Δεκαπενταύγουστος.
Πρίν πολλά χρόνια η μάνα με τις δύο κόρες της, επιθυμεί ν’ ανέβει στο μοναστήρι της Παναγιάς της Εικοσιφοινίσσης. Το είχε κάνει τάμα στη χάρη της εδώ και αρκετό καιρό, κι αυτή την χρονιά ήθελε να το εκπληρώσει.
Ο άνδρας της δεν την ακολουθούσε άλλο πια. Άρρωστος για πολλά χρόνια, είχε κουραστεί να πηγαίνει απο Άγιο σε Άγιο, δεν ήθελε. Η μάνα όμως ειχε την ελπίδα μεσα της. Ετοιμάστηκε την παραμονή, παίρνοντας ζακέτες για τα παιδιά της μαζί με μια κουρελού, δύο μικρές κουβέρτες για το νυχτερινό αγιάζι της νύχτας, λίγα σταφύλια στο καλάθι, ψωμί κι ελιές.
Στις δεκατέσσερις Αυγούστου το απόγευμα λοιπόν, μπήκε στο λεωφορείο της γραμμής με τα δύο ανήλικα παιδιά της 8 και 10 χρονών με προορισμό για το μοναστήρι. Το λεωφορείο έφτασε αργά το σούρουπο σε αρκετή απόσταση απο το μοναστήρι.
Τότε ακόμη, μόνο άλογα και τρακτέρ ανέβαιναν. Ο δρόμος ήταν χωμάτινος με πολλές απότομες στροφές οπότε αυτός που ήθελε να πάει στο μοναστήρι, έπρεπε ν’ ανέβει μέσα απο το βουνό.
Άρχισε να νυχτώνει… Στην ανάβασή της για το όρος της Παναγιάς, ήταν αδύνατο μόνη με δυο παιδιά χωρίς βοήθεια να προχωρήσει. Αρκετοί όμως προσκυνητές απο την γύρω περιοχή, ανέβαιναν κι εκείνοι μιας και δεν είχαν μέσον για την δύσκολη διαδρομή.
Κάποια παλικάρια που γνώριζαν τα μονοπάτια, βοήθησαν με χαρά τη μάνα παίρνοντας τις ελάχιστες αποσκευές απο τα χέρια της και κρατώντας τα παιδιά με φακούς να φέγγουν μην πέσουν, ανέβαιναν νύχτα πια, κοβωντας δρόμο προς το μοναστήρι ανάμεσα σε απότομα μέρη με κοφτερές πέτρες και άγρια βλάστηση.
Τα πόδια της μάνας και των παιδιών της, άρχισαν να πληγώνονται. Οι κοφτερές πέτρες, μάτωναν τα πόδια τους σκουντουφλώντας πολλές φορές στις κοτρώνες που δεν έβλεπαν και στα ξερά χαμόκλαδα που ακουμπούσαν απειλητικά τα γυμνά πόδια και τα χέρια τους.
Η ανάβασή τους όμως συνεχιζόταν, για να προλάβουν την βραδινή λειτουργία με κάθε κόστος…
Με τον ιδρώτα στα πρόσωπα και στν κόρφο τους κατάφεραν ν’ ανέβουν στο πιο ψηλό σημείο του βουνού. Είχαν ξεφύγει απο την άγρια και απειλητική βλάστηση και περπατούσαν σε αμμώδεις περιοχή. Αυτή η περιοχή του Παγγαίου όρους που τον χειμώνα ήταν κατάφορτη με χιόνι! Πιο πάνω τώρα, φαινόταν η κορυφογραμμή του όρους που τους χώριζε απο το μοναστήρι καθώς αυτό βρισκόταν ακόμα απο την πίσω πλευρά του μεγάλου βουνού.
Ήδη ο φωτισμός και η αντανάκλαση που φώτιζε το μοναστήρι ηταν διάχυτη σε όλο το στερέωμα. Έλαμπε ο ουρανός, λες και ηταν μέρα! Όμως έπρεπε να περπατήσουν λίγο ακόμα..
Σε λίγο αντίκρισαν την ολόλαμπρη εκκλησία της Παναγιάς! Η ατμόσφαιρα κατανυκτική. Οι λαμπάδες φωτεινές ελπίδες έκαιγαν μες το σκοτάδι. Στιβάδες τα κεριά αναμένα έξω στον αυλόγυρο. Φωνές, προσευχές, κλάματα, άρρωστοι, μικρά παιδιά της αγκαλιάς, όλοι αποζητούσαν της Παναγιάς την Χάρη.. Να δουν το βλέμμα της να τους κοιτά να παρουν δύναμη, ν’αφήσουν τα φορτία τους. Μάνα η Παναγιά κι ελπίδα μαζί.
Σ’ Αυτή έφερε κι η μάνα με τα δυό παιδιά της, ότι ο Θεός της χάρισε..
Ήθελε να την παρακαλέσει να κάνει τον άντρα της καλά. Θέλησε να την προσκυνήσει και να την τιμήσει.. Μα κατάκοπη, την βρήκε το χάραμα στο χώμα πλαγιασμένη πάνω στην κουρελού αγκαλιά με τα παιδιά της, έξω απο τον αυλόγυρο της εκκλησίας. Ο ύπνος ήταν τόσο γλυκός, που δεν κατάλαβε πότε ξημέρωσε.. Νωρίς λοιπόν σηκώθηκε μάζεψε τα στρωσίδια της και συνέχισαν όλοι μαζί την θρησκευτική τους λατρεία.
Έγινε το τάμα της μάνας! Εκπληρώθηκε η επιθυμία της να πάει με τα παιδιά στην Παναγιά!
Εκεί, την είχαν πάει και οι δικοί της γονείς όταν ήταν μικρό κορίτσι.
Ξαλαφρωμένη τσιμπολογόγησε δυό τρεις ρόγες σταφυλιού με τα παιδιά της και αργά το μεσημέρι πηρε τον κατήφορο…
Δεκαπέντε Αυγούστου. Το Πάσχα του καλοκαιριού συνεχιζόταν εκεί στα ψηλά. Πληθώρα ανθρώπων είχαν κατακλύσει κάθε σπιθαμή, γύρω απο το μοναστήρι!
Η μάνα επέστρεψε αργά το απόγευμα με τα δύο της παιδιά, κατάκοπη στο σπίτι της, όμως τόσο χαρούμενη που βρήκε τη δύναμη και τη Χάρη να εκπληρώσει το τάμα στην Παναγιά της Εικοσιφοινίσσης στο όρος Παγγαιο.
















































