Το β΄ μέρος του άρθρου
Greek Monotonic
σῡκοφάντης: -ου, ὁ (φαίνω), αυτός που προσάπτει ψευδείς κατηγορίες σε κάποιον, διαβολέας, ψευδοκατήγορος, συκοφάντης, που ποτέ δεν χρησιμ. στην ελληνική, όπως το σύγχρονο Αγγλ. sycophant, δηλ. κόλαξ· γενικά, αυτός που δίνει ψευδείς, κακόβουλες γνώμες ή συμβουλές, σε Δημ. συνήθως ετυμολογείται από το σῦκον και φαίνω, αυτός που κατήγγελε στο δικαστήριο όσους εξήγαγαν παρανόμως σύκα από την Αττική· καλύτερα, πιθ. αυτός που φανερώνει τα σύκα, δηλ. αυτός που φέρνει τα σύκα στο φως κουνώντας το δέντρο (καθώς τα σύκα παρέμεναν κρυμμένα μέσα στα πυκνά φυλλώματα)· και κατόπιν, μεταφ., αυτός που εξαναγκάζει τους πλούσιους, μέσω απειλών για συκοφάντησή τους, να του παράσχουν χρήματα.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφάντης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ψευδῶς κατηγορῶν τινα, ἢ διαβάλλων, Ἀριστοφάν., κλπ.· (οὐδέποτε δὲ παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ἔχει τὴν σημασίαν ἣν ἐν τῇ Ἀγγλικῇ ἔχει τὸ sycophant, δηλ. κόλαξ)· ― καθόλου, ψευδής, ἀπατηλός, σύμβουλος, Δημ. 475. 27. ― Οἱ συκοφάνται ἤρχισαν νὰ πληθύνωνται ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Περικλέους καὶ ἦσαν ἀντικείμενον κοινῆς προσβολῆς ἐκ μέρους τῶν κωμῳδιοποιῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 559, 818 κἑξ., κ. ἀλλ.· ἴδε Σχόλ. εἰς Πλοῦτ. 31, Ἀντιφῶν 138. 32, Ἀνδοκ., κλπ. (Ἡ λέξις παρήχθη κατὰ τὸν Ἴστρον καὶ τὸν Φιλόμνηστον παρ’ Ἀθην. 74Ε, καὶ F, Πλουτ. Σόλωνα 24. 2, 523Β, ἐκ τοῦ σῦκον, φαίνω, καὶ κυρίως ἐσήμαινε τὸν καταγγέλοντά τινα εἰς τὸ δικαστήριον ὡς ἐξάγοντα σῦκα ἐκ τῆς Ἀττικῆς, ἢ ὡς καρπούμενον τὰς ἱερὰς συκᾶς. ― Ἀλλὰ τὸ συκοφάντης ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ καταγγέλλοντος οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ καὶ ἡ ἑρμηνεία αὕτη εἶναι πιθανῶς ἁπλοῦν ἐπινόημα, πρβλ. Λυσί. 171. 14 (τῶν συκοφαντῶν ἔργον ἐστὶ καὶ τοὺς μηδὲν ἡμαρτηκότας εἰς αἰτίαν καθιστάνειν), Δημ. 1309. 12 (τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ σ., αἰτιάσασθαι μὲν πάντα, ἐξελέγξαι δὲ μηδέν). Ὁ κ. Lancelot Shadwell ὑπέδειξεν ὅτι ἡ λέξις κυρίως ἐσήμαινε τὸν φανερώνοντα σῦκα, δηλ. τὸν φανερώνοντα τὴν ὕπαρξιν τῶν σύκων διὰ τῆς σείσεως τοῦ δένδρου (ἅτινα σῦκα ἐκρύπτοντο εἰς τὸ πυκνὸν αὐτοῦ φύλλωμα)· ἀκολούθως δὲ μεταφορ., τὸν ἀναγκάζοντα τοὺς πλουσίους δι’ ἀπειλῶν περὶ ψευδῶν κατηγοριῶν καὶ ἄλλων τοιούτων μέσων νὰ παρέχῃ εἰς αὐτὸν χρήματα· εἰς ὑποστήριξιν δὲ ποιεῖται μνείαν τῆς χρήσεως τοῦ σείω ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ concutio (σείω Ι. 4), παραβάλλων τὰς φράσεις ἔσειον, ᾔτουν χρήματ’, ἠπείλουν, ἐσυκοφάντουν, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 20, πρβλ. Ἱππ. 840, Εἰρ. 639· ἑτέρους… ἔσειε καὶ ἐσυκοφάντει Ἀντιφῶν 146. 22· μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 14· οὕτω καὶ ἀποσυκάζεις πιέζων τοὺς ὑπευθύνους, σκοπῶν ὅστις… Ἀριστοφάν. Ἱππ. 259 κἑξ.· ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους αὐτόθι 324.
Αρχαίες Πηγές
Athenaeus Soph., Deipnosophistae
Book 3, Kaibel paragraph 6, line 30
Φιλόμνηστος δ’ ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν Ῥόδῳ Σμιν-
θείων φησίν (FHG IV 477)· ‘ἐπεὶ καὶ ὁ συκοφάντης
ἐντεῦθεν προσηγορεύθη, διὰ τὸ εἶναι τότε τὰ ἐπιζήμια
καὶ τὰς εἰσφορὰς σῦκα καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον, ἀφ’ ὧν
τὰ κοινὰ διῴκουν, καὶ τοὺς ταῦτα εἰσπράττοντας καὶ
φαίνοντας ἐκάλουν, ὡς ἔοικε, συκοφάντας, αἱρούμενοι
τοὺς ἀξιοπιστοτάτους τῶν πολιτῶν.
Athenaeus Soph., Deipnosophistae
Book 3, Kaibel paragraph 6, line 29
ἔδει γὰρ ὅστις χρηστὸς ἦν ἡδύς τ’ ἀνήρ,
τὰ σῦκα προστεθέντα δηλοῦν τὸν τρόπον·
νυνὶ δὲ πρὸς μοχθηρὸν ἡδὺ προστεθὲν
ἀπορεῖν πεποίηκε διὰ τί τοῦθ’ οὕτως ἔχει.
Φιλόμνηστος δ’ ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν Ῥόδῳ Σμιν-
θείων φησίν (FHG IV 477)· ‘ἐπεὶ καὶ ὁ συκοφάντης
ἐντεῦθεν προσηγορεύθη, διὰ τὸ εἶναι τότε τὰ ἐπιζήμια
καὶ τὰς εἰσφορὰς σῦκα καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον, ἀφ’ ὧν
τὰ κοινὰ διῴκουν, καὶ τοὺς ταῦτα εἰσπράττοντας καὶ
φαίνοντας ἐκάλουν, ὡς ἔοικε, συκοφάντας, αἱρούμενοι
τοὺς ἀξιοπιστοτάτους τῶν πολιτῶν.
Zenodorus Gramm., Περὶ συνηθείας (e cod. Paris. suppl. gr. 1164 [olim cod. Athon.])
Page 258, line 8
Συκοφάντης πόθεν· δοκεῖ ἡ συκῆ εὕρημα Διονύσου, καὶ τῆς τροφῆς δὲ
τῆς ἡμέρου πρῶτον ἡγήσασθαι τὸ σῦκον, ὅθεν ἡγητηρίαν ἐκάλεσαν τὴν συκῆν,
καὶ ὅταν τὰ πλυντήρια ᾖ, προηγεῖται σύκων πλὰξ, ἣν αὐτοὶ παλάθην προς-
αγορεύουσι· φιλοτιμίαν οὖν ἔχοντες οἱ Ἀθηναῖοι εἰς τὸ πρῶτοι (l. πρῶτον)
αὐτοὶ λαβεῖν σῦκον, καὶ πρὸς ἀγαθοῦ οἰωνοῦ τοῦτο τιθέμενοι εἰς τοὺς ἀγροὺς
ἐπεσκόπευον καὶ εἰς τὰς συκᾶς ζητοῦντες τί πέπειρόν τις ἴδοι· καὶ τὸ μὲν
πρῶτον συκοσκόπος ἐκλήθη ὁ θεωρήσας αὐτὸ πρώτως, ὕστερον δὲ συκοφάντης, ἀπὸ τοῦ φῆναι τὸ σῦκον καὶ ἄλλοις δεῖξαι.
Zenodorus Gramm., Περὶ συνηθείας (e cod. Paris. suppl. gr. 1164 [olim cod. Athon.])
Page 258, line 12
Οἱ δὲ λέγουσιν ὅτι λιμοῦ γενομένου ἐν Ἀθήναις ψήφισμα ἐγένετο μὴ ἐκφέρειν
σῦκα· ἐπιτηροῦντες οὖν τινὲς ἐκφέροντα σῦκα διέβαλλον, καὶ παρὰ τὸ περὶ
σύκων φάναι, συκοφάντης ὁ ψευδῶς περὶ σύκων φαίνων.
Scholia In Platonem, Scholia in Platonem (scholia vetera)
Dialogue R, Stephanus page 340d, line 2
συκοφάντης.
συκοφάντης λέγεται ὁ ψευδῶς τί τινος κατηγορῶν, κεκλῆσθαι δ’
οὕτω παρ’ Ἀθηναίοις πρῶτον εὑρεθέντος τοῦ φυτοῦ τῆς συκῆς, καὶ διὰ
τοῦτο κωλυόντων ἐξάγειν τὰ σῦκα.
Suda, Lexicon
Alphabetic letter sigma, entry 1331, line 1
ἐκ
δὴ τούτων νόσοι καὶ τροφῶν ἀπορίαι τὴν Ἱμεραίων κατέσχον.
<Συκοφάντης:> λιμοῦ γενομένου ἐν τῇ Ἀττικῇ, τινὲς λάθρα
τὰς συκᾶς τὰς ἀφιερωμένας τοῖς θεοῖς ἐκαρποῦντο· μετὰ δὲ ταῦτα
εὐθηνίας γενομένης, κατηγόρουν τούτων τινές.
Demosthenes Orat., In Aristogitonem 1
Section 45, line 5
εἰ πονηρός ἐστιν Ἀριστο-
γείτων ἁπλῶς καὶ πικρὸς καὶ συκοφάντης καὶ τοιοῦτος οἷος
ὑπισχνεῖται, δίδωμι, συγχωρῶ, Φιλόκρατες, σοὶ τῷ τοιούτῳ
τὸν ὅμοιον σῴζειν· τῶν γὰρ ἄλλων ἁπάντων καὶ φρονούντων
ἃ δεῖ καὶ φυλαττόντων τοὺς νόμους, οὐδὲν ἂν παρὰ τοῦτ’ οἶμαι
γενέσθαι.
Aristophanes Comic., Acharnenses
Line 818
Ἑρμᾶ ‘μπολαῖε, τὰν γυναῖκα τὰν ἐμὰν
οὕτω μ’ ἀποδόσθαι τάν τ’ ἐμωυτῶ ματέρα.
{ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ}
Ὦνθρωπε, ποδαπός;
Plato Phil., Respublica (0059: 030)
“Platonis opera, vol. 4”, Ed. Burnet, J.
Oxford: Clarendon Press, 1902, Repr. 1968.
Stephanus page 340, section d, line 1
Ἔγωγε, εἶπον, ᾤμην σε τοῦτο λέγειν ὅτε τοὺς ἄρχοντας
ὡμολόγεις οὐκ ἀναμαρτήτους εἶναι ἀλλά τι καὶ ἐξαμαρτάνειν.
Συκοφάντης γὰρ εἶ, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἐν τοῖς λόγοις·
ἐπεὶ αὐτίκα ἰατρὸν καλεῖς σὺ τὸν ἐξαμαρτάνοντα περὶ τοὺς
κάμνοντας κατ’ αὐτὸ τοῦτο ὃ ἐξαμαρτάνει;
Diodorus Siculus Hist., Bibliotheca historica (lib. 1-20)
Book 12, chapter 24, section 3, line 6
τοῦ δὲ διακούσαντος
τῆς κατηγορίας καὶ τὴν κόρην ἐγχειρίσαντος, ἐπι-
λαβόμενος ὁ συκοφάντης ἀπῆγεν ὡς ἰδίαν δούλην.
Lucianus Soph., Tyrannicida (0062: 051)
“Lucian, vol. 5”, Ed. Harmon, A.M.
Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1936, Repr. 1972.
Section 11, line 15
μὴ τοίνυν ἀκριβολογοῦ ἔτι περὶ
τοῦ τρόπου τῆς τελευτῆς μηδὲ ἐξέταζε ὅπως
ἀπέθανεν, ἀλλ’ εἰ μηκέτ’ ἐστίν, εἰ δι’ ἐμὲ τὸ
μηκέτ’ εἶναι ἔχει· ἐπεὶ κἀκεῖνο προσεξετάσειν
μοι δοκεῖς καὶ συκοφαντήςειν τοὺς εὐεργέτας,
εἴ τις μὴ ξίφει, ἀλλὰ λίθῳ ἢ ξύλῳ ἢ ἄλλῳ τῷ
τρόπῳ ἀπέκτεινεν.
Ο Ζηνόδωρος και οι εκδοχές για την λέξη συκοφάντης
Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή του Ζηνόδωρου, επειδή οι Αθηναίοι αγαπούσαν πολύ τα σύκα, υπήρχαν αρκετοί που πήγαιναν στους αγρούς και έβλεπαν αν ωρίμασαν τα σύκα· κι όποιος έφερνε πρώτος την είδηση ότι τα σύκα της χρονιάς είχαν ωριμάσει, αυτός ονομαζόταν αρχικά συκοσκόπος και αργότερα συκοφάντης· και από εκεί μεταφορικά απεκλήθη συκοφάντης όποιος έχωνε τη μύτη του στην ιδιωτική ζωή των άλλων, όπως πριν ανασκάλευε τα κλαδιά της συκιάς για να δει αν ωρίμασε ο καρπός της.
Η δεύτερη εκδοχή του Ζηνόδωρου
Κάποτε είχε πέσει λιμός στην Αθήνα, λέει ο Ζηνόδωρος, και ο δήμος ενέκρινε ψήφισμα που απαγόρευε την εξαγωγή σύκων· όποιοι κατάγγελναν άλλους ψευδώς ότι εξάγουν σύκα, ονομάστηκαν συκοφάντες. Οἱ δὲ λέγουσιν ὅτι λιμοῦ γενομένου ἐν Ἀθήναις ψήφισμα ἐγένετο μὴ ἐκφέρειν σῦκα· ἐπιτηροῦντες οὖν τινὲς ἐκφέροντα σῦκα διέβαλλον, καὶ παρὰ τὸ περὶ σύκων φάναι, συκοφάντης ὁ ψευδῶς περὶ σύκων φαίνων. Τα ίδια, αλλά χωρίς λιμό, λέει ο Πλούταρχος μερικούς αιώνες αργότερα: κεκωλυμένου γὰρ ἐκφέρειν τὰ σῦκα μηνύοντες καὶ φαίνοντες τοὺς ἐξάγοντας ἐκλήθησαν ‘συκοφάνται.’. Τα ίδια και ο Αθήναιος, ο οποίος μάλιστα επικαλείται παλιότερο (χαμένο σήμερα) σύγγραμμα του Ίστρου: Ἴστρος δ΄ ἐν τοῖς Ἀττικοῖς οὐδ΄ ἐξάγεσθαί φησι τῆς Ἀττικῆς τὰς ἀπ΄ αὐτῶν γινομένας ἰσχάδας͵ ἵνα μόνοι ἀπολαύοιεν οἱ κατοικοῦντες· καὶ ἐπεὶ πολλοὶ ἐνεφανίζοντο διακλέπτοντες͵ οἱ τούτους μηνύοντες τοῖς δικασταῖς ἐκλήθησαν τότε πρῶτον συκοφάνται. Ωστόσο, όπως θα έχετε ίσως ακούσει, η εκδοχή αυτή προσκρούει στο ότι δεν έχει βρεθεί κανένα τέτοιο ψήφισμα σε αρχαίο κείμενο, ούτε έχει και πολύ νόημα η απαγόρευση αφού σύκα είχε όλη η Ελλάδα άφθονα.
Μια τρίτη εκδοχή, που σύμφωνα με το ελληνικό Liddell-Scott τη διατύπωσε κάποιος Lancelot Shadwell, είναι ότι συκοφάντες αρχικά ονομάστηκαν εκείνοι που έσειαν τη συκιά για να φανερωθούν τα σύκα που ήταν κρυμμένα στα ψηλά κλαριά και στο πυκνό φύλλωμα, και από εκεί, μεταφορικά, όποιος ανάγκαζε με απειλές τους πλούσιους να του δίνουν χρήματα. Είναι γεγονός ότι στα αρχαία το σείω εμφανίζεται συχνά πλάι στο συκοφαντώ (π.χ. σε απόσπασμα του Αριστοφάνη) και μάλιστα ο Ησύχιος έχει λήμμα “σείσαι: συκοφαντήσαι”
Μια τέταρτη εκδοχή, που την αναφέρει ο Αθήναιος, είναι ότι στη Ρόδο συκοφάντες ονομάζονταν οι υπεύθυνοι για την είσπραξη των φόρων από τους πολίτες, που καταβάλλονταν σε είδος (σύκα, λάδι και κρασί) -και μάλιστα ότι διάλεγαν για τη δουλειά αυτή τους πιο αξιόπιστους πολίτες.
(Συνεχίζεται)
photo Rochak Shukla, Image license by freepik.com