Μία νεάνις φλογερή “έβγαλε” φρονιμίτη
κι από τους πόνους οι φωνές ακούονταν στην Κρήτη.
Μετέβη σ᾿ οδοντίατρο τον πόνο ν᾿ απαλύνει
και παρ᾿ ολίγον έγκυος η δύστυχη να μείνει.
Το πρώτον την εκοίταξε ολόισια στα μάτια
κι η φαντασία κάλπασε σε άλλα μονοπάτια.
Μετά την εβοήθησε ν᾿ ανέβει στην καρέκλα
κι επεκαλέσθη τον Θεό και την αγία Θέκλα.
«Ανοίξετε το στόμα σας» της είπε όλο γλύκα
αυτός που όντως ήτανε δηλητηριώδης σφήκα.
Εκείνη του υπήκουσε, τι να ᾿κανε η τλήμων;
Αυτό μήπως δεν θα ᾿κανε ο κάθε εις νοήμων;
Εκείνος της εχάϊδευε τα πονεμένα ούλη
και ένα ρεύμα έφτασε βαθιά ώς το μεδούλι.
«Μα τι ορώ, θυγάτηρ μου, έν δόντι ετρυπήθη»
κι όλως τυχαία άγγιξε τα ζουμερά της στήθη.
«Γιατρέ μου εδώ έφθασα για ένα φρονιμίτη
κι εσύ κάνεις ανίχνευση από κάτω ώς τη μύτη».
«Μην ομιλείς στον ιατρό κι άφησ᾿ με να τροχίσω
μήπως μου φύγει ο τροχός κι άθελα μου σε σχίσω»
της είπε μα δεν έπαυε αλλού να πασπατεύει
ώσπου το άγριο θεριό άρχισε να μερεύει.
Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι,
κάνει τη χήρα που πενθεί εις τις εννιά να θέλει.
Έτσι και η νεάνις μας λησμόνησε τους πόνους
και στο μυαλό της θρόνιασε πόθους πολύ εμμόνους.
Απ᾿ την καρέκλα βρέθηκαν αλλού, ας μη τα λέμε·
γιατί δεν έγινα γιατρός κλαίω κι ανακαλιέμαι*.
Στο τέλος τον ερώτησε κρατώντας του τη χείρα:
«Γιατρέ μου, πες μου, έβγαλες εσύ σωφρονιστήρα;»
____________________________
*ανακαλιούμαι [αρχ. ανακαλούμαι] μοιρολογώ, κλαίω γοερά.
photo by Frank_Rietsch, https://pixabay.com