Σ’ έπιασε πάλι ένα παράπονο ζωής κι ένας θυμός μεγάλος,
με τους ανθρώπους που εύκολα γίνονται μικροί,
χωρίς καρδιά και δίχως δισταγμό μπορούν να σε πονέσουν.
Τόσο, που για κάποιους από αυτούς, ν’ αναρωτιέσαι αν τάχα κάποτε σ’ αγάπησαν ή… αν τους αγάπησες εσύ τελικά, αφού στο τέλος και από τις δυο μεριές ήρθε η διάψευση.
Για τους φίλους που σ’ έπαιξαν στα ζάρια της βολής τους. Που σ’ έβαλαν να περπατήσεις στα μονοπάτια που σου ‘ριξαν τάχα μου φως…
Και θυμώνεις, ανάβεις, φουντώνεις…
Ξεθυμαίνεις την οργή σου και συμβιβάζεσαι.
Και τότε μια περίεργη συνωμοσία αρχίζει,
ματιών και καρδιάς, με δυο συνωμότες.
Δυο μεγάλους συνωμότες ζωής.
Το χτες και το σήμερα, που το ένα συνωμοτεί ενάντια στο άλλο.
Και οι έρωτες που παίδεψες και σε παίδεψαν, αυτά που δεν αρνήθηκες είναι…
Aλλά και αυτά που αρνήθηκες γιατί δείλιασες, όχι να τα πλησιάσεις, μα να τα κρατήσεις, γιατί σε φόβιζε η διάρκεια.
Πάντα σε φόβιζε η διάρκεια της ζωής σου.
Και να, έτσι όπως στάζει το δάκρυ, λες πως της μοιάζει αφού είναι θαρρείς κέρμα κι αυτή που πήρε τον κατήφορο και τρέχει.
Τρέχεις… τρέχεις κι εσύ ξοπίσω της μα δεν μπορείς να τη φτάσεις.
Το έφτασαν άλλοι το κέρμα σου.
Το πήραν στα χέρια τους αντί για σένα, το ‘παιξαν για να δουν το βάρος του και το ξαναπέταξαν γιατί τους φάνηκε πολύ βαρύ για τις «τσέπες» τους, με αξία δυσανάλογη του βάρους του κι εσύ κάκιωσες.
Σκλήρυνες.
Αγρίεψες με τον κόσμο και του φέρεσαι σαν να θες να τον κατασπαράξεις, να τον φας.
Θέλεις να σε φοβάται.
Έβαλες την πανοπλία σου και νομίζεις πως το πετυχαίνεις.
Και κάθε φορά που, κατά την άποψή σου πείθεσαι γι’ αυτό, χαμογελάς με νόημα που τα κατάφερες.
Τους την έφερες.
Πού να ‘ξεραν… πως ένα «φου» να σου κάνουν, κι έπεσες κάτω.
Όχι, ποτέ δεν πρόκειται να τους το πεις.
Να το ομολογήσεις.
Να το γράψεις με κεφαλαία και μικρά:
Προσοχή «εύθραυστο».
Οι άνθρωποι είναι πάντα καλύτερο να νομίζουν πως δεν πονάς…
Photo Skitterphoto / https://pixabay.com