(Από υλικό που χρησιμοποιήθηκε για το βιβλίο της ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ).
Τέσσερις ανδρικές φιγούρες, βρεγμένες ως το κόκκαλο, γλιστρούν μέσα στο σκοτάδι και χτυπούν την πόρτα του τούρκικου στρατηγείου στο Νταούτμπαλι[1]. Ο Κενάν Ταχσίν Μεσσαρέ μπέης, ένας εικοσιτριάχρονος όμορφος και έμπειρος στρατιωτικός, υπασπιστής και γιoς του στρατηγού Χασάν Ταχσίν πασά, τους υποδέχεται. Είναι απεσταλμένοι του Bούλγαρου Τσάρου Φερδινάνδου. Επικεφαλής τους είναι ο ίλαρχος Στάντσεφ, πρεσβευτής της Βουλγαρίας στο Παρίσι μέχρι πρότινος.
Ο Στάντσεφ ενημερώνει τον Κενάν μπέη ότι οι δύο πρίγκιπες, Βόρις και Κύριλλος, με τα βουλγάρικα τάγματά τους και τον στρατηγό Θεοδωρώφ βρίσκονται μερικά χιλιόμετρα μακριά, στην Γιουβέσνα[2]. Το αίτημά τους, που συνοδεύεται από δέκα πουγκιά με χρυσές λίρες, είναι να δεχθεί ο Πασάς την παρουσία δύο Βούλγαρων αξιωματικών την ώρα που θα υπογράφεται το Πρωτόκολλο παράδοσης της Σαλονίκης στους Έλληνες.
Ο Κενάν μπέης τους διώχνει. Γνωρίζει πολύ καλά την απόφαση του πατέρα του. Τον είχαν πιέσει τα γεγονότα, οι ξένες δυνάμεις και οι μεγάλοι θρησκευτικοί ηγέτες της πόλης: ο Έλληνας μητροπολίτης, ο Εβραίος αρχιραββίνος και ο Τούρκος σεΐχης. Όλοι είχαν την ίδια παράκληση. Να μη χαθούν ζωές άδικα, να μην αιματοκυλισθεί η πόλη. Ο κίνδυνος της βουλγαρικής εισβολής ήταν άμεσος, οι τουρκικές δυνάμεις έχαναν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, ο αριθμός των λιποτακτών έφθανε τον ουρανό. Ο καλός στρατιωτικός σκέφθηκε ότι ο μόνος τρόπος για να γλιτώσουν χιλιάδες τούρκικες ψυχές το θάνατο και την ατίμωση, ήταν ένας: να παραδοθεί η πόλη στους Έλληνες. «Από αυτούς την πήραμε, σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε», είχε καταλήξει, μόλις χθες. Αμέσως μετά είχε στείλει απεσταλμένους στο ελληνικό Γενικό Στρατηγείο στο Τόψιν[3] και ζήτησε να παραδώσει την πόλη υπό όρους. Τους αντιπροσώπους συνόδευαν και οι πρόξενοι της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Γερμανίας. Οι Έλληνες δεν δέχτηκαν τους όρους, έβαλαν τους δικούς τους και περίμεναν την απάντηση, αλλιώς θα έμπαιναν στην πόλη με εχθρικές για τους Τούρκους διαθέσεις. Ο Ταχσίν πασάς ειδοποίησε ξανά ότι δέχεται τους ελληνικούς όρους.
Μισή ώρα περίπου αργότερα από την επίσκεψη των Βουλγάρων, γύρω στις εννέα το βράδυ, κάτω από δυνατή βροχή και κρύο, έξι Έλληνες- τρεις αξιωματικοί και τρεις φαντάροι-, αντιπρόσωποι του αρχιστράτηγου Διαδόχου Κωνσταντίνου, μπήκαν βιαστικοί στο Κονάκι και ζήτησαν τον Ταχσίν πασά. Νωρίτερα τον είχαν ζητήσει στο Νταούτμπαλι, αλλά ο πασάς είχε φύγει. Οι αξιωματικοί ήταν ο συνταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης και ο λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς, ακολουθούμενοι από τον δεκανέα Ίωνα Δραγούμη. Ο τελευταίος με τον Κενάν μπέη θα συντάξουν το Πρωτόκολλο Παράδοσης. Η γλώσσα που επιλέγεται είναι η γαλλική. Πρέπει να βιαστούν. Οι Έλληνες είχαν μάθει μέσω του προξενείου στη Σόφια τόσο για τις κινήσεις, όσο και για τη θέση του βουλγάρικου στρατού. Δεν πρέπει να χαθεί ούτε λεπτό. Οι διαδικασίες προχωρούν κανονικά, χωρίς εμπόδια και διαφωνίες, αλλά μέχρι να τελειώσει η σύνταξη της σύμβασης, τελειώνει η ημέρα και ξημερώνει η επόμενη.
Τότε επεμβαίνει ο λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς και πείθει τον πασά να βάλουν την χθεσινή ημερομηνία. Στο κάτω-κάτω, αν δεν είχαν αργήσει οι Τούρκοι να τους καλέσουν, όλα θα είχαν τελειώσει πριν φύγει η σημαντική ημέρα. Ο λόγος της επιμονής του λοχαγού είναι διπλός. Πρώτο, να τιμήσουν τον Άγιο Δημήτριο, τον πολιούχο και προστάτη της πόλης, που τόσο τιμούσαν και σέβονταν και οι ίδιοι οι Τούρκοι. Δεύτερο, να είναι τεκμηριωμένο σε επίσημο έγγραφο ότι ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την πόλη μία ημέρα ενωρίτερα, σημαντικό στοιχείο που άφηνε τους Βούλγαρους έξω από όλες τις παράλογες απαιτήσεις τους για συγκυριαρχία. Έτσι, πάνω από τις τρεις επίσημες υπογραφές, η ημερομηνία που έκανε τη Σαλονίκη πάλι ελληνική και της ξανάδωσε το πραγματικό της όνομα- Θεσσαλονίκη- ήταν το Σάββατο, 26 Οκτωβρίου 1912[4].
Οι τρεις Έλληνες αγκαλιάστηκαν. Τα είχαν καταφέρει. Όχι μόνο οι τρεις τους, σήμερα, αλλά ολόκληρη η Ελλάδα. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, μόλις από την 5η Οκτωβρίου, που μαζί με τους Σέρβους και τους Βούλγαρους κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων, κάτω από την τολμηρή απόφαση του Βενιζέλου να αποδοθούν τα εδάφη της Μακεδονίας, της Θράκης και του Αιγαίου από εκείνους που θα τα κέρδιζαν με τα όπλα τους από τους Τούρκους, τους είχε στέψει νικητές. Οι Τούρκοι απλώς κατέρρεαν, λιποτακτούσαν και οπισθοχωρούσαν τρομαγμένοι από όπου περνούσε ορμητικά ο ελληνικός στρατός. Οι καταρρακτώδεις βροχές, που αχρήστευαν τον τουρκικό στρατό, φαίνονταν να μην απασχολούν τον ελληνικό. Η μία νίκη πίσω από την άλλη κερδιζόταν κάτω από βροχές και καταιγίδες. Οι ουρανοί είχαν ανοίξει. Τώρα, με την περίλαμπρη νίκη επικρατούσε τόση αγαλλίαση που θα έβαζε στην άκρη, έστω για λίγο, την κρυφή, προς το παρόν, έχθρα και την ρήξη που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στον Βενιζέλο και στον Διάδοχο Κωνσταντίνο αυτή την ίδια ημέρα, με τα ψυχρά τηλεγραφήματα που ανταλλάχτηκαν.
Πήραν τα πολύτιμα έγγραφα κι επέστρεψαν καλπάζοντας στη βάση του ελληνικού στρατηγείου, στο Τόψιν. Ο Διάδοχος ήταν από ώρα ενημερωμένος να σταματήσει την επέλαση του στρατού, που είχε αρχίσει από τις πρωινές ώρες να ετοιμάζεται για μάχη. Κανείς τους δεν ένιωθε το κρύο και τη βροχή, κανείς τους δεν ένιωθε κουρασμένος ή νυσταγμένος. Τα έγγραφα έβγαζαν φωτιά ικανή να θερμάνει όλο το γένος.
Την Κυριακή το απόγευμα οι πρώτες ελληνικές δυνάμεις έμπαιναν θριαμβευτικά στην πόλη, κάτω από τις ουράνιες ζητωκραυγές των Ελλήνων. Κορίτσια έραιναν με λουλούδια τους στρατιώτες, τόσα, που δεν έβλεπες πια τους δρόμους, τόσα που νόμιζες ότι είχαν φτιαχτεί χαλιά, γεμάτα πολύχρωμα λουλούδια και είχαν ριχτεί στους δρόμους για να περνούν οι νικητές. Όλοι ήθελαν να αγγίξουν τα παλικάρια και τα πλησίαζαν, τα άγγιζαν, τους εύχονταν τα καλύτερα, ζητωκραύγαζαν μέχρι που βράχνιαζαν και δεν έβγαινε άλλη φωνή. Τότε κουνούσαν τη γαλανόλευκη πέρα δώθε, με ολύμπια χαμόγελα ευχαρίστησης στα πρόσωπά τους. Οι στρατιώτες βαδίζουν με δυσκολία, μικραίνουν τις γραμμές τους, είναι κι εκείνοι ευτυχισμένοι. Αυτές τις στιγμές θα τις θυμούνται όλοι μέχρι τον θάνατό τους.
Κανένας ξένος δεν κατάλαβε πώς εξαφανίστηκαν οι τουρκικές σημαίες. Όπου και να κοίταζες, έβλεπες την γαλανόλευκη να γίνεται ένα με τη θάλασσα, ένα με τον κόσμο. Πού βρέθηκαν τόσες ελληνικές σημαίες; Τα εύσημα ανήκαν στην ελληνική κοινότητα. Είχε αγοράσει εδώ και πολλές ημέρες όλο το λευκό και το μπλε κάμποτ που είχαν οι υφασματέμποροι Μαγκλάρας και Χασόν, έδωσε τα υφάσματα στις νοικοκυρές, και αυτές με τη σειρά τους ετοίμαζαν νυχθημερόν σημαίες και τις μοίραζαν στα ελληνικά σπίτια.
Με κόπο, αλλά με πλατιά χαμόγελα, ο λοχαγός Αθανάσιος Εξαδάκτυλος με τον δεκανέα Ίωνα Δραγούμη προσπαθούν να φθάσουν το κτήριο του ελληνικού προξενείου. Η ατμόσφαιρα είναι πανηγυρική. Ο Ηλίας, η Θεανώ και τα παιδιά τους, όπως και άλλοι, μέλη της Αδελφότητας, με τις δικές τους οικογένειες, έχουν μαζευτεί στον φιλόξενο και ηρωικό χώρο, περιμένοντας τους δύο άνδρες. Κάτω από ακράτητο ενθουσιασμό και ζητωκραυγές, με τον Εθνικό Ύμνο να επικρατεί σαν ιαχή, οι δύο άνδρες υψώνουν την ελληνική σημαία στο μπαλκόνι του προξενείου.
Λίγο πιο κάτω, στον Λευκό Πύργο, συμβαίνει κάτι ανάλογο. Ο Αλέξανδρος Ζάννας με έναν απλό ναύτη, ανεβαίνει στον Πύργο για να υψώσει την γαλανόλευκη. Τα σχοινιά μπλέκονται, ο Ζάννας δεν μπορεί να τα ξεμπλέξει και αφήνει βαρύθυμα το έργο στον απλό ναύτη. Αν και περίλυπος, αγαλλιάζει βλέποντας τη γαλανόλευκη να χαιρετίζει τα νερά του κόλπου για πρώτη φορά. Ο ιστός, πάνω στον οποίο κυματίζει η σημαία είναι το κατάρτι του Φέτχ ι Μπουλέντ που σώθηκε από τη φωτιά[5].
Καταρρακτώδης βροχή πέφτει και ξεπλένει τα πάντα. Κανείς δεν φεύγει, κανείς δεν προφυλάγεται. Μένουν όλοι, μεθυσμένοι από χαρά, να ζητωκραυγάζουν και να χορεύουν.
Η μεραρχία του στρατηγού Κλεομένη Κλεομένους μπαίνει στην πόλη από την οδό Μεμλεκέτ Μπαχτσεσή[6] και στρατωνίζεται κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, σε διάφορα βαγόνια, σε γειτονικά νηματουργεία και στο εργοστάσιο μπύρας Όλυμπος. Ο κόσμος που βρίσκεται εκεί, τους αποθεώνει χωρίς να δίνει σημασία στη βροχή. Το πιθανότερο είναι, αυτή η δυνατή βροχή να θεωρήθηκε σαν κάθαρση, δώρο Θεού, βάπτισμα στην ελευθερία.
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, αν και γεμάτη πρόσφυγες, δέχεται πλήθος προσκυνητών που ευχαριστούν τον αγαπημένο τους Άγιο, του ανάβουν τα πρώτα κεριά και ο χώρος δέχεται μετά από αιώνες το υπέροχο άρωμα του θυμιάματος.
Ο Ηλίας Αλεξόπουλος θα κρατήσει για ενθύμιο το σημερινό φύλλο της εφημερίδας Μακεδονία του Κώστα Βελλίδη. Είναι πανηγυρική και τυπωμένη με μπλε μελάνι.
Έχει ήδη νυχτώσει όταν φθάνει στο σιωπηλό Κονάκι μία μικρή βουλγάρικη αντιπροσωπεία από τέσσερις άνδρες που κρατούν λευκή σημαία και ζητούν να δουν τον Ταχσίν πασά. Είναι πάλι ο Στάντσεφ, δύο επιτελείς και ένας συνταγματάρχης[7], απεσταλμένοι του στρατηγού Θεοδωρώφ. Μετά τις συστάσεις μίλησε ο Στάντσεφ.
«Ο στρατηγός μας είναι έκπληκτος και δυσφορεί δικαίως με την απόφασή σας. Πώς μπορείτε και παραδίδετε την πόλη στους Έλληνες; Ο στρατός μας κινείται νικηφόρος τόσες ημέρες τώρα, νικώντας τα δικά σας στρατεύματα. Η Α.Μ. ο τσάρος μας Φερδινάνδος, δικαιούται να καταλάβει αυτή την πόλη».
«Θα μου επιτρέψετε να σας θυμίσω ότι η δική μου στρατιά μέχρι τώρα πολεμούσε μόνο με Έλληνες. Από την Ελασσόνα μέχρι τη Θεσσαλονίκη, ο μόνος μου αντίπαλος ήταν ο στρατός των Ελλήνων. Δεν είδα πουθενά ούτε έναν Βούλγαρο. Όσο για την απόφασή μου, δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν».
Τα λόγια του πασά μεταφράστηκαν και ο συνταγματάρχης άρχισε έξαλλος να ωρύεται και να χειρονομεί, χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει την οργή του. Τα μάτια του πετούσαν φλόγες.
Ο πασάς περίμενε να του μεταφράσουν τα λόγια του. Ο συνταγματάρχης είχε πει ότι έως πριν λίγο ο βουλγάρικος στρατός δεχόταν πυρά του τούρκικου στο Ντερβένι. Άρα, είχαν ίσα δικαιώματα με τους Έλληνες και αξίωνε την άμεση σύνταξη ενός πρωτοκόλλου, με το οποίο θα φαινόταν ότι η πόλη παραδινόταν ταυτόχρονα και στους Βουλγάρους.
«Είστε απολύτως παράλογος. Τα στρατεύματά μου έχουν ήδη αποχωρήσει. Θα έπρεπε να σκέφτεστε πριν ομιλήσετε, ενθυμούμενος και σε ποίον ομιλείτε».
Η μετάφραση αυτών των λόγων είχε ως αποτέλεσμα την απόλυτη μανία του συνταγματάρχη. Άρχισε πάλι να χειρονομεί απρεπώς, να βρίζει και να απειλεί ότι αν δεν κάνει ο πασάς αυτά που του λέει, θα μπει με τα στρατεύματά του με τη βία μέσα στην πόλη, έτσι για πείσμα των Ελλήνων.
Ο Στάντσεφ, τον διέκοψε, αντιλαμβανόμενος ως διπλωμάτης, ότι ο συνταγματάρχης είχε περάσει τα όρια.
«Συγχωρείστε τον συνταγματάρχη, πασά μου και ας μιλήσουμε επί της ουσίας. Είμαστε διατεθειμένοι να σας διευκολύνουμε τα μέγιστα. Να σας εξασφαλίσουμε την υπόλοιπη ζωή σας, μέσα στην όποια χλιδή θα θέλατε να ζείτε, όπου θα θέλατε. Σκεφθείτε το, αν και δεν έχουμε πολύ χρόνο. Τι θα απογίνετε, αν μείνετε εδώ, ποιος θα σας φροντίσει; Θα καταλήξετε αιχμάλωτος και περίγελως των Ελλήνων. Εμείς θα σας προστατεύσουμε. Δώστε μας αυτή τη στιγμή μία απλή υπόσχεση. Σας βεβαιώ ότι οι πρίγκιπές μας, Βόρις και Κύριλλος, όπως και ο στρατηγός μας Θεοδωρώφ, θα το εκτιμήσουν αφάνταστα».
Ο πασάς αρνήθηκε. Ο Σάντσεφ επέμεινε, βρίσκοντας το ένα πίσω από το άλλο, διάφορα διπλωματικά τεχνάσματα. Επί δύο ώρες η συζήτηση δεν έλεγε να τελειώσει, οι Βούλγαροι συνέχιζαν να επιμένουν. Στο τέλος, μετά από μία σύντομη συνεννόηση μεταξύ τους, ζήτησαν από τον πασά να τους δώσει ένα αντίγραφο του πρωτοκόλλου που είχε υπογραφεί. Ο Ταχσίν πασάς δεν είχε καμία αντίρρηση, διέταξε να ετοιμάσουν αμέσως ένα, που τους δόθηκε μετά από λίγα λεπτά. Το πήραν, αλλά είχαν άλλη μία ερώτηση. Θα μπορούσε ο πασάς να μεσολαβήσει στον Έλληνα Διάδοχο, ώστε να επιτραπεί η είσοδος σε ένα τους σύνταγμα για να αναπαυθεί;
«Κύριοι, είστε σύμμαχοι και φίλοι με τους Έλληνες. Πηγαίνετε στο στρατηγείο του Διαδόχου και ζητήστε το από τον ίδιο».
«Μπορείτε, τουλάχιστον, να δώσετε εντολή σε έναν δικό σας αξιωματικό να μας συνοδέψει;», ρώτησε ο Στάντσεφ.
«Κανένα πρόβλημα».
Ο Ταχσίν έδωσε εντολή να συνοδευτούν από τον ταγματάρχη Ομέρ Λουφτή. Οι άνδρες έφυγαν έφιπποι, όπως είχαν έλθει, κάτω πάλι από ραγδαία βροχή. Ο ουρανός εξακολουθούσε να είναι ανοιχτός ξεπλένοντας τους δρόμους και ξεχειλίζοντας τα ποτάμια.
[1] Ωραιόκαστρο
[2] Άσσηρος.
[3] Σημερινή Γέφυρα. Λίγο έξω από την κωμόπολη, σώζεται μέχρι σήμερα το αγρόκτημα όπου έγινε η συνάντηση και οι διαπραγματεύσεις.
[4] Με το παλιό ημερολόγιο, που ίσχυε ακόμη στην Ελλάδα.
[5] Είναι το ίδιο μέχρι σήμερα
[6] Σημερινή 26ης Οκτωβρίου
[7] Ήταν ή ο Μίτεφ ή ο Γκεοργκίεφ ή ο Τσιλιγκόρωφ, όλοι τους διοικητές των Βουλγάρων.