– Μην πεις στη μαμά ότι έπεσε μπουνίδι με τα παιδιά στο σχολείο σήμερα.
– Μην πεις στη μαμά ότι πετούσα σαΐτες στην τάξη.
– Μην πεις στη μαμά ότι μάτωσε το γόνατό μου.
– Ορκίσου! Δε θα πεις τίποτα!
Από μικρός ήμουνα ο πιο σκανταλιάρης από τους δυο. Πότε πλακωνόμουν στο ξύλο με τ’ άλλα παιδιά∙ πότε έκλεβα σύκα από τον γείτονα, δίπλα στο εξοχικό μας∙ πότε κουτρουβαλιαζόμουνα με το ποδήλατο∙ πότε σκαρφάλωνα στους γκρεμούς και κοιτούσα με τις ώρες το φεγγάρι και τ’ αστέρια, κάνοντας όνειρα πως μια μέρα θα γίνω αστροναύτης! Ησυχία δεν είχα. Κι όλο παρακαλούσα τον μεγάλο μου αδερφό να μην με μαρτυρήσει στη μαμά και να το κρατήσει μυστικό. Δεν ήταν που θα θύμωνε και θα με μάλωνε. Ο θυμός της δεν κρατούσε ποτέ πάνω από δυο λεπτά.
Την καταλάβαινα όμως που στενοχωριόταν κι ανησυχούσε για το μικρό άτακτο και φιλάσθενο αγόρι της. Ήξερα την αδυναμία που μου είχε και την εκμεταλλευόμουν. Με τις μαλαγανιές μου την καλόπιανα κι όλα της τα ΄φερνα πιο γλυκά. Κι αυτή πάντα συγχωρούσε το μικρό άτακτο και φιλάσθενο αγόρι της.
Μόνο όταν διάβαζα βιβλία για περιπλανήσεις στο διάστημα κι αστροναύτες ησύχαζα λιγάκι. Η σκέψη πως μια μέρα θα γινόμουν αστροναύτης με χαλάρωνε και με βύθιζε στον μυστήριο κόσμο του απέραντου σύμπαντος.
Ξανά μυστικό μοιράστηκα με τον αδερφό μου όταν ήρθαν στο σπίτι να με πάρουν για το νοσοκομείο οι τραυματιοφορείς «αστροναύτες», πριν από είκοσι δύο ημέρες. Κι ας ήμουν είκοσι οκτώ χρονών πια.
– Μην το πεις στη μαμά. Θα της το πω εγώ με τρόπο όταν βγω. Θα της πω ότι είμαι ταξίδι και θα την παίρνω τηλέφωνο.
Απαγόρευση επισκεπτηρίου∙ απομόνωση. Ευλόγησα την πρόοδο της τεχνολογίας στην επικοινωνία. Κινητό, skype, viber, zoom, whats app!
Το ταξίδι μου στο λευκό της ομίχλης άρχισε λίγες μέρες αργότερα στη ΜΕΘ∙ νοσηλευτές «αστροναύτες» σε μεταφέρουν σ’ ένα άλλο άγνωστο και πρωτόγνωρο σύμπαν. Ευλόγησα ξανά την πρόοδο της επιστήμης και όρκισα για μια ακόμη φορά τον αδερφό μου να κρατήσει το μυστικό μας.
Δύσπνοια, εργώδης αναπνοή, διασωλήνωση∙ έγινα κι εγώ αστροναύτης, επιτέλους! Πριν από την εκτόξευση στο διάστημα, πρόλαβα να πω στον αδερφό μου:
– Μην το πεις ακόμα στη μαμά. Θα της το πούμε όταν βγω. Πες της, δεν έχω καλό σήμα.
Το ταξίδι μου όμως δεν ήταν στο διάστημα, όπως ονειρευόμουν μικρός. Ήταν ένα πέταγμα στην ομίχλη που άρχισε να γίνεται πιο πυκνή και να γκριζάρει. Άρχισα να περιπλανιέμαι πετώντας στο γκρι της ομίχλης. Ο χρόνος έχασε τη σπουδαιότητά του. Το παρελθόν χάθηκε και το μέλλον, απλώς, δεν είχε καμιά σημασία. Παρακολουθούσα με αδιαφορία αλλά και απίστευτη γαλήνη ένα σώμα –που δεν μου ανήκε πια– να μ’ εγκαταλείπει. Εγώ δεν ήμουν εκεί∙ γιατί εκεί ήταν το κενό. Η αδιαφορία είχε αγκαλιάσει το είναι μου∙ αφού δεν είχα καμία επιλογή και τίποτα δεν μπορούσα να ελέγξω. Κι όμως, δεν φοβόμουν καθόλου. Με κυνισμό, ψυχρότητα και αλαζονεία πετούσα γυμνός κι αμέριμνος όλο και πιο βαθιά στην ομίχλη μου. Ώσπου κάποια στιγμή ξαφνικά μία έντονη λάμψη με τύφλωσε κι ένιωσα μία ηλεκτρική εκκένωση που μ’ εκτόξευσε ακόμη πιο μακριά. Πρόλαβα να δω τη μαμά και τον αδερφό μου∙ αλλά αυτοί ήταν τόσο μακριά κι εγώ τόσο ψηλά…
Η μαμά, για πρώτη φορά, δεν μου συγχώρεσε που δεν την ενημέρωσα γι’ αυτό το ταξίδι. Δεν μου συγχώρεσε ποτέ που δεν μπόρεσα να επιστρέψω.
photo DivvyPixel, https://pixabay.com