Η αρχαία ελληνική ιστορία πίσω από τη λέξη «συκοφάντης»
Όλοι γνωρίζουμε για τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας και τη μεγάλη της επιρροή σε πολλές άλλες γλώσσες. Μια ελληνική λέξη με τέτοια επιρροή είναι η λέξη «συκοφάντης», η οποία έχει διαμορφωθεί μέσα από την αρχαία ελληνική γαστρονομία και το νομικό σύστημα, με έναν τρόπο που έχει οδηγήσει στη σημερινή της σημασία και χρήση σε πολλές φράσεις.
Η λέξη «συκοφάντης» έχει μια ιδιαίτερη σημασία, που γίνεται προφανής σε όσους γνωρίζουν την ιστορία πίσω από αυτήν.
Στα σύγχρονα λεξικά, όπως αυτό του Cambridge, η λέξη «συκοφάντης» ορίζεται ως «κάποιος που επαινεί πλούσιους ή ισχυρούς ανθρώπους με ανειλικρίνεια, συνήθως για προσωπικό όφελος». Αυτή η σημασία περιγράφει ένα άτομο που χρησιμοποιεί δόλο για να κερδίσει εύνοια ή πλεονεκτήματα. Οι Άγγλοι έχουν δώσει άλλη ερμηνεία για την λέξη συκοφάντης (Sycophant= Κόλαξ)
Στην ελληνική γλώσσα, ωστόσο, η λέξη έχει μια ελαφρώς διαφορετική απόχρωση. Η λέξη «συκοφάντης» στην αρχαία Ελλάδα αναφερόταν σε ένα άτομο που κατηγορούσε ψευδώς κάποιον με στόχο το προσωπικό όφελος. Συνεπώς, ενώ στα αγγλικά ο «συκοφάντης» είναι εκείνος που επαινεί πονηρά, στα ελληνικά αναφέρεται σε εκείνον που κάνει ψευδείς καταγγελίες για να βλάψει άλλους προς δικό του όφελος.
Η λέξη «συκοφάντης» έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ελλάδα και εμφανίζεται για πρώτη φορά σε κείμενα όπως το «Δειπνοσοφισταί» του Αθηναίου. Σε αυτό το έργο αναφέρεται ότι στην αρχαία Αττική απαγορευόταν η εξαγωγή σύκων, ώστε οι κάτοικοι να έχουν αποκλειστική πρόσβαση σε αυτό το αγαθό. Όσοι παραβίαζαν αυτόν τον νόμο και προσπαθούσαν να εξάγουν σύκα παράνομα, καταγγέλλονταν από τους λεγόμενους «συκοφάντες», οι οποίοι τους πρόδιδαν στις αρχές.
Η προέλευση της λέξης «συκοφάντης» προέρχεται από τις λέξεις «σύκον» (σύκο) και «φαίνω» (δείχνω). Ο όρος αναφερόταν στους καταγγέλλοντες, αυτούς δηλαδή που «έδειχναν τα σύκα», δηλαδή αποκάλυπταν τη λαθραία εξαγωγή σύκων εκτός Αττικής. Οι συκοφάντες συνέβαλλαν στην εφαρμογή του νόμου, καταγγέλλοντας εκείνους που παραβίαζαν τις απαγορεύσεις.
Το εμπόριο των σύκων στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό και θεωρούνταν ισάξιο με το εμπόριο ελαιολάδου και κρασιού. Οι συκοφάντες διαδραμάτιζαν κεντρικό ρόλο στην προστασία της τοπικής οικονομίας από την παράνομη εμπορία. Για κάθε επιβεβαιωμένη καταγγελία, ο καταγγέλλων λάμβανε ως αποζημίωση ένα μέρος του προστίμου που επιβαλλόταν στον παραβάτη, γεγονός που εξηγεί γιατί οι συκοφάντες επιδίδονταν σε τέτοιες καταγγελίες.
Σε κείμενα από την αρχαιότητα, όπως του άγνωστου σε εμάς σήμερα Φιλομνήστου, αναφέρεται πως οι συκοφάντες απέκτησαν το όνομά τους λόγω αυτής της δραστηριότητας, αφού επιβάλλονταν πρόστιμα για την παράνομη διακίνηση σύκων, ελαιολάδου και κρασιού. Αυτά τα πρόστιμα χρηματοδοτούσαν τα δημόσια έξοδα και οι συκοφάντες ήταν οι πολίτες που είχαν αναλάβει την επιβολή αυτών των προστίμων.
Παρά το αρνητικό περιεχόμενο που φέρει σήμερα ο όρος «συκοφάντης», οι πρώτοι συκοφάντες στην πραγματικότητα εξυπηρετούσαν τις αρχές, προστατεύοντας την οικονομία και τη νομιμότητα. Η εξέλιξη της λέξης από την αρχαιότητα έως σήμερα δείχνει πώς ένας όρος με αρχικά θετική χροιά μπορεί να μετατραπεί σε έννοια με αρνητική σημασία.
Άλλη έννοια έχει η λέξη Συκοφάντης στα Ελληνικά και άλλη στα Αγγλικά
Greek Monolingual
ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφάντις, -ιδος, Α
1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας
2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές
β) μηνυτής εκείνων που επιχειρούσαν παράνομη εξαγωγή σύκων από την περιοχή τών Αθηνών ή όσων πολιτών αναλάμβαναν τη συλλογή σύκων τα οποία θεωρούνταν δημόσιο έσοδο
γ) ο πολίτης που φανέρωνε τα σύκα τα οποία είχαν κρυμμένα κάτω από τα ρούχα τους οι κλέφτες σύκων
δ) άτομο που έσειε τις συκιές και φανέρωνε έτσι την ύπαρξη σύκων κάτω από τα πυκνά φυλλώματα του δέντρου
ε) άτομο που έδειχνε το αιδοίο του, επιδειξίας
στ) (κατ’ επέκτ.) άνθρωπος που ενδιαφερόταν για τα δημόσια συμφέροντα και κατήγγελλε τις σχετικές παραβάσεις, όταν μάλιστα δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος και, κυρίως, τις λαθραίες εισαγωγές προϊόντων, την παράνομη κτήση και επικαρπία ξένης ιδιοκτησίας, την αποφυγή πληρωμής φόρων αλλά και όσους είχαν εχθρικές διαθέσεις προς την πόλη τών Αθηνών
αρχ.
1. απατηλός σύμβουλος
2. άτομο που εκβιαστικά και με ψευδείς κατηγορίες και απειλές προσπαθούσε να αποσπάσει χρήματα από πλούσιους πολίτες, εκβιαστής
3. δημόσιος υπάλληλος που έκανε μηνύσεις με ψευδείς κατηγορίες εναντίον αθώων πολιτών
4. (στη νέα κωμωδία) επαγγελματίας απατεώνας ή μυστικός πράκτορας, καταδότης, χαφιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + –φάντης (< φαίνω), πρβλ. ιεροφάντης. Από τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ήδη από την αρχαιότητα, σχετικά με την ακριβή σημ. της λ. συκοφάντης, πιθανότερη πρέπει να θεωρηθεί εκείνη σύμφωνα με την οποία η λ. δήλωνε αρχικά αυτόν που φανέρωνε, αποκάλυπτε τα κλεμμένα σύκα που ήταν.κρυμμένα μέσα στα ρούχα του κλέφτη. Με αφετηρία αυτήν τη σημ., η λ., κατά μία άποψη, χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει εκείνον που κατέδιδε την κλοπή ασήμαντων πραγμάτων, όπως ήταν τα σύκα. Η ερμηνεία του Πλουτάρχου, η οποία υποστηρίχθηκε και από νεώτερους μελετητές και κατά την οποία συκοφάντης στην αρχαία Αθήνα ήταν ο μηνυτής εκείνων που επιχειρούσαν λαθραία εξαγωγή σύκων, δεν επιβεβαιώνεται από κείμενα της αρχαίας παράδοσης. Η λ. συκοφάντης, τέλος, ήδη στην αρχαία εποχή, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες, που δυσφημεί και διαβάλλει και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιείται και στη Νέα Ελληνική].
Greek Monotonic
photo bearfotos, Image license by freepik.com