Χόρευε μες τα μπαχαρικά ξυπόλητη,
κάτω απ΄τα πέλματα σκάγανε πιπέρια όλης της γης τα νοστιμοχώραφα
κι άλας σε κόκκους, κρυσταλλάκια αλμυρά κι άμμος, άμμος μιας στιγμής σε κλεψύδρα.
Τώρα !
Τώρα την έβλεπε. Μυρίζοντας στο σκοτάδι το σώμα της, ένα λεπτό νήμα σκιάς ανάμεσα στα σακιά, τις κανέλλες και τα δαφνόφυλλα
κάτι σαν απόηχος όρασης, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, ένα μπέρδεμα, αδιάκριτο κι αυθάδες όσο καταφέρνει δηλαδή η εισβολή της αιωνιότητας μέσα στη στιγμή.
Έτσι τη θυμότανε. Στο πολύ της θύμησης και ως να κορεστεί ο χρόνος στο στιφό του κεφάλι, ως για να μαρτυράει πια πως την είχε δει και δεν ήταν όνειρο
πως είχε λογαριάσει και την αφή της και την πούδρα της
και πως τίποτα απ΄όλα δεν είχε συμβεί ξανά και ποτέ
και πως μόνο στα έγκατα του συμβαίνανε όλα τούτα
ως να πληγιάσουν οι φτέρνες της και ν ανάψουνε τα δάχτυλα και να σβήσουνε πολλάκις
να ιδρώνει και να ξεϊδρώνει το πετσί της το λιγωμένο
ως απόψε
απόψε ! που δεν είχε απαντοχή κι άλλο γλιτωμό κι άλειφε τα πέλματα λάδι απ΄το καντήλι του…ότι είχε απομείνει δηλαδή, καταλαβαίνεις…
photo Papafox / https://pixabay.com