Στο δικό μας σπίτι είχαμε πάντα τα παντζούρια μας κλειστά. Η δικιά μου μάνα κοιμότανε τη μέρα και τη νύχτα δούλευε. Ήτανε γυναίκα τής νύχτας. Τα βράδια μάς άφηνε μόνα μας τρία παιδιά στο διαμέρισμα κι έφευγε για τη δουλειά της. Θυμάμαι πως έβγαινα στο μπαλκόνι και τη φώναζα από ψηλά να γυρίσει πίσω. Ήμουνα εννιά χρονών κοριτσάκι κι ο φόβος φώλιαζε στην ψυχή μου κάθε φορά που απομακρυνόταν από κοντά μας.
Η δικιά μου μάνα ήτανε άρρωστη. Έπινε για να ξεχνάει, έπινε γιατί μονάχα έτσι αισθανόταν καλά, ήτανε φοβερά εξαρτημένη από το ποτό κι έτσι δεν κατάφερνε σχεδόν ποτέ να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της. Η δικιά μου μάνα είχε ανάγκη από τη δική μας φροντίδα. Αντί να μας φτιάξει εκείνη γάλα, εμείς φροντίζαμε να της έχουμε έτοιμο τον καφέ της όταν ξυπνήσει. Γύριζε σπίτι τα χαράματα και ξυπνούσε αργά το απόγευμα. Σχεδόν ποτέ δεν είχε κέφι. Πολλές φορές μας μάλωνε για το ντύσιμό μας και μας φώναζε που πήγαμε έτσι στο σχολείο και την κάναμε ρεζίλι. Δεν φρόντιζε όμως ούτε από βραδύς να μας έχει τα ρούχα έτοιμα για την επόμενη μέρα. Διαρκώς ήταν χαμένη σ’ έναν δικό της κόσμο που εμείς δεν χωρούσαμε.
Αυτό που θυμάμαι έντονα από τα παιδικά μου χρόνια είναι η αγωνία μου όταν γυρνούσα απ’ το σχολείο να δω από μακριά τα παντζούρια του σπιτιού μας ανοιχτά, όπως των άλλων σπιτιών της γειτονιάς. Θυμάμαι τη λαχτάρα μου να μυρίσω από μακριά την ευωδιά της κατσαρόλας μας, όπως μοσχοβολούσαν και γαργαλούσαν τη μύτη μου οι μυρωδιές απ’ αυτά που ετοίμαζαν για τους δικούς τους όλες οι νοικοκυρές της γειτονιάς. Μα τα δικά μας παντζούρια ήτανε πάντοτε κλειστά και καμιά μυρωδιά δεν μ’ αγκάλιαζε όσο ζύγωνα. Η μάνα μας κάθε φορά κοιμότανε ακόμα, όταν εμείς τα παιδιά γυρίζαμε σπίτι. Αυτή η εικόνα έχει σακατέψει κάθε ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια. Τα κλειστά παντζούρια του σπιτιού μας. Γι’ αυτό και σήμερα κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου, πριν ακόμα ετοιμάσω τα παιδιά για το σχολείο, τρέχω ν’ ανοίξω τα παντζούρια διάπλατα, να ορμήσει το φως κι ο ήλιος στο σπίτι μας. Ακόμα και στα όνειρά μου με κυνηγάνε τα κλειστά παντζούρια και βλέπω τον εαυτό μου να τ’ ανοίγει με δύναμη για να προσκαλέσει την καινούργια μέρα να περάσει σ’ εκείνο το παλιό μας σπίτι…”
Απόσπασμα από το ανέκδοτο διήγημα ”Τα κλειστά παντζούρια”
photo lecreusois / https://pixabay.com