Η σχέση της Κύπρου με τη Βρετανία, καθώς και η πρόσφατη διπλωματική στροφή που παρατηρείται στη διεθνή πολιτική σκηνή του νησιού, έχουν προκαλέσει έντονες συζητήσεις και προβληματισμούς, κυρίως σε ό,τι αφορά τον ρόλο της Βρετανίας, της Τουρκίας, και των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή. Η πρόσφατη είσοδος των ΗΠΑ ως σημαντικός παράγοντας στην Κυπριακή Δημοκρατία έχει δημιουργήσει μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα, προκαλώντας τις αντιδράσεις του Λονδίνου, το οποίο βλέπει την παραδοσιακή του επιρροή στο νησί να αμφισβητείται.
Η Βρετανία έχει μακρά ιστορία στην Κύπρο, καθώς το νησί ήταν βρετανική αποικία από το 1878 έως το 1960, οπότε η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της. Ωστόσο, οι σχέσεις τους δεν ήταν πάντα ομαλές. Από τη στιγμή της ανεξαρτησίας της Κύπρου, το Λονδίνο διατήρησε στρατιωτικές βάσεις στη χώρα (Ακρωτήρι και Δεκέλεια), ενώ παράλληλα διατήρησε σημαντικό ρόλο στη γεωπολιτική στρατηγική της περιοχής. Η Βρετανία επίσης υπήρξε βασικός παράγοντας στην επίλυση της κυπριακής κρίσης του 1974, όταν η τουρκική εισβολή προκάλεσε τον διαχωρισμό του νησιού και την τουρκική κατοχή του βόρειου τμήματος.
Η πολιτική της Βρετανίας απέναντι στην Κύπρο υπήρξε συχνά αντικείμενο κριτικής, καθώς οι αποφάσεις της, όπως η μη στήριξη της πλήρους ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και οι πολιτικές που ενίσχυαν την επιρροή της Τουρκίας, έδωσαν την αίσθηση ότι το Λονδίνο είχε συμφέροντα που εξυπηρετούσαν άλλες γεωπολιτικές σκοπιμότητες, σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων του νησιού.
Η νέα διπλωματική στρατηγική της Λευκωσίας, η οποία επιδιώκει την ενίσχυση των σχέσεων της Κύπρου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει οδηγήσει σε μια αναθεώρηση των σχέσεων με το Λονδίνο. Η απόφαση της Κύπρου να προχωρήσει σε στενότερη συνεργασία με τις ΗΠΑ, τόσο στρατηγικά όσο και διπλωματικά, είναι μια κίνηση που αντανακλά την ανάγκη για διαφοροποίηση από την παραδοσιακή βρετανική επιρροή και την ανάγκη για μεγαλύτερη διεθνή υποστήριξη, ειδικά από έναν ισχυρό σύμμαχο όπως οι ΗΠΑ. Η δημιουργία μιας πιο ισχυρής αμερικανικής στρατιωτικής και διπλωματικής παρουσίας στο νησί αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για τη Λευκωσία, καθώς οι ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν εγγυήσεις ασφάλειας και να επηρεάσουν τη διεθνή στάση απέναντι στην Τουρκία και στην πολιτική διευθέτησης του Κυπριακού.
Η βρετανική αντίδραση στην αλλαγή αυτή δεν ήταν αδιάφορη. Η Βρετανία, βλέποντας την αμερικανική παρουσία να ενισχύεται, αναγκάστηκε να επαναξιολογήσει την πολιτική της προς την Κύπρο και να επιδιώξει νέες ισορροπίες στις σχέσεις της με το νησί. Η Βρετανία διατηρεί στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο και επηρεάζει τις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το μέλλον του νησιού, και αυτός ο ρόλος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εύκολα.
Ο ρόλος των ΗΠΑ στην Κύπρο και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι καθοριστικός. Η στρατηγική της Ουάσιγκτον, η οποία στοχεύει στη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή, έχει οδηγήσει στην αυξανόμενη παρουσία της στις κυπριακές βάσεις και την ενίσχυση των στρατιωτικών συμφωνιών με τη Λευκωσία. Η Κύπρος, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει τη θέση της στον διεθνή γεωπολιτικό χάρτη, εντάσσει τη στρατηγική της συνεργασίας με τις ΗΠΑ μέσα σε μια ευρύτερη αναζήτηση για εγγυήσεις ασφάλειας, ειδικά απέναντι στην Τουρκία και τις επιθέσεις που αντιμετωπίζει η κυπριακή ανεξαρτησία.
Αυτό το νέο πλαίσιο δημιουργεί, όμως, και ανησυχίες για το μέλλον των σχέσεων Κύπρου-Βρετανίας. Η Βρετανία, ως μέλος του ΝΑΤΟ και με τη στρατηγική της παρουσία στην περιοχή, ενδέχεται να δει τις συμφωνίες με τις ΗΠΑ να αλλάζουν τη δυναμική που είχε επιτύχει για δεκαετίες στην περιοχή. Οι επόμενοι μήνες και τα επόμενα βήματα θα είναι καθοριστικά για να φανεί αν η Βρετανία μπορεί να διατηρήσει την επιρροή της ή αν η Κύπρος θα στραφεί πιο έντονα προς την Ουάσιγκτον, με το ΝΑΤΟ να αναδεικνύεται ως «λύση» για τα προβλήματα του νησιού.
Το νέο κεφάλαιο στις σχέσεις Κύπρου-Βρετανίας, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή, αναδεικνύει τις γεωπολιτικές προκλήσεις και τις στρατηγικές επιλογές που έχει μπροστά της η Κύπρος. Η ιστορία των 50 ετών, με τις διπλωματικές ασάφειες και τις στρατηγικές υποχωρήσεις, αποδεικνύει πως το μέλλον της Κύπρου εξαρτάται από την ικανότητά της να διαχειριστεί τις εξωτερικές πιέσεις και να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της χωρίς να θυσιάσει την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της.
Η κατάσταση στην Κύπρο, και ειδικότερα η αναγνώριση του ψευδοκράτους από διάφορες οργανώσεις και χώρες, όπως αυτή του ΕΛΙΑΜΕΤ (Ελληνικό Ινστιτούτο Αμυντικών και Εξωτερικών Μελετών), έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις και ανησυχία τόσο στο εσωτερικό της Κύπρου όσο και στην διεθνή κοινότητα. Η αναγνώριση του καθεστώτος που έχει εγκαθιδρύσει η Τουρκία στη βόρεια Κύπρο είναι ένα από τα πιο ευαίσθητα και αμφιλεγόμενα θέματα στην εξωτερική πολιτική της Κύπρου και της ευρύτερης περιοχής.
Ιστορικό και Γεωπολιτική Πλαίσιο
Από το 1974, όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο μετά το πραξικόπημα υποστηριζόμενο από την Ελλάδα, το νησί είναι de facto διαιρεμένο. Η Τουρκία κατέχει το βόρειο τμήμα της Κύπρου, το οποίο έχει ανακηρυχθεί ως η “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου” (ΤΔΒΚ) το 1983. Ωστόσο, η ΤΔΒΚ δεν αναγνωρίζεται από καμία άλλη χώρα, εκτός από την Τουρκία, και η Κύπρος παραμένει διεθνώς αναγνωρισμένη ως η Κυπριακή Δημοκρατία με τα σύνορά της αδιαμφισβήτητα.
Η αναγνώριση του ψευδοκράτους από οποιαδήποτε χώρα ή διεθνή οργανισμό αποτελεί παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των αποφάσεων του ΟΗΕ. Η διεθνής κοινότητα, με ηγέτιδα τη Βρετανία, τις ΗΠΑ, και την ΕΕ, έχει επανειλημμένα καταστήσει σαφές ότι η επίλυση του Κυπριακού ζητήματος πρέπει να γίνει μέσω διαπραγματεύσεων και όχι μέσω μονομερών ενεργειών ή αναγνωρίσεων του ψευδοκράτους.
Η Στάση Οργανώσεων όπως το ΕΛΙΑΜΕΤ
Ορισμένες οργανώσεις, όπως το ΕΛΙΑΜΕΤ, το οποίο ασχολείται με θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, φαίνεται να προχωρούν σε προτάσεις ή να υποστηρίζουν την αναγνώριση του ψευδοκράτους. Αυτή η θέση έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στην Κύπρο, καθώς πολλοί θεωρούν αυτή την τάση ως υποχώρηση από τις βασικές θέσεις του κυπριακού κράτους και της διεθνούς κοινότητας.
Αυτές οι οργανώσεις ενδέχεται να υποστηρίζουν την αναγνώριση του ψευδοκράτους ως μέρος μιας στρατηγικής που βλέπει την ανάγκη για «ρεαλιστικές» λύσεις στην περιοχή, θεωρώντας ότι η κατάσταση της διχοτόμησης είναι μονιμοποιημένη και ότι η επανένωση της Κύπρου είναι ανέφικτη χωρίς να γίνει αποδεκτό το «επιχειρησιακό καθεστώς» που έχουν διαμορφώσει οι τουρκικές δυνάμεις στη βόρεια Κύπρο. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση αγνοεί τις νομικές, ηθικές και πολιτικές συνέπειες που θα είχε η αναγνώριση ενός ψευδοκράτους και ενδεχομένως θα ενίσχυε τη θέση της Τουρκίας, που προσπαθεί να νομιμοποιήσει την κατοχή της.
Η αναγνώριση του ψευδοκράτους θα είχε σοβαρές επιπτώσεις για την Κύπρο και για τις σχέσεις της με την Τουρκία, την Ελλάδα, και τις μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν και η Κύπρος παραμένει διαιρεμένη, η διεθνής κοινότητα εξακολουθεί να υποστηρίζει την επανένωση μέσω διαπραγματεύσεων, με βάση το πλαίσιο που προσδιορίζεται από τις αποφάσεις του ΟΗΕ και τους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αναγνώριση του ψευδοκράτους θα ισοδυναμούσε με αποδοχή της τουρκικής εισβολής και θα ακύρωνε κάθε πιθανότητα για μια συμφωνία επανένωσης ή ακόμα και για οποιαδήποτε μελλοντική λύση που θα εξασφάλιζε την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου.
Επιπλέον, η αναγνώριση του ψευδοκράτους από οργανώσεις ή κράτη θα μπορούσε να υπονομεύσει τις διαπραγματευτικές θέσεις της Κύπρου σε οποιαδήποτε διεθνή συζήτηση για το μέλλον του νησιού. Η θέση της Κύπρου στο διεθνές σύστημα βασίζεται στην αναγνώριση της ως ενιαίου κράτους, και η υποστήριξη οποιασδήποτε ενέργειας που θα διασπούσε αυτή τη θέση θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρές πολιτικές και οικονομικές συνέπειες για την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η διεθνής κοινότητα, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, συνεχίζει να υποστηρίζει τη λύση του Κυπριακού μέσω διαπραγματεύσεων και σύμφωνα με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, που επιδιώκουν την επανένωση του νησιού. Η στήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης στην Κύπρο, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχει ενταθεί, με τις ΗΠΑ να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη στρατηγική θέση του νησιού στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, οποιαδήποτε τάση αναγνώρισης του ψευδοκράτους από κράτη ή οργανώσεις θα θέσει σε κίνδυνο τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κύπρου, και θα μπορούσε να υπονομεύσει τις αμερικανικές στρατηγικές στην περιοχή.
Η πρόταση ή η υποστήριξη της αναγνώρισης του ψευδοκράτους από οργανώσεις όπως το ΕΛΙΑΜΕΤ δεν αντικατοπτρίζει την πλειοψηφία της διεθνούς κοινότητας ή των πολιτικών ηγετών της Κύπρου. Αντίθετα, η συνεχής υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας για μια λύση μέσω διαπραγματεύσεων και η ανάγκη για σεβασμό των ψηφισμάτων του ΟΗΕ παραμένουν οι κύριες γραμμές εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου. Η αναγνώριση του ψευδοκράτους θα ήταν ένα επικίνδυνο βήμα που θα ενίσχυε τις θέσεις της Τουρκίας και θα υπονόμευε την επανένωση της Κύπρου, δημιουργώντας σοβαρές γεωπολιτικές και νομικές συνέπειες για το μέλλον του νησιού και των σχέσεών του με την διεθνή κοινότητα.
πηγες
Cyprus Mail (https://cyprus-mail.com/) – Offers in-depth articles on Cyprus’ political issues, including those related to the Cyprus conflict.
Al Jazeera (https://www.aljazeera.com) – Provides coverage on geopolitical issues in the Eastern Mediterranean, including Cyprus and Turkey.
BBC News (https://www.bbc.com/news) – Frequently reports on developments related to Cyprus and international diplomacy.
European External Action (EEAS) (https://eeas.europa.eu) – The EU’s foreign policy service, which publishes updates related to Cyprus and the ongoing diplomatic efforts in the region.
Από την δημοσιογραφική ομάδα του Greek News and Radio Fl