Απόψε κράτησα στην άκρη τ’ ουρανού
γαλάζια φύκια απ’ τον ωκεανό της μοίρας
απόψε η σκέψη σου πλημμύρισε το νου
να λιώσει σπίθες στων ματιών μου την αρμύρα.
Γουλιά-γουλιά, σε κοινωνώ μπρούσκο κρασί
που είναι φερμένο από του Νότου την πατρίδα
στα πάθη εσύ να με κερνάς κούπα χρυσή
κι εγώ να υφαίνω κεραυνούς στην καταιγίδα.
Λαθρεπιβάτης στην καρδιά σου κάθε αυγή
βγαίνω σ’ αφύλακτα πελάγη κι αρμενίζω
χαράζω λέξεις να σου κλείσω την πληγή
μα στη δική μου απ’ την αρχή ξαναγυρίζω.
Μοιάζεις με αίνιγμα ή κι αρχαίο μυστικό
τ’ άστρα ξυπνούνε στο βαθύ αναστεναγμό σου
δεν θέλω τίποτα μα και όλα τα ζητώ
κάθε φορά που αγγίζω το σημάδι στο λαιμό σου.
Άνθισε η θάλασσα, οι άγκυρες χρυσές
λάφυρα απόψε, όρκοι, φιλιά και αναμνήσεις
στοίχειωσε η νύχτα δυο ζωές πού είναι μισές
κι εσύ γυρεύεις γι’ άλλη Ιθάκη, να κινήσεις
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου