Ταξίδεψα σε θάλασσες φουρτουνιασμένες.
Το κύμα μ’ελουζε καθισμένη στην κουπαστή.
Ερχόταν το επόμενο πιο δυνατό,
πόσο περίεργο, όμως το λαχταρούσα.
Άφριζε απ’το κακό του το νερό.
Χαμογελούσα και κυλούσε το δάκρυ.
Μεσ’την αλμύρα ολάκερη
με τα μαλλιά υγρά να κολλούν στα μάγουλα.
Μπερδεύτηκε η αλμύρα του νερού
μ’αυτή από το δάκρυ και γίναν ένα.
Κανείς δεν ξέρει ό,τι σπαράζω.
Κρύψε με θάλασσα μη τους το πεις πως κλαίω.
photo Selena13, https://pixabay.com
















































