο ενοίκιο. Θα το φιλοσοφήσω το πράγμα και θα δράσω ανάλογα.
Μια και δυο, λοιπόν, πάει γραμμή σ’ έναν αγγειοπλάστη.
-Καλημέρα σας. Θα ήθελα να μου κάνετε ένα πιθάρι λίγο μεγάλο.
-Πόσο μεγάλο, καλέ μου άνθρωπε; Φτάνει ένα μέτρο ύψος;
-Δεν με κατάλαβες. Θέλω ένα πιθάρι στα μέτρα μου, με μια μεγάλη τρύπα επάνω, ώστε να χωράω να μπω, αλλά κάντο και λίγο μεγαλύτερο, ώστε να έχω τις ανέσεις μου, γιατί θέλω να το χρησιμοποιήσω για κατοικία! Αλλά να βάλεις από τον καλό πηλό, όχι τον σκάρτο, κάνε και μόνωση να μην μπαίνουν τα νερά κι αρπάξω καμιά πνευμονία, πέντε πάνω, πέντε κάτω θα τα βρούμε στο οικονομικό.
Ο αγγειοπλάστης του έκανε ένα πιθάρι μέγκλα. Μάλιστα, το έκανε τέτοιο, ώστε να μπορεί να το τσουλά ο Διογένης και να αλλάζει διεύθυνση κατοικίας όποτε ήθελε! Ο ταχυδρόμος βλαστημούσε.
-Που διάολο να βρίσκεται πάλι και έχει ένα συστημένο;
Δεν είχε, βέβαια, ανέσεις, ούτε καν τουαλέτα, αλλά ο πανέξυπνος φιλόσοφος βρήκε την λύση. Θα γινόταν κυνικός φιλόσοφος, δηλαδή σκυλοφιλόσοφος και θα ζούσε σαν σκύλος, οπότε για τουαλέτα θα χρησιμοποιούσε τα δέντρα και τα χωράφια!
Παρακολούθησε για τον λόγο αυτόν μαθήματα δίπλα στην κυνικό φιλόσοφο Αντισθένη και απεφοίτησε με άριστα, αλλά, λόγω ζωηρού και αναρχικού χαρακτήρα, με διαγωγή κοσμία.
Η φιλοσοφία των κυνικών είχε σαν αρχή ότι και αυτοί δάγκωναν όπως οι σκύλοι, αλλά μόνον τους φίλους, όχι τους εχθρούς, με σκοπό να τους διορθώσουν!
Μετά, ο Διογένης πήρε ένα φανάρι αναμμένο μέρα μεσημέρι και γύριζε στους δρόμους.
-Γιατί έχεις αναμμένο το φανάρι, ρε μάστορα, μέρα μεσημέρι; Τον ρώτησε κάποιος.
-Αναζητώ τον άνθρωπο! Ήταν η απάντηση του, με πολύ νόημα.
Απλός και λιτός στην ζωή του, τεμπέλης σαν φιλόσοφος, οξύ και δηκτικό πνεύμα, φιλοκαλούσε μετ’ ευτελείας, αλλά φιλοσοφούσε μετά… (άντε να μην πω τη λέξη και με κόψει η λογοκρισία), γιατί, κατά πως λένε οι πηγές, «τρομπάριζε» στην αγορά μπροστά στον κόσμο χωρίς ίχνος ντροπής, ο αφιλότιμος!
Πολλά γράφηκαν για το πνεύμα του, το οξύ, δηκτικό, κυνικό.
Κάποτε πληροφορήθηκε ότι ο Αλέξανδρος έστειλε μια επιστολή στον Αντίπατρο με ταχυδρόμο κάποιον, ο οποίος ονομαζόταν Άθλιος. Και το σχολίασε ως εξής σε απόδοση σημερινή:
-Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς έναν άθλιο!
Ο Διογένης γνώριζε έναν οφθαλμίατρο ο οποίος λεγότανε Διδύμωνας. Αυτός ήταν τύπος ερωτύλος και, αλίμονο αν του τύχαινε κανένα θηλυκό. Θα έβγαζε τα… μάτια του ο οφθαλμίατρος. Σαν έμαθε ο Διογένης ότι μια τρυφερή και χυμώδης κοπελιά θα πήγαινε να εξετάσει τα μάτια της στον εν λόγω κύριο, θορυβήθηκε.
-Ρε θες να του κάνει καμιά ζημιά του κοριτσιού;
Αμέσως του στέλνει ένα προειδοποιητικό, αλλά συνάμα και με πολύ νόημα μήνυμα:
-Ρε γκαβογιατρέ, έχε τον νου σου. Αν, ενώ εξετάζεις το μάτι, πειράξεις την κόρη, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε!!!
Μια φορά πάλι τον κάλεσε για φαγητό ένας πλούσιος. Πάει, πριν το φαγητό, στο λουτρό να πλυθεί, γιατί, προφανώς, το λουτρό του πιθαριού δεν λειτουργούσε, αλλά το λουτρό του πλούσιου ήταν πιο βρώμικο και από αυτόν τον ίδιο τον Διογένη. Παρ’ όλα αυτά δεν έχασε την ευκαιρία να «δαγκώσει».
-Μετά το λουτρό, φίλε οικοδεσπότη μου, που μπορεί κανείς να πλυθεί;!!!
Μια άλλη φορά «δάγκωσε» έναν μοχθηρό και κακό πολίτη. Αυτός ο πολίτης είχε αναρτήσει πάνω από την πόρτα του σπιτιού του μια επιγραφή, η οποία έλεγε : «Να μην μπει κανένα κακό από αυτήν την πόρτα». Και ο Διογένης παρατήρησε:
-Καλά, ο ιδιοκτήτης από πού μπαίνει;!!!
Ο Πλάτωνας φιλοσοφώντας όρισε τον άνθρωπο σαν ένα ζώο με δυο πόδια και χωρίς φτερά. Τότε ο Διογένης πιάνει έναν κόκορα, τον ξεπουπουλίζει και τον στέλνει στον Πλάτωνα με ένα σημείωμα: «Σου στέλνω, αγαπητέ φίλε, έναν άνθρωπο»!
Ωραίες είναι οι ιστορίες τις οποίες είχε με τον βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο τον Μέγα, ο οποίος επισκεπτόταν τακτικά την Νότια Ελλάδα.
Μια φορά, λοιπόν, ο Αλέξανδρος του έστειλε δώρο ένα πιάτο με κόκκαλα. Όταν τον συνάντησε αργότερα, τον ρώτησε:
-Πως σου φάνηκε, Κύων, το δώρο μου;
-Το δώρο σου, βασιλιά μου, ήταν άξιο για έναν παραλήπτη κύνα, αλλά ανάξιο για έναν αποστολέα βασιλιά!!!
Κάποτε πάλι, έτσι τα έφερε η κακιά του τύχη, ο Διογένης βρέθηκε στην Κόρινθο να διδάσκει τα παιδιά ενός πλουσίου. Περνούσε από εκεί ο Αλέξανδρος, είχε πάει να διαπραγματευτεί σταφίδα και έμαθε ότι ο φιλόσοφος ήταν εκεί. Αμέσως έστειλε έναν υπασπιστή του στον Διογένη.
-Κύριε φιλόσοφε, ο βασιλιάς Αλέξανδρος θέλει να σε δει. Έχετε την καλοσύνη να με ακολουθήσετε;
Ο «Κύων»… σκύλιασε.
-Εγώ δεν θέλω να τον δω! Άμα θέλει να με δει, να έρθει εκείνος.
Ο Αλέξανδρος εντυπωσιάστηκε. Μια και δυο πάει και βρίσκει τον φιλόσοφο να κάθεται στο πιθάρι του ρουφώντας τον ναργιλέ του.
-Καλημέρα, αγαπητέ φιλόσοφε. Είμαι ο βασιλιάς Αλέξανδρος.
-Καλώς τον. Είμαι ο Διογένης ο Κύων. Είπε αραχτός, όπως ήταν, ο Διογένης.
-Καλά, ρε Κύων, δεν με φοβάσαι και δεν σηκώνεσαι;
-Τι είσαι για να φοβηθώ, βασιλιά μου; Καλό ή κακό;
Ο Αλέξανδρος τα χρειάστηκε. Τι να πει; Ότι είναι κακό; Δεν γινόταν. Αν πάλι ήταν καλό, γιατί έπρεπε κάποιος να τον φοβηθεί!!! Γι’ αυτό άλλαξε κουβέντα.
-Τι θέλεις να κάνω για σένα, Διογένη μου;
-Αποσκότισον με!
Δηλαδή πάνε πιο πέρα γιατί μου κρύβεις τον ήλιο. Βέβαια δόθηκε και άλλη ερμηνεία στην απάντηση, τάχα ότι ήθελε να πει ο Διογένης «Βγάλε με από το σκότος». Τρίχες. Τέτοιο φωτεινό μυαλό σαν του Διογένη δεν μπορούσε να είναι στο σκότος. Αλλά οι αναλυτές δίνουν την όποια ερμηνεία θέλουν στα μεγάλα λόγια, έτσι για να κάνουν τους σπουδαίους. Όταν ο μεγάλος Γερμανός ποιητής και μυθιστοριογράφος Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε ξεψυχούσε αναφώνησε : «Φως, περισσότερο φως!». Και οι αναλυτές το ερμήνευσαν ότι εννοούσε να χυθεί περισσότερο φως στην ανθρωπότητα. Ανοησίες. Ένας ρεαλιστής Έλληνας συγγραφέας έδωσε την απλή εξήγηση αυτής της φράσης. Ότι δηλαδή σκοτείνιασαν τα μάτια του και ζητούσε περισσότερο φως. Και είναι λογικό. Να βγαίνει η ψυχή σου και συ να λες τέτοιες μεγάλες κουβέντες… Αν είναι δυνατόν!
Πολλά είναι τα ωραία, τα οποία είπε ο Διογένης. Δεν θα αναφερθούν άλλα, διότι το πνεύμα του μεγάλου φιλοσόφου έγινε κατανοητό. Αν, δηλαδή, οι άνθρωποι ήταν ολιγαρκείς, δεν θα γινόταν οι πόλεμοι για να αρπάξει ο ένας τα αγαθά του άλλου. Θα ζούσαν αγαπημένοι. Θα ήταν άνθρωποι. Και δεν θα έψαχνε με το φανάρι του ο Διογένης να βρει έστω και έναν.