Δύο χρόνια πριν πεθάνει, είχαμε πάει με τον πατέρα μου στο κτήμα μας. Μια σταλιά κτήμα ούτε ένα στρέμμα. Μια σταλιά παιδί, πέντε χρονώ. Σ εκείνο το κτήμα έμαθα όσα σε όλες μαζί τις αίθουσες εκπαίδευσης από τις οποίες πέρασα. Κι δεν ήταν λίγες.
Εκείνη τη μέρα ο μπαμπάς με έπιασε από το χέρι και με πήγε στην άκρη, στο τοιχάκι. Πήρε ένα σκαλιστήρι κι άρχισε να σκάβει το χώμα. Όταν μαλάκωσε τις σκληράδες του, μου το δωσε να συνεχίσω. Συνηθισμένη ήμουν.
Αν κάτι μ είχε μάθει ο μπαμπάς μου ήταν ν αγαπώ τα υφάσματα και τη γη. Σκάλισμα, ποτίσματα, κλαδέματα όλα τα μοιραζόμασταν.
Εκείνη τη μέρα, όταν κάναμε το μικρό λάκκο έφερε ένα δεντράκι.
– Για μένα τον ρώτησα.
– Όχι μου είπε.
Πήγα να μουτρώσω .
– Αυτό δεν είναι για σένα, συνέχισε. Αυτό είσαι συ.
Θα ρχεσαι, θα το χαϊδεύεις και θα ξέρεις…
Όταν πέθανε, δυο χρόνια μετά, το δέντρο είχε ριζώσει για τα καλά. Κι όπως είχε προβλέψει ήταν μεγάλη μου παρηγοριά.
Το χαιδευα και ένοιωθα το χάδι του να ερχεται από τις ρίζες του. Το φίλαγα κι ένοιωθα τη στοργή του στα κλαδιά.
Η φύση έχει τόση δύναμη γιατί σε συνδέει με τη ψυχή του κόσμου.
Το παράτησα για χρόνια.Νόμιζα θα χε ξεραθεί.
Όταν πριν από κάποια χρόνια πήγα ξανά, ήταν ολοζώντανο κι είχε πετάξει και καινούργια φύλλα.
Ήταν καλή η σπορά ανθεκτικιά, κι είχε πάρει όλη την αγάπη του κόσμου. Που ποτέ δε μετριέται με τα χρόνια αλλά με το διάνυσμα της καρδιάς. Κι αυτό τείνει στο άπειρο.
photo rperucho, https://pixabay.com