«Η μακεδονική γλώσσα είναι το παρελθόν μας, το παρόν μας και το μέλλον μας. Όσο υπάρχουν Μακεδόνες που περπατούν σε αυτή τη χώρα και άλλες χώρες του κόσμου, η μακεδονική γλώσσα θα υπάρχει. Όσο υπάρχει μακεδονική γλώσσα, οι Μακεδόνες θα υπάρχουν. Η μακεδονική γλώσσα είναι η γλώσσα μου, η γλώσσα που μεγάλωσα και μορφώθηκα, η γλώσσα με την οποία θα συνεχίσω να ζω. Είναι η γλώσσα των γονιών μου, η γλώσσα της μητέρας μου, που ως δασκάλα σε αυτή τη γλώσσα έχει μορφωθεί και μεγαλώσει γενιές και γενιές μαθητών. Είναι η γλώσσα των παιδιών μου, όλων των παιδιών της Μακεδονίας, των μητέρων και των πατέρων τους, των γιαγιάδων και των παππούδων τους, είτε ζουν στην πατρίδα τους, είτε σε οποιοδήποτε μέρος των μεσημβρινών του κόσμου. Αυτή είναι η γλώσσα στην οποία γράφονται προσωπικά έγγραφα, πιστοποιητικά και διπλώματα».
Αυτά δήλωνε ο Ζόραν Ζάεφ, πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας τον Ιούνιο του 1920. Πρόσφατα (2024), και η πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, δήλωνε ότι έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την ονομασία «Μακεδονία» στις δημόσιες εμφανίσεις της, «ως πράξη ατομικού δικαιώματος αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού», ενώ, εσχάτως, (18/12/ 2024), ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας Κριστιάν Μίτσκοσκι, προσερχόμενος στη Σύνοδο Κορυφής ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων, συνέχισε τις συστηματικές παραβιάσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών δηλώνοντας: «Βρισκόμαστε σήμερα εδώ στις Βρυξέλλες, για να στείλουμε ένα μήνυμα ότι οι «Μακεδόνες πολίτες» και η «Μακεδονία» ως χώρα αξίζουν μία θέση μαζί με τα άλλα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Δηλώσεις όπως αυτές και ενέργειες[1] – και δεν είναι οι μόνες – καταδεικνύουν ότι η Συμφωνία των Πρεσπών (17/6/2018) άφησε πολλά ερωτήματα αναπάντητα. Έτσι, ενώ το όνομα της χώρας, Βόρεια Μακεδονία, γίνεται σχετικά αποδεκτό, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη γλώσσα. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3β και 3γ της Συμφωνίας των Πρεσπών οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας ονομάζονται «Μακεδόνες» και η γλώσσα τους «μακεδονική». Ταυτόχρονα το άρθρο 7 παρ. 4 δεσμεύει το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας να αναγνωρίσει ότι «η επίσημη γλώσσα του, η μακεδονική, ανήκει στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών». Το τελευταίο, κατά την άποψη ορισμένων πολιτικών και επιστημόνων[2], θα πρέπει να ικανοποιεί την ελληνική πλευρά, άποψη, όμως, που δεν συμμερίζεται μεγάλη μερίδα έγκριτων γλωσσολόγων της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Το ερώτημα που τίθεται για τους διαφωνούντες με τον χαρακτηρισμό της γλώσσας ως «μακεδονικής» είναι πότε και γιατί ονομάστηκε «μακεδονική», η κατ’ ουσίαν σλαβο-βουλγαρική διάλεκτος, που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι της νυν Β. Μακεδονίας και πότε αυτή εισήχθη στην καθημερινότητα των πολιτών της.
Μακεδονικό Ζήτημα
Η συζήτηση για τη «μακεδονική» γλώσσα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το «Μακεδονικό Ζήτημα» που ταλάνισε τη χώρα μας για πάνω από ένα αιώνα.
Μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η περιοχή που σήμερα αποκαλείται, πλέον, Βόρεια Μακεδονία ονομαζόταν Νότια Σερβία ή Vardarska Banovina, δηλ. διοίκηση του Βαρδάρη και οι κάτοικοι Νότιοι Σέρβοι και ουδείς έως τότε, από αυτούς που οραματίστηκαν την ίδρυση «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», δεν είχε μιλήσει, επίσημα τουλάχιστον, για «μακεδονικό» έθνος και «Μακεδόνες».
Το Μακεδονικό Ζήτημα εμφανίστηκε περί τα τέλη του 19ου αι. και αφορά στον ανταγωνισμό μεταξύ της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας να διεισδύσουν στον χώρο της Μακεδονίας, που τότε αποτελείτο από τα βιλαέτια (περιφέρειες) Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, και να προσεταιριστούν, για λογαριασμό τους η κάθε μια, το πληθυσμιακό της μωσαϊκό, που συγκροτείτο από Έλληνες, Βουλγάρους, Σέρβους, λίγους Ρουμάνους και Αλβανούς, Εβραίους (κυρίως, στη Θεσσαλονίκη) καθώς και Τούρκους και γενικά μουσουλμάνους. Οι διαμάχες για την κατάκτησή της κράτησαν από το 1870 έως το 1918 που έληξε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αρχίσει να καταρρέει, η Βουλγαρία έστρεψε το ενδιαφέρον της προς τη Μακεδονία με στόχο – διά της προπαγάνδας, στην αρχή, και μέσα από την τρομοκρατική δράση ένοπλων ομάδων (Κομιτατζήδες), στη συνέχεια – τον βίαιο εκβουλγαρισμό των κατοίκων. Αποκορύφωμα της δράσης των ομάδων αυτών υπήρξε η εξέγερση στο Κρούσεβο, το 1903, γνωστή ως «επανάσταση του Ίλιντεν», την οποία οι σημερινοί Σλαβομακεδόνες έχουν μυθοποιήσει, θεωρώντας την ως την απαρχή της αφύπνισης του «μακεδονικού έθνους». Σκοπός τους η έναρξη ένοπλου αγώνα για την προσάρτηση της Μακεδονίας στην επικράτειά τους.
Για την αντιμετώπιση της βουλγαρικής απειλής, τον Σεπτέμβριο του 1904, έκαναν την εμφάνισή τους στη Μακεδονία τα πρώτα ελληνικά ένοπλα τμήματα με αρχηγό τον Παύλο Μελά[3], για να ακολουθήσει ο Μακεδονικός Αγώνας, που έληξε το 1908 με την επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι οποίοι απαγόρευσαν τη δράση στη Μακεδονία όλων των ανταρτικών ομάδων (ελληνικών, βουλγάρικων, σέρβικων). Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος σήμαναν τον διαμελισμό της Μακεδονίας, τα εδάφη της οποίας, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 και του Νεϊγί το 1919, δόθηκαν: 51,56% στην Ελλάδα, 38,32% στη Σερβία και 10,12% στην Βουλγαρία.
Την περίοδο αυτή δεν υπήρχαν, βεβαίως, «Μακεδόνες» με διακριτή εθνική συνείδηση, κάτι που ξεκίνησε να συμβαίνει, ως αποτέλεσμα πολιτικών ζυμώσεων, όταν το Μακεδονικό πέρασε σε νέα φάση την περίοδο του μεσοπολέμου (1919-1940). Ήταν η περίοδος που τα ανερχόμενα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, μεταξύ των οποίων και το ΚΚΕ, επιδίωκαν τη δημιουργία ξεχωριστού μακεδονικού κράτους ή αυτόνομης Μακεδονίας[4]. Σε αυτό το διάστημα το ΚΚΕ ακροβατούσε μεταξύ, από τη μία των αποφάσεων της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, αλλά και της Κομιντέρν περί ίδρυσης «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας», και από την άλλη της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας[5].
Με την κατάληψη της Μακεδονίας το 1941 από τα ναζιστικά στρατεύματα και την παραχώρηση της ελληνικής Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης στους Βουλγάρους, το Μακεδονικό Ζήτημα αναζωπυρώθηκε και πάλι. Η βουλγαρική προπαγάνδα προσήλκυσε ως συνεργάτες της διαβόητης μυστικής της αστυνομίας «Οχράνα», αρκετούς «βουλγαρομακεδόνες», ενώ πολλοί αριστεροί σλαβόφωνοι, επηρεασμένοι από την προπαγάνδα του Τίτο περί ίδρυσης μακεδονικού κράτους, συγκρότησαν το «Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο», γνωστό ως SΝΟF. Η οργάνωση συμμετείχε στον ΕΛΑΣ μ’ ένα τάγμα. Κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου (1946-1949) χιλιάδες Σλαβομακεδόνες πολέμησαν στις τάξεις του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», ενθαρρυμένοι από τη δέσμευση του ΚΚΕ, ότι μετά την πιθανολογούμενη νίκη, η ελληνική Μακεδονία θα ενωνόταν με τη γιουγκοσλαβική και τη βουλγαρική, σχηματίζοντας την Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία[6]. Σύντομα, όμως, η σλαβομακεδονική οργάνωση οδηγήθηκε σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ, εξαιτίας της προπαγάνδας περί μακεδονικού έθνους, αλλά και των σχεδίων για την περιοχή του Τίτο.
Στο μεταξύ Βούλγαροι και Σέρβοι ανταγωνίζονταν για την εθνότητα των κατοίκων του συνόλου της Μακεδονίας, με τους πρώτους να υποστηρίζουν ότι πρόκειται περί Βουλγάρων οι οποίοι ομιλούν ένα βουλγαρικό ιδίωμα (τη σλαβομακεδονική διάλεκτο). Ο εδαφικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο λαών αντιμετωπίστηκε από τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, όταν το 1944 ίδρυσε τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΛΔΜ) ως ομόσπονδο κρατίδιο της Γιουγκοσλαβίας, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους, όχι μόνο σε αυτή, αλλά και στις γύρω βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία και Ελλάδα). Σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή, ξεκίνησε μια προσπάθεια εθνογένεσης, με χρήση ελληνικού ονόματος και ελληνικών συμβόλων. Ενώ, λοιπόν, όλα τα κράτη της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας δημιουργήθηκαν με εθνολογικά κριτήρια, η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» δημιουργήθηκε με καθαρά πολιτικά κριτήρια. Χωρίς να υπάρχουν Μακεδόνες, μακεδονική γλώσσα, μακεδονική ιστορία, και θρησκεία που να ενώνει τον πληθυσμό της, ο Τίτο τα δημιούργησε όλα από την αρχή. Κατασκεύασε το κρατίδιο αυτό, προφανώς με τις ευλογίες της Μόσχας, που επιθυμούσε την πρόσβαση της στο Αιγαίο. Με το σχέδιο αυτό ο Τίτο επιδίωκε αφενός τη συγκράτηση και αφομοίωση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας – με δεδομένο ότι οι κάτοικοι στην πλειονότητά τους ήταν βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας – και, αφετέρου, την επέκταση της Γιουγκοσλαβίας στη βουλγαρική και ελληνική Μακεδονία.
Με τη συντριβή του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» (ΔΣΕ) το 1949, 35.000, περίπου, σλαβόφωνοι με σλαβική συνείδηση εγκατέλειψαν με τη θέλησή τους ή εκδιώχθηκαν βίαια από τη Δυτική Μακεδονία, ενώ 42.000, περίπου, με ελληνική συνείδηση παρέμειναν σ’ αυτήν. Η ελληνική πλευρά θεώρησε ότι, μετά από αυτά, το «Μακεδονικό Ζήτημα» είχε τελειώσει. Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Τα Σκόπια, όπου είχαν καταφύγει οι Σλαβομακεδόνες της ελληνικής Μακεδονίας, εξέπεμπαν αλυτρωτισμό και πίεζαν διαρκώς την κεντρική κυβέρνηση του Βελιγραδίου να συντηρεί το θέμα και να προβάλλει αξιώσεις έναντι της Ελλάδας. Δηλώσεις περί καταπίεσης των «Μακεδόνων του Αιγαίου» από την Ελλάδα, χάρτες της «Μεγάλης Μακεδονίας», δημοσιεύματα για αρπαγή μακεδονικών εδαφών από Ελλάδα και Βουλγαρία κ.ά. προκαλούσαν κατά διαστήματα την έντονη αντίδραση της Αθήνας.
Οι ενέργειες αυτές δημιούργησαν εντάσεις στην περιοχή για να κορυφωθούν το 1991, όταν η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε και η από τον Τίτο δημιουργηθείσα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ανακήρυξε την ανεξαρτησία της με καθαρά αλυτρωτικές και αναθεωρητικές αναφορές στο Σύνταγμά της.
Η περί «μακεδονικού έθνους» ιδέα που συμπεριλαμβανόταν στις διακηρύξεις του νεοπαγούς κρατιδίου είχε προκύψει από τη στρατηγική ανάγκη της Γιουγκοσλαβίας να προστατευτεί απέναντι στις διεκδικήσεις των Βουλγάρων και, παράλληλα, να βρει τρόπους εξόδου στη θάλασσα, εις βάρος, βεβαίως, της Ελλάδας. Αυτό προϋπέθετε απομάκρυνση του, κατά βάση, βουλγαρόφωνου πληθυσμού από την επιρροή της Βουλγαρίας, γεγονός που επετεύχθη μέσω της καλλιέργειας μιας νέας εθνικής ταυτότητας. Δημιουργήθηκε, έτσι, τεχνηέντως, ένα νέο εθνικό μόρφωμα με ταυτότητα που προήρχετο από τα γεωγραφικά του χαρακτηριστικά, συνθέτοντας, παράλληλα, τον ιστορικό και πολιτισμικό του χαρακτήρα, σφετεριζόμενο βασικά στοιχεία των γειτόνων. Παραποιώντας και διαστρεβλώνοντας την ιστορία, σήμερα, η επίσημη ιστοριογραφία της πρώην ΠΓΔΜ και νυν Β. Μακεδονίας υποστηρίζει ότι η απαρχή του έθνους βρίσκεται στους αρχαίους Μακεδόνες, οι οποίοι στη συνέχεια απορρόφησαν τα σλαβικά φύλα που έφτασαν στη Βαλκανική, εκχριστιανίστηκαν από τους «Μακεδόνες» Κύριλλο και Μεθόδιο και δημιούργησαν το «Μακεδονικό» βασίλειο του Τσάρου Σαμουήλ. Συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας την ιστορική τους μυθοπλασία αναφέρουν ότι μετά την Οθωμανική κατάκτηση ξεκίνησαν τους αγώνες για την ελευθερία τους μέχρι την επανάσταση του Ίλιντεν (1903) και, τελικά, την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΛΔΜ).
Όλα αυτά μπορεί να αποτελούν μια εξόφθαλμη διαστρέβλωση της τεκμηριωμένης και επιστημονικά αποδεκτής ιστορίας των Ελλήνων και των Βουλγάρων. Ωστόσο, οι μη ενημερωμένοι, ανά τον κόσμο, πολιτικοί και πολίτες δεν είναι σε θέση να εντοπίσουν αυτές τις ανακρίβειες. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι το Σύνταγμα των Σκοπίων το 1991 περιέγραφε το όραμα της «Μεγάλης Μακεδονίας», με σκοπό την απελευθέρωση των «αλύτρωτων» αδελφών τους. Το ισχύον Σύνταγμα, παρότι έχει τροποποιήσει κάποιες ακρότητες του συντάγματος του 1991, παραπέμπει στις «ιστορικές αποφάσεις» της εθνικιστικής ASNOM (Αντιφασιστική Συνέλευση για την Εθνική Απελευθέρωση της Μακεδονίας), η οποία με μανιφέστο (Αύγουστος 1944) διακήρυττε «τη δίκαιη και αμετάβλητη επιθυμία για ένωση όλου του μακεδονικού λαού με βάση τις αρχές του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού».
Σήμερα, το πρόβλημα με τον «Μακεδονισμό», την εθνική ιδεολογία των Σκοπίων, είναι ότι εξακολουθεί να εμφορείται από την ιδέα του αναθεωρητισμού, επειδή θεωρεί τη γεωγραφική Μακεδονία ως αδιαίρετη ενότητα η οποία, εκτός από τα όρια της Β. Μακεδονίας, που θεωρούνται «ελεύθερα», βρίσκεται «υπό κατοχή». Το ιδεολόγημα αυτό του «Μακεδονισμού» διδάσκεται στα σχολικά βιβλία, καλλιεργώντας το ανθελληνικό και αντιβουλγαρικό πνεύμα στις νέες γενιές, αναφέροντας, συχνά, ότι οι «Μακεδόνες» του Αιγαίου[7] έχουν υποστεί γενοκτονία και εγείροντας αξιώσεις για εδαφικές και οικονομικές αποζημιώσεις. Σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι Σλαβομακεδόνες της διασποράς (κυρίως, σε Καναδά, ΗΠΑ και Αυστραλία) διεξήγαγαν μία συγκροτημένη προπαγάνδα σχετικά με τα «κατεχόμενα» μακεδονικά εδάφη από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία καθώς και για τις διώξεις που υποφέρουν στην Ελλάδα «αλύτρωτοι Μακεδόνες».
Η Ελλάδα δεν παρέμενε αδρανής στην προσπάθεια φαλκίδευσης της ιστορίας εκ μέρους των Σκοπίων. Τόσο σε επίσημο όσο και σε ανεπίσημο επίπεδο η ελληνική πλευρά προσπάθησε να αποκρούσει τους σχεδιασμούς του Τίτο, ο οποίος είχε σκοπό να αυξήσει την κομμουνιστική επιρροή στη Βαλκανική. Στις ελληνικές ανησυχίες, το ΥΠΕΞ των ΗΠΑ είχε απαντήσει τον Δεκέμβριο του 1944, δηλώνοντας ότι οποιαδήποτε συζήτηση για ύπαρξη «μακεδονικής» πατρίδας ή έθνους είναι δημαγωγική κι έχει επιθετικούς σκοπούς εις βάρος της Ελλάδας. Ωστόσο, μετά τη ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν (1948), η γεωστρατηγική ισορροπία μεταβλήθηκε και η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπάθησε να προσεγγίσει τη Γιουγκοσλαβία με απώτερο σκοπό να αναχαιτίσει τη σοβιετική επιρροή στα Βαλκάνια. Έτσι, η Ελλάδα δεν είχε την αναμενόμενη διπλωματική στήριξη από τους συμμάχους της, παρά τις σιωπηρές διαβεβαιώσεις ότι δεν θα αναγνώριζαν ένα «μακεδονικό» έθνος. Το ζήτημα είναι ότι αυτό που ξεκίνησε ως προπαγάνδα με εδαφικές βλέψεις, εξελίχθηκε σε ζήτημα ταυτοτήτων και ιστορικής κληρονομιάς
«Μακεδονική» γλώσσα
Μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ. η βόρεια Μακεδονία ήταν καθαρά ελληνόφωνη. Μετά την άφιξη των Σλάβων έγινε δίγλωσση, ελληνόφωνη και σλαβόφωνη. Η χρήση και των δύο γλωσσών στους αιώνες που ακολούθησαν, είχε, σταδιακά, ως αποτέλεσμα, την αμοιβαία προσθήκη λέξεων στο λεξιλόγιο αμφοτέρων των γλωσσών. Στο γλωσσικό κράμα που δημιουργήθηκε προστέθηκαν, στη συνέχεια, και πολλές λέξεις, τόσο από άλλους γειτονικούς λαούς, όσο και από τους εκάστοτε κατακτητές. Οι ξένες λέξεις και έννοιες προσαρμόστηκαν σταδιακά στην προφορά, στους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες των κατοίκων της περιοχής, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η σκοπιανή γλώσσα.
Βάσει των ανωτέρω και σύμφωνα με τις αρχές της γλωσσικής επιστήμης η γλώσσα των Σκοπίων δε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αυτοτελής γλώσσα. Πρόκειται, περισσότερο, για προέκταση της βουλγαρικής γλώσσας, αφού οι πιο πολλές λέξεις προέρχονται από τα βουλγαρικά, στο λεξιλόγιο της οποίας έχει παρεισφρήσει κι ένα μικρό ποσοστό παραφθαρμένων ελληνικών λέξεων. Το μικρό αυτό ποσοστό δεν αρκεί, όμως, σε καμία περίπτωση για να στοιχειοθετήσει οποιαδήποτε ουσιαστική συγγένεια της σλαβομακεδονικής με την αρχαία ελληνική μακεδονική γλώσσα, αφού οι ξένες λέξεις καταλαμβάνουν σε κάθε περίπτωση πάνω από το 90% αυτής. Ορθότερο είναι να ειπωθεί ότι η σλαβομακεδονική γλώσσα αποτελεί ένα συμπίλημα λέξεων που προέρχονται από διάφορες γλώσσες, όπως τη Βουλγαρική, τη Σέρβικη, την Τουρκική, την Αλβανική, την Ελληνική, και άλλων. Ως κράμα τόσων πολλών γλωσσών και γλωσσικών ιδιωμάτων δεν είναι δυνατό να συντελεστεί μια σαφή ιστορική ταυτοποίηση.
Όπως αποδεικνύεται από την όλη εξέλιξη της σλαβομακεδονικής γλώσσας, που επικαλούνται οι Σκοπιανοί, αυτή η γλώσσα ποτέ δεν ήταν μια ιδιαίτερη παλαιά ξεχωριστή γλώσσα με δική της προσωπικότητα, αλλά ένα κράμα λέξεων διαφόρων γλωσσών με παραφθαρμένο γλωσσικό ιδίωμα, χωρίς αλφάβητο και γραφή που δημιουργήθηκε από τις γλώσσες των κατακτητών, που διαδοχικά κατέλαβαν αυτές τις περιοχές. Γνωρίζοντας, κατά συνέπεια, οι εμπνευστές του κράτους των Σκοπίων ότι η γλώσσα είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο για την ανάδειξη της ιδιαιτερότητας ενός λαού και τη σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας και συνείδησής του, καθώς, και ότι η γλώσσα συνιστά το βασικό θεμέλιο ενός έθνους, η επόμενη κίνησή τους ήταν να δημιουργήσουν μία ιδιαίτερη γλώσσα, τη «μακεδονική», επιδιώκοντας, τεχνηέντως, να απομειωθεί με κάθε τρόπο η μεγάλη συγγένεια του γλωσσικού ιδιώματός τους με τη βουλγαρική.
Το Σεπτέμβριο του 1944 η σκοπιανή εθνοσυνέλευση συγκρότησε επιτροπή από επιστήμονες και λόγιους κι ανέθεσε σ’ αυτούς να καθορίσουν τους κανόνες Γραμματικής και Ορθογραφίας της σλαβικής σκοπιανής γλώσσας. Η επιτροπή έθεσε ως βάση το γλωσσικό ιδίωμα της σκοπιανής γλώσσας που μιλιόταν στην κεντρική πυκνοκατοικημένη περιοχή του κράτους των Σκοπίων, δυτικά του Αξιού ποταμού. Σε ό,τι αφορά το λεξιλόγιο αποφάσισε να αφαιρέσει τις τουρκικές λέξεις και να αναπληρώσει τις ελλείπουσες, από τα γλωσσικά ιδιώματα των άλλων περιοχών. Αποφάσισε, ακόμη, να στραφεί προς τη λύση της δημιουργίας νέων λέξεων από ξένες γλώσσες, εφόσον θα παρίστατο σχετική ανάγκη. Για να καλύψει το κενό των επιστημονικών όρων προχώρησε στο δανεισμό όρων από ξένες γλώσσες ή στη δημιουργία νέων όρων. Σε ό,τι αφορά την ορθογραφία, καθιέρωσε τη φωνητική γραφή, το να γράφεται, δηλαδή, κάθε φθόγγος ακριβώς όπως προφέρεται, χωρίς τήρηση άλλων κανόνων. Οι αποφάσεις της επιτροπής τέθηκαν, στη συνέχεια, ως βάση της επίσημης γλώσσας του κράτους.
Στην κατασκευασμένη, για πολιτικές σκοπιμότητες, γλώσσα αντίλογο άρθρωσαν Έλληνες και ξένοι γλωσσολόγοι με κυριότερο, από ελληνικής πλευράς, τον Γ. Μπαμπινιώτη, ο οποίος επεσήμανε την πρωτοτυπία της γλώσσας των Σκοπίων, εκ του γεγονότος ότι, στην περίπτωσή της, «δεν ισχύει η προϊστορία αιώνων της γλώσσας, όπως αυτή αποκαλύπτεται σε κάθε άλλο ευρωπαϊκό λαό και δεν είναι προϊόν φυσικής εξέλιξης, αλλά τεχνικής επεξεργασίας». Συνεχίζει επισημαίνοντας ότι «η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα, τόσο λεξιλογικά, όσο γραμματικά και συντακτικά, είναι μία διάλεκτος της βουλγαρικής με επιμειξία πολλών σερβικών, τουρκικών, ελληνικών και αλβανικών στοιχείων».
Μετά από αίτημα του γερμανικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού Deutsche Welle για συνέντευξη, ο ανωτέρω γλωσσολόγος απέστειλε άρθρο στο οποίο εκθέτει, για πολλοστή φορά, την άποψή του. Εκεί γράφει: «Δεν είναι καθόλου αθώα η κλοπή των ονομάτων, ιδίως του ονόματος της γλώσσας, διότι η γλώσσα είναι βασικό συστατικό ταυτότητας. Είναι ταυτότητα που οδηγεί, ιδίως απληροφόρητους αποδέκτες (…), σε ταύτιση μιας χώρας με μια άλλη, σε ταύτιση καταγωγής και πολιτισμού, εν προκειμένω, σε ταύτιση της πρώην ΠΓΔΜ με την ελληνική Μακεδονία (αρχαία, βυζαντινή και νεότερη). Και μην ξεχνάμε ότι η ταυτότητα της γλώσσας σε συνδυασμό με άλλες ταυτοτικές αναγνωρίσεις (ονομασία εθνότητας λ.χ. ή προϊόντων κ.λπ.) επιφέρει σύγχυση και, όχι σπάνια, υποστηρίζει εθνικιστικές βλέψεις. Επομένως, το όνομα της γλώσσας της πρώην ΠΓΔΜ, αν ληφθούν υπ’ όψιν η καταγωγή, η δομή και η ιστορία της, δεν μπορεί να είναι «μακεδονική». Μοιάζει, λοιπόν, κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη η ψευδώνυμη και παραπλανητικά επονομαζόμενη «μακεδονική» γλώσσα μορφολογικά με τη βουλγαρική και φωνητικά με τη σερβική. Στο άρθρο του ο Γ. Μπαμπινιώτης αναφέρεται και σε άλλους γλωσσολόγους, οι οποίοι καθιστούν σαφές ότι τα μακεδονικά είναι μια σλαβική γλώσσα, όπως τον Ν. Ανδριώτη[8], ο οποίος υποστήριξε ότι οι σλαβόφωνοι του κράτους των Σκοπίων ονόμαζαν τον εαυτό τους Bugari (σερβικός τύπος της λέξης Βούλγαροι). Ο ίδιος γλωσσολόγος επεσήμανε, επίσης, ότι και οι Έλληνες θεωρούσαν τους κατοίκους της περιοχής των Σκοπίων Βούλγαρους. Πώς, όμως, οι Σέρβοι, διερωτάται ο Ν. Ανδριώτης, θα μπορούσαν να διατηρήσουν στο έδαφός τους έναν λαό που αυτοαποκαλείται Bugari; Επινόησαν, έτσι, ένα άλλο όνομα, το «Μακεδόνες». Το ερώτημα, κατά συνέπεια, που τίθεται είναι πώς θα πρέπει να ονομαστεί το γλωσσικό ιδίωμα ενός σλαβόφωνου λαού που αποδεικνύεται ότι δεν είναι παρά ένα ιδίωμα ή διάλεκτος της Βουλγαρικής (με πλήθος ελληνικών λέξεων και ομοιότητες με τη σερβική γλώσσα). Η απάντηση που δίνει ο Ν. Ανδριώτης είναι: Βουλγαρική ή Σλαβονική ή έστω και Σλαβική της βόρειας Μακεδονίας. Όμως, καθώς κάτι τέτοιο θα τερμάτιζε τις όποιες φιλοδοξίες όσων επιβουλεύονται την ελληνική Μακεδονία, προτίμησαν τους όρους «Μακεδονία», «Μακεδόνες» και «μακεδονική» γλώσσα.
Η σλαβολόγος, επίσης, Σόνια Κανίκοβα έγραφε το 1998: «Η μακεδονική γλώσσα δομικά είναι παρόμοια με τα βουλγαρικά και έχει, πράγματι, χαρακτηριστεί από κάποιους – μεταξύ των οποίων και ορισμένοι μη Βούλγαροι επιστήμονες – ως βουλγαρική διάλεκτος». Την ίδια άποψη έχουν και ξένοι μελετητές, όπως ο Δανός γλωσσολόγος Kristian Sandfeld, και ο Γερμανός Gustav Weigand οι οποίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η γραπτή «μακεδονική γλώσσα» δεν είναι μια νέα γλώσσα, αλλά μια βουλγαρική διάλεκτος, η ορθογραφία της οποίας καθορίστηκε με βάση τη σερβική ορθογραφία, όταν με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κωδικοποιήθηκε, εντέχνως και για προφανείς σκοπούς, ως «γλώσσα».
Την προώθηση της νέας «μακεδονικής» γλώσσας ανέλαβε πρώτη η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Σκοπίων, το έτος 1946. Μετά το 1953, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε το Ινστιτούτο της «Μακεδονικής γλώσσας» και η «Μακεδονική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών». Τα πρώτα επιστημονικά δημοσιεύματα ήταν: «Η γραμματική της μακεδονικής γλώσσας», «Το ορθογραφικό λεξικό» και το τρίτομο «Λεξικό της μακεδονικής γλώσσας». Έτσι, η λεγόμενη «μακεδονική» έγινε η τρίτη επίσημη γλώσσα της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας, από κοινού με την σερβοκροατική και την σλοβενική. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, το παράδοξο, οι Σλάβοι των Σκοπίων να αυτοπροσδιορίζονται «Μακεδόνες», όταν εμφανίστηκαν στον χώρο της Βαλκανικής τον 7ο μ.Χ αιώνα, δηλαδή 1000 έτη αργότερα από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου. Η παραδοξότητα αυτή έκανε τον Χρήστο Γιανναρά να αναρωτηθεί: «Σε ποιους φοβερούς καταψύκτες φυλάχτηκε τόσο σπέρμα του Μεγαλέξανδρου, ώστε να μας προκύψει, τόσους αιώνες μετά, ένας λαός αυθεντικών Μακεδόνων Σκοπιανών;»
ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ
Διερωτάται ο Γ. Μπαμπινιώτης: «Γιατί οι κάτοικοι των Σκοπίων επιλέγουν συνειδητά, συστηματικά και πολιτικά, μια ψευδώνυμη ονομασία, χρησιμοποιώντας ένα όνομα (το Μακεδονική) που εθνικά, ιστορικά, πολιτισμικά, γλωσσικά δηλώνει την ελληνική Μακεδονία; Προφανής, νομίζω, η απάντηση: γιατί η ονομασία αποτελεί καίριο στοιχείο ταυτότητας ενός έθνους. Άρα, μέσα από το όνομα οι Σκοπιανοί επιχειρούν να συνδεθούν με την ιστορία και τον πολιτισμό της ελληνικής Μακεδονίας, αντλώντας αίγλη αλλά (έμμεσα και σε μελλοντικό χρόνο με πιθανές ανακατατάξεις) και άγνωστες, σήμερα, διεκδικήσεις. Τα ονόματα χωρών δεν είναι αθώα!…».
[1] Στις 14/12/2024 στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας (ΠΑΜΑΚ), από το Εργαστήριο Μελέτης του Πολιτισμού, των Συνόρων και του Κοινωνικού Φύλου που λειτουργεί στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο «Κύριλλος και Μεθόδιος» των Σκοπίων, διοργανώθηκε ημερίδα με θέμα: ««Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας και Ελλάδα: Προοπτική πολιτιστικής συνεργασίας. Η μακεδονική γλώσσα». Το γεγονός καταδεικνύει ότι οι εντός συνόρων υποστηρικτές της «μακεδονικής» γλώσσας δεν είναι ολίγοι.
[2] Για παράδειγμα διαφορετική άποψη έχει η σλαβoλόγος στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας της Θεσσαλονίκης Αλεξάνδρα Ιωαννίδου η οποία θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία των συναδέλφων της είναι ανακόλουθη, καθότι πιστεύουν ότι η σύγχρονη μακεδονική γλώσσα δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως γλώσσα «επειδή οι ρίζες της ανάγονται στις διαλέκτους της Δυτικής Βουλγαρίας»». Η γλωσσολόγος, θεωρεί ότι πολλές άλλες πτυχές που είναι σημαντικές για τον ορισμό μιας γλώσσας, απλώς δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν. Για την κ. Ιωαννίδου υπάρχει ένας, ακόμη, βασικός λόγος: «Η επιχειρηματολογία των συναδέλφων μου έχει να κάνει με μια παρανόηση του πατριωτισμού τους και, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί μια πολύ λυπηρή παραίτηση από την ακαδημαϊκή τους ελευθερία».
[3]Στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» της 1η Μαρτίου 1947, το ΚΚΕ παρουσιάζει τον Παύλο Μελά σαν κομιτατζή που «έσφιγγε τη θηλιά στο λαιμό του μακεδονικού λαού», ο οποίος λαός «στέναξε κάτω από τόσους ζυγούς σκλαβιάς».
[4]Tο 1923 το ΚΚΕ εργαζόμενο σταθερά και με ιερή προσήλωση στο διεθνιστικό του καθήκον για την απόσχιση της Μακεδονίας, υπερψηφίζει την εισήγηση των Βουλγάρων συντρόφων στο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα στις 12-13 Ιουνίου του 1923 κι έκανε λόγο για αυτονόμηση της Μακεδονίας και της Θράκης. Όποιος διατύπωνε διαφορετική άποψη ήταν «χαφιές του κεφαλαίου», των «Ελλήνων αστικοτσιφλικάδων» και «προδότης του λαού». Στο συνέδριο αυτό δεν γίνεται, πλέον, λόγος για «βουλγαρικό λαό». Γίνεται λόγος για «μακεδονικό λαό», «μακεδονικό πληθυσμό» χωρίς καμιά διάκριση εθνότητας. Βασικός στόχος ήταν η δημιουργία μιας μακεδονικής συνείδησης, ενός μακεδονικού λαού και ακολούθως μιας «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας», που θα λειτουργούσε ως εργαλείο υπονόμευσης των βαλκανικών «αστικών» κρατών.
[5] Στο 6ο συνέδριο του ΚΚΕ που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 1935 γίνεται μια προσπάθεια αναδίπλωσης στο Μακεδονικό. Δεν γίνεται, πλέον, λόγος για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας, αλλά για «παραχώρηση ίσων δικαιωμάτων στις μειονότητες». Ωστόσο, δεν παραλείπει να σημειώσει: «Η αλλαγή του συνθήματος κάθε άλλο παρά αδυνάτισμα της δουλειάς μας στη Μακεδονία και ανάμεσα στις εθνικές μειονότητες σημαίνει… Αντίθετα, επιβάλλεται να δυναμώσουν οι προσπάθειές μας για την εξασφάλιση στις μειονότητες πλέριων δικαιωμάτων. Το Κόμμα δεν παύει να διακηρύττει πως τελικά και οριστικά το μακεδονικό ζήτημα θα λυθεί αδελφικά μετά τη νίκη της σοβιετικής εξουσίας στα Βαλκάνια που θα σκίσει τις άτιμες συνθήκες των ανταλλαγών των πληθυσμών και θα πάρει όλα τα πρακτικά μέτρα, ώστε να εξαλειφθούν οι ιμπεριαλιστικές τους αδικίες. Μόνον τότε ο Μακεδονικός Λαός θα βρει την πλέρια εθνική του αποκατάσταση».
[6] Στην Πέμπτη Ολομέλεια του ΚΚΕ το 1949, ο Ν. Ζαχαριάδης επανήλθε επιβάλλοντας τη θέση «για το δικαίωμα της εθνικής αποκατάστασης και αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού». Η θέση για ενιαίο και ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος προκάλεσε σύγχυση στη Σόφια και στο Βελιγράδι και, φυσικά, στην Αθήνα, όπου το KKE καταγγέλθηκε ως κόμμα προδοτικό.
[7] Στη διάρκεια της διημερίδας, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, που διοργανώθηκε από το ΠΑΜΑΚ στις 14/12/2024 διανεμήθηκε βιβλίο που στο εξώφυλλο είχε τον γνωστό αλυτρωτικό χάρτη της «Μακεδονίας του Αιγαίου».
[8] Έλληνας γλωσσολόγος και συγγραφέας, που δίδαξε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης την περίοδο 1944 – 1969, ενώ την περίοδο 1962 – 1963 διετέλεσε πρύτανης του ομώνυμου Πανεπιστημίου.