Χρόνια τώρα από ’ταν μικρός τον είχαν διώξει για να γλιτώσει από τις λάσπες και τις γλώσσες του κόσμου στη μακρινή πρωτεύουσα αναζητώντας καλλίτερες μέρες, χρόνια τώρα γυρνάει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Πότε το Πάσχα με τα κόκκινα αυγά και τη βοή του ποταμού και άλλοτε -και πάντα ήθελα να πω- τον Αύγουστο που’ ναι παχιές οι μύγες και καστανόξανθος ολόγυρα ο τόπος.
Παίρνει την οικογένεια, φορτώνει το παλιό του αυτοκίνητο μέχρι τον ουρανό και πάει γραμμή για το καράβι. Εκεί αλλάζει η ψυχολογία του. Δεν είναι ότι απλώς κινάει για διακοπές. Επιστρέφει στην Κρήτη, στο μικρό ορεινό χωριό της Μεσαράς, στις ρίζες του Ψηλορείτη.
Κι όσο γίνεται «πολλών χρόνων» όπως λέει η μάνα του, τόσο η ανάγκη του γυρισμού, επιτακτικότερη του φαίνεται . Και παρ’ όλο που «πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω» ο Κάρταλος, το μικρό γρανιτένιο βουνό σε σχήμα κανονικής πυραμίδας αντίκρυ στο σπίτι του (και σ’ όλων τα σπίτια) τόπος λατρείας και έμπνευσης, παντού τον ακολουθεί. Παιδί στο καφενείο αναθυμάται κάποιον να λέγει ότι οι αιγύπτιοι τον Κάρταλο είδαν και έφτιαξαν τις πυραμίδες. Ε! πώς τα μυαλά του παιδιού να μην πάρουν αέρα.
Άσε που φέρνει στο μυαλό την κόρη του μια σταλιά, βλέποντας την ταμπέλα «Κοινότης Γρηγοριάς» στο έμπα του χωριού ν’ αναφωνεί: μπαμπά, μπαμπά φτάσαμε στην Κρήτη.
Κι είναι η ερημοποίηση που τον θανατώνει. Το μόνο της επιστροφής του αρνητικό σε έναν τόπο που μικρός επίστευε πως άρχιζε ο χρόνος και ο κόσμος μαζί. Φίλοι και συγχωριανοί παρέα όπως χόρευαν και έπιναν τον περασμένο Αύγουστο πλέον στον κόσμο των σκιών έχουν περάσει.
Εκείνο το βράδυ μετά τις ρακές και τον ήχο της λύρας και του λαούτου στο μοναδικό πλέον καφενείο του χωριού βάλθηκε ξαπλωμένος να μετράει τα μεσοδόκια του σπιτιού για να τον πάρει ο ύπνος. Θυμήθηκε τότε τον νεαρό που σπούδαζε εις Παρισίους∙ και που όταν στην ίδια θέση του κρεβατιού είχε βρεθεί ρώτησε τον πατέρα του απορημένος: πώς το βόδι είχε φτάσει να αφοδεύσει στα μεσοδόκια της οροφής του σπιτιού. Για να πάρει τον αυστηρό λόγο του κύρη του «για γράμματα δεν κάνεις παιδί μου». Μ’ αυτές τις σκέψεις σαν μολύβι έπεσε στην αγκαλιά του Μορφέα.
Κι όπως δεν γίνεται ύπνος χωρίς όνειρα σ’ αυτό, το από τουρκοκρατίας σπίτι, που αιώνων ταραχές έχει δει∙ έτσι και τώρα. Μόνο που εμείς παθητικοί μέναμε παρατηρητές σε έναν ταραχώδη ύπνο. Τα σεντόνια άρχισαν να κινούνται λες και θύελλα έδερνε το κρεβάτι. Το σώμα του σαν μανιασμένο ψάρι σταματημό δεν είχε. Η αναπνοή του σταματούσε και άναρθρες λέξεις -πότε κραυγές, τάραζαν την ήσυχη νύχτα. Μονάχο το νυχτοπούλι ερχόταν να τη διαταράξει.
Κάποιος παρατεταμένος θόρυβος τέλος τον απάλλαξε από το μαρτύριο. Ζαλισμένος και με πόνους στη μέση πετάχτηκε όρθιος, μα βγήκε σαν γάτα προσέχοντας μη ξυπνήσει την οικογένεια, που απολάμβανε τον πρωινό ύπνο, και με μεγάλα βήματα διέσχισε την αυλή. Είχε υγρασία κι ένα σεντόνι σύννεφο αλλού διάφανο και αλλού σκιά θανάτου σκέπαζε τον Κάρταλο. Έμεινε όρθιος, αφήνοντας το τσιμπλιασμένο βλέμμα του να βυθιστεί στην Αυγουστιάτικη ομίχλη. Φύσαγε και ο αέρας μετακινούσε την αιωρούμενη υγρασία. Έτσι μπόρεσε να δει τα κομμάτια του βουνού στην ίδια πάντοτε να στέκουν θέση, αιώνες τώρα. Ποιος ξέρει; αναρωτήθηκε βλέποντάς τον, σε ποιούς κόσμους το όνειρο τον είχε μεταφέρει.
Τρίβοντας τα μάτια με τα δυο του χέρια ξανακοίταξε το θεριό που στεκόταν αντίκρυ του. Φάνηκε να του γελάει. Έβαλε το βαρύ του κεφάλι κάτω από τη βρύση της αυλής∙ την άφησε να τρέξει. Έριξε άλλη μια ματιά στον Κάρταλο και πήγε να κάνει το σχήμα του σταυρού στο μέτωπό του. Σταμάτησε. Ποτέ δεν είχε καταλάβει αν η μάνα του μορφοποιώντας αυτό το σχήμα κάθε πρωί, κοιτώντας το βουνό το έκανε για το εκκλησάκι που σαν άσπρη κιμωλία βρίσκεται στην κορφή του, ή για το γρανιτένιο βράχο που σαν ουρά χελιδονιού σχίζει και τεμαχίζει τον αέρα.
photo Image license by freepik.com