Εκείνο το ήσυχο βράδυ του Σεπτέμβρη
περπατούσες σαν τον Χριστό
στον αφρό της θάλασσας.
Ήταν η βιάση σου μεγάλη,
ο προορισμός σου ασαφής.
Προς στιγμήν
νόμισα πως ήθελες να φτάσεις
ως εκείνη τη βάρκα
που λικνίζονταν χωρίς κουπιά.
Μου ‘χες πει:
«Θα ‘χει άγκυρα. Δεν μπορεί να στέκει εκεί τόσες ώρες».
Σου ‘χα πει:
«Καμιά φορά, οι άγκυρες δεν ωφελούν.
Οι άνθρωποι δεν πρέπει να αγκυροβολούν,
πρέπει να νιώθουν ελεύθεροι να φεύγουν,
ακόμη κι αν οι καιροί λυσσομανούν».
Μα ‘κείνο το βράδυ
δεν είχε καιρό.
Μια νηνεμία μόνο,
βαρετή και σκόρπια,
όπως σκόρπιες ήταν οι σκέψεις και των δυό μας.
Γύρισες και μου έγνεψες.
Νόμισα πως με καλούσες σιμά σου,
να γίνω κι εγώ σαν τον Χριστό αναστενάρισσα της θάλασσας.
Αλλά εσύ είχες στο νου σου έναν χαιρετισμό: ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ
Και τότε θυμήθηκα πως καμιά φορά οι άγκυρες δεν ωφελούν.
Λιμνάζουν οι βάρκες σα μείνουν ώρες δεμένες στο μουράγιο.
Το ίδιο κι οι άνθρωποι.
Λιμνάζουν και λεκιάζουν το γαλάζιο της θάλασσας,
γι’ αυτό και ώρες ώρες γίνονται αποδημητικά πουλιά,
χωρίς να ξέρουν αν και πότε θα επιστρέψουν.
Σήκωσα το χέρι σαν σε μια κίνηση συμβιβασμού.
Ούτε που γύρισες να με κοιτάξεις.
Το χέρι έμεινε μετέωρο.
Συμβιβασμένο χέρι
μιας μοναχικής πια γυναίκας.
——-ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ “ΟΙ ΑΓΚΥΡΕΣ ΔΕΝ ΩΦΕΛΟΥΝ”, αφιερωμένη στον άνδρα μου που έχασα σε ηλικία 33 ετών εγώ και 38 εκείνος.
photo by Myriams-Fotos, https://pixabay.com