Προσπαθώ να σκεφτώ τι το σπουδαίο είχε η χρονιά αυτή.
Πόσα σπουδαία γεγονότα έζησα, πόση θλίψη βίωσα, τι να κρατήσω, τι να αφήσω.
30 Δεκέμβρη και η τεχνολογία δεν σε αφήνει να ξεχάσεις τίποτα. Μήτε καλό μήτε κακό.
365 μέρες το χρόνο ερχόσουν στον ύπνο μου, όπως κάθε χρόνο, όπως κάθε καταραμένη νύχτα.
Γύρισα πίσω το ρολόι, με θυμώνει το άτιμο.
Γύρισα και τα μικρά χαρτάκια του ημερολογίου.
Ξέρετε, αυτού του γκρι, φτηνού, που το καρφώνουνε οι γιαγιάδες και οι μανάδες μας στον τοίχο με μια πρόκα.
Και αφού βγάζαμε το χαρτάκι, διαβάζαμε το ποιηματάκι των τεσσάρων γραμμών και χαμογελούσαμε.
Το δικό μου το άφησα στον Οκτώβρη του 1992.Τριάντα χρόνια πίσω. Τότε που σφύριζα όπως λέει η Γαλάνη, για να πάω στη δουλειά.
«Κάθε πρωί που κίναγα να πάω στη δουλειά,
σφύριζαν σαν πουλιά τα ψαροκάικα,
κάθε πρωί κινούσαμε μαζί με τον Μηνά,
ταξίδια μακρινά …»
Μακρινά… Δεν ήξερα άλλο δρόμο. Ποια ταξίδια και ποιος Μηνάς. Ένα δρόμο γνώριζα. Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι. Και την κυρά Δέσποινα να φυλάει το τετράχρονο ανήμπορο παιδί μου. Παιδούλα ακόμη ξεγελάστηκα, νόμιζα βρήκα τον έρωτα της ζωής μου στην εφηβεία. Αυτόν που τα κορίτσια της ηλικίας μου τώρα πάνε σε αυτά, τα πως τα λένε, τα κλαμπ, καφέ, μπαρ για τον βρουν. Εγώ σε περίμενα να γυρίσεις από το στρατό.
Μα ο δρόμος σε έβγαλε στην Αμερική, κατά πως είπαν στο χωριό μας. Σε συγχώρεσα, παιδί ήσουν κι εσύ. Ορφανό και ΄γω μες τη φτώχεια.
Θα την μεγάλωνα όμως τη μικρούλα μου, με είχε ανάγκη.
Το εργοστάσιο άνοιγε στις πέντε το ξημέρωμα. Σιμά στο σπίτι, μια ώρα με τα πόδια. Το έκανα για τιμωρία. Περπατούσα και για σένα, κόρη μου. Ήταν όταν ανακάλυψα οτι δεν θα περπατούσες ποτέ. Ήσουν τετραπληγική. Ένα μικρό ατύχημα όταν στάθηκες στα μικρά πόδια σου έγινε η καταστροφή σου. Συνήθισες κι εσύ στο κρεβάτι του πόνου σου. Συνήθισα κι εγώ. Η χήρα κυρά Δέσποινα, δεύτερη μάνα σου στάθηκε σε όλα.
Ολημερίς στους αργαλειούς στραβωνόμουν για να βγάλω πέντε δραχμές παραπάνω για τις ανάγκες σου. Νύχτα έφευγα, νύχτα γύριζα, το σούρουπο κοντά. Στο κρεβάτι σου εσύ…το ακριβό, για την πλατούλα σου, στο στρωσίδι στις σανίδες δίπλα σου εγώ. Χρόνια πέρασαν… άνοιγες τα μάτια σου και με κοιτούσες με αγωνία, αν θα είμαι εκεί για σένα.
Και σου έδινα το χαμόγελό μου, το χάδι μου και την αγκαλιά μου κι έπειτα αναστέναζες. «Είσαι ηρωίδα», έλεγε η κυρά Δέσποινα. Μα σαν διάβαινα μέρα το δρόμο και σε έβαζα στο καροτσάκι σου ─ χρόνια έτρωγα τα αποφάγια στη δουλειά κρυφά για να στο πάρω ─ έβαζε ο κόσμος το χέρι μπροστά στο στόμα: «που το πάει το παρασούζουλο».
Σάματις και δεν τις άκουγα. «δεν ντρέπεται να βγαίνει με το ζαβό έξω;»
Και δώσ΄ του τα καλά τους λόγια, μα εγώ χαμογελούσα και σου ΄παιρνα γλυκό κορνέ με κρέμα και σαντιγί και στο ταϊζα με το κουταλάκι που είχα πάντα στη ραμμένη από τρύπες τσέπη του παλτού μου. Κειμήλιο της κυρά Αθηνάς στον αργαλειό, πριν βγει στη σύνταξη.
Και σου ζάβωσαν οι ρόδες από το χωματόδρομο. Δεν μπόρεσα να σε γυρίσω πίσω. Σε πήρα αγκαλιά και σου γελούσα να μη νιώσεις την κακία του κόσμου. Ίδρωνα μέσα από το πανωφόρι να σε κρατώ σφιχτά μη μου πέσεις.
Και να τα ψου ψου για «το ανάπηρο», «το σκιόραμα», «το σκιάχτρο», όπως σε έλεγαν. Δάκρυ δεν έτρεξε στα μάτια μου. Σε απίθωσα στο μαλακό κρεβατάκι σου.
Μια νύχτα ακόμη που θα ΄βλεπα τον πατέρα σου στον ύπνο μου.
30 Οκτωβρίου στο σπιτάκι της γιαγιάς με το σπασμένο τζάμι στην κουζίνα. Είδα τη φιγούρα σου. Ψηλός με τα σγουρά, γκρίζα τώρα, μαλλιά σου . Άνοιξα την πόρτα. Το βλέμμα σου έπεσε στο κρεβάτι.
«Είναι η Σοφιάννα μας» είπα σαν να ήταν το πιο απλό πράγμα στον κόσμο.
Ούρλιαξε η ψυχή σου μα άντεξες τον πόνο. Ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί. Και να τα ταξίδια και να οι προσπάθειες κι έζησε καλύτερα η Σοφιάννα μας κι εμείς το ίδιο. Το καινούργιο της καρότσι, αυτόματο με όλα τα κουμπιά να τα κινεί μόνη της. Και ο μικρόκοσμος δεν σταματούσε τις χαιρετούρες και τα χαμόγελα.
«Χαίρετε κύριε Σπύρο! Καλημέρα κυρία Ευαγγελία! Και τι όμορφη η Σοφιάννα σας!»
Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν.
Απλά υποκρίνονται.
photo donterase / https://pixabay.com
















































