Πονάω όταν βλέπω πόσο επιλεκτική έχει γίνει η ανθρωπιά μας. Όταν σκοτώθηκε ο Floyd, η εικόνα του να ψυχορραγεί κάτω από το γόνατο ενός αστυνομικού πάγωσε τον κόσμο. Και σωστά υπήρξε κατακραυγή· έπρεπε να υπάρξει. Ένας άνθρωπος χάθηκε με βάρβαρο τρόπο, και ο δολοφόνος του βρέθηκε στη φυλακή. Αυτό είναι δικαιοσύνη.
Όμως, δεν σταματήσανε εκεί. Καήκαν πόλεις, καταστράφηκαν ζωές, αθώοι άνθρωποι πλήρωσαν με τον κόπο τους για την οργή που ξέσπασε. Κανείς δεν μίλησε για αυτό. Ουτε για τις κλοπές, τους βανδαλισμούς από τις ληστρικές επιδρομές των «κατατρεγμένων που λεηλάτησαν ότι βρήκαν μπροστά τους, στο όνομα ενός νεκρού. Και παρ’ όλα αυτά, η κραυγή για δικαιοσύνη ακούστηκε παντού, έγινε παγκόσμιο σύμβολο, έγινε λάβα που έκαψε τα πάντα στο πέρασμά της. Ήταν σαν να φώναζε ολόκληρη η ανθρωπότητα: «Η ζωή μετράει!». Δυστυχώς όμως παραβλέποντας τα ανωτέρω.
Κι όμως… δεν το φωνάζουμε πάντα. Δεν το φωνάζουμε όταν το θύμα δεν βολεύει την αφήγηση. Δεν το φωνάζουμε όταν το έγκλημα δεν χωράει στο σενάριο των «καλών» και των «κακών» που έχουν επιβάλει οι νόρμες σήμερα. Εκεί, η ίδια κοινωνία που σήκωσε πανό για τον Floyd σωπαίνει. Εκεί, η ίδια δικαιοσύνη που λειτούργησε σαν καταπέλτης, ξαφνικά κουφαίνεται. Και τότε καταλαβαίνεις: δεν ήταν η ανθρώπινη ζωή που μέτρησε· ήταν η ιδεολογία, ήταν η πολιτική, ήταν το χρώμα.
Αν η ανθρωπιά μας χρειάζεται «επιλογές» για να ξυπνήσει, τότε δεν είναι ανθρωπιά. Είναι υποκρισία. Και αυτή η υποκρισία πονάει πιο πολύ κι από τον ίδιο τον θάνατο.
Κι ύστερα ήρθε μια άλλη εικόνα. Μια κοπέλα, μια Ουκρανή, που άφησε πίσω της τον τρόμο του πολέμου, τα χαλάσματα, τις σειρήνες και τον θάνατο. Έφτασε στη νέα της πατρίδα ευγνώμων, ευχαριστώντας τον Θεό που γλίτωσε, που σώθηκε, που μπορεί να ζήσει επιτέλους με ασφάλεια. Μπήκε στο μετρό όπως χιλιάδες άλλοι άνθρωποι, με τη μουσική της στα αυτιά, χαλαρή, σίγουρη πως εδώ δεν κινδυνεύει. Και όμως, εκεί, στο πιο απλό, καθημερινό της βήμα, την βρήκε το απόλυτο κακό. Δολοφονήθηκε εν ψυχρώ.
Το έγκλημα είναι βαρβαρικό, ανατριχιαστικό. Μια κοπέλα που γλίτωσε από τον πόλεμο, με τη μουσική στ’ αυτιά, με την ψευδαίσθηση ότι εδώ, σε αυτή τη νέα της πατρίδα, μπορούσε να κυκλοφορεί χωρίς φόβο, ο θάνατος την περίμενε εκεί, μέσα σε μια κοινωνία που διαφημίζει πως «προστατεύει» τους αδύναμους.
Και τι ακολούθησε; Σιωπή. Παγερή, προκλητική σιωπή. Όχι φωνές στους δρόμους. Όχι παγκόσμια οργή. Όχι εκείνη η θύελλα διαμαρτυρίας που ξέραμε να ξεσηκώνεται για άλλες περιπτώσεις. Μονάχα μισόλογα, μονάχα δικαιολογίες. «Ας του δοθεί άλλη μια ευκαιρία» ακούστηκε. Σε ποιον; Στον δολοφόνο της! Γιατί; Επειδή είναι μαύρος; Επειδή ανήκει σε μια «ευαίσθητη» κοινωνικά ομάδα; Δηλαδή τώρα τι; Το χρώμα του δέρματος καθορίζει την ενοχή; Η ζωή της κοπέλας αξίζει λιγότερο επειδή δεν βολεύει το αφήγημα;
Αυτό δεν είναι δικαιοσύνη. Αυτό είναι προσβολή. Είναι εμπαιγμός. Είναι φτύσιμο στο ίδιο της το αίμα που πότισε το πάτωμα του μετρό. Όταν μια κοινωνία κρίνει ποιο θύμα «μετράει» και ποιο όχι, τότε δεν μιλάμε για πολιτισμό· μιλάμε για παρακμή. Και η παρακμή αυτή δεν είναι απλώς σιωπή. Είναι συνενοχή.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθε κι άλλη δολοφονία. Ο Kirk. Ένας άνθρωπος που μιλούσε. Δεν κρατούσε όπλο, δεν έκανε επίθεση, δεν απειλούσε κανέναν. Είχε μόνο τη φωνή του και τις ιδέες του. Και γι’ αυτό τον σκότωσαν.
Θα περίμενε κανείς σοκ. Θα περίμενε καταδίκη από όλους, ανεξαρτήτως ιδεολογίας. Θα περίμενε πένθος, σιωπή, έστω μια ελάχιστη αναγνώριση ότι η βία ενάντια στο λόγο είναι η πιο σκληρή μορφή τυραννίας. Αντί γι’ αυτό; Διαβάζεις «καλά να πάθει, ήταν ακροδεξιός». Σαν να λένε ότι οι ιδέες μπορούν να γίνουν θανατική ποινή, ότι η διαφωνία αρκεί για να χαίρεσαι τον θάνατο του άλλου.
Πού καταντήσαμε; Να μετράμε την αξία της ανθρώπινης ζωής με βάση το πολιτικό στρατόπεδο; Να αποφασίζουμε ποιος «δικαιούται» να ζει και ποιος όχι ανάλογα με το αν μας βολεύει; Αυτό δεν είναι δημοκρατία. Αυτό είναι η πιο επικίνδυνη σήψη. Γιατί η δημοκρατία γεννήθηκε για να ακούγονται όλες οι φωνές, ακόμα και εκείνες που ενοχλούν. Γιατί αλλιώς δεν μιλάμε για ελευθερία λόγου· μιλάμε για καθεστώς που επιβάλλει σιωπή.
Και ξέρεις τι θυμίζει; Τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Κι εκείνος μιλούσε. Κι εκείνος δεν είχε όπλα, μόνο την πίστη του στις ιδέες του. Τον σκότωσαν γιατί η φωνή του ενοχλούσε το σύστημα. Τότε, όμως, η ανθρωπότητα θρήνησε. Ενώθηκε. Είπε «ποτέ ξανά». Σήμερα, όταν ένας άνθρωπος δολοφονείται για τις ιδέες του, δεν βλέπεις το ίδιο. Δεν βλέπεις θρήνο. Βλέπεις χαιρεκακία. Βλέπεις ανθρώπους να χαμογελούν και να γράφουν «καλά να πάθει».
Και εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη ειρωνεία της Ιστορίας: ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έγινε σύμβολο γιατί δολοφονήθηκε για τις ιδέες του. Ο Kirk, όμως, λοιδορείται για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Ο ένας αγιοποιήθηκε γιατί τα λόγια του ταίριαζαν στο αφήγημα της εποχής. Ο άλλος διασύρεται γιατί δεν ταιριάζουν στη Woke agenta, στο να τα διαλύσουμε όλα, να μην υπάρχει αξία, μόνο συμφέρον και αυτά που περνάει η Νεα Ταξη. Και στις δύο περιπτώσεις, ένας άνθρωπος έπεσε νεκρός επειδή μιλούσε.
Αν δεν βλέπουμε την ομοιότητα, αν αρνούμαστε να καταδικάσουμε τη βία όταν χτυπάει τον «άλλο», τότε γινόμαστε συνένοχοι. Γιατί σήμερα μπορεί να πανηγυρίζεις για τον θάνατο του αντιπάλου σου, αύριο όμως μπορεί να έρθει η σειρά σου. Και τότε ποιος θα μείνει να υπερασπιστεί το δικαίωμα σου να μιλάς;