Το όνομα της Σελήνης δηλώνει το σέλας, το φως, όχι το άπλετο φως του πρωινού αλλά τον ηδύ φωτισμό που συντροφεύει την Νύκτα. Η Σελήνη ονομάζεται και Μήνη, όνομα από το οποίο παράγονται οι λέξεις μην (μήνας) και έμμηνος ροή.
Η λέξη “μην” = σελήνη (μηνίσκος = μισοφέγγαρο, μηνοειδής εντομή), μιναρές, αλλά και το αγγλικό moon = σελήνη.
μήνη θηλυκό
- η σελήνη
- ομηνίσκος: η ημισέληνος ή οτιδήποτε έχει τέτοιο σχήμα
- διάταξη μάχης με σχήμα ημισελήνου
- κάλυμμα που τιθόταν στο κεφάλι των ανδριάντων, για να τα προστατεύει από τις κουτσουλιές των πουλιών
- κόσμημα με μηνοειδές σχήμα
Διαφορετικές Ονομασίες για την Σελήνη
Different Names for the Same Thing: The Moon
All Things Pertaining to the Moon
Ancient Greek
selene (σελήνη) – the moon, full moon
mene (μήνη) – the moon
noumenia (νουμηνία) – the new moon, first of the month
aselenos (ἀσέληνος) – moonless,
skotomene (σκοτομήνη) – a moonless night
dichomenis (διχόμηνις) – at the full moon
selenazo (σεληνάζω) – to be moonstruck
Latin
lūna, ae – the moon
interlūnis, e – at the new moon
illūnis, e – moonless, without moonlight
lūnula, ae – a little moon (an ornament worn by women)
lūnātus, a, um – half-moon-shaped, crescent-shaped
sēmestris, e – the full moon (technically, it means semi-monthly)
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
μήνη
μήνη, ἡ (μήν), φεγγάρι, Σελήνη, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
ON Line Etymology Dictionary
Μετάφραση από τα Αγγλικά από τον Δημήτρη Συμεωνίδη
φεγγάρι (n.)
“ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τη γη κάθε μήνα,” μεσα αγγλικά mone, από την παλαιοαγγλική mona, από την πρωτο-γερμανική *menon– (πηγή επίσης παλαιοσαξονικού και παλαιουψηλογερμανικού mano, παλαιοφρισιανό mona, παλαιοσκανδιναβικό mani, δανέζικο maane, ολλανδικό maan, γερμανικό Mond, γοτθικό mena “moon“), από το PIE (επίσης, του μηνός) “moonsk” μήνας;” Αβεστάν ma, περσικό mah, αρμενικό mis “μήνας” Ελληνικά mene “φεγγάρι“, άνδρες “μήνας”, λατινικά mensis “μήνας”, παλαιοεκκλησιαστικά σλαβονικά meseci, λιθουανικά mėnesis “σελήνη, μήνας” Παλαιά ιρλανδικά mi, ουαλικά mis, βρετονικά miz “μήνας”), από τη ρίζα *me- (2) “στο μέτρο” σε σχέση με τη φάση του καθολικού χρόνου και του φεγγαριού.
Αρσενικό ουσιαστικό στα παλιά αγγλικά. Στα ελληνικά, τα πλάγια, τα κελτικά και τα αρμενικά οι συγγενείς λέξεις σημαίνουν πλέον μόνο «μήνας». Το ελληνικό selēnē (λεσβιακή selanna) είναι από το selas “φως, φωτεινότητα (των ουράνιων σωμάτων).” Τα παλιά Σκανδιναβικά είχαν επίσης tungl “φεγγάρι” (“αντικαθιστώντας το mani στην πεζογραφία” – Buck), προφανώς μια παλαιότερη γερμανική λέξη για το “ουράνιο σώμα”, συγγενής με το γοτθικό tuggl, το παλιό αγγλικό tungol “ουράνιο σώμα, αστερισμός”, άγνωστης προέλευσης ή σύνδεσης. Εξ ου και η Παλαιά Νορβηγική tunglfylling “lunation”, tunglœrr “τρελό” (επίθ.).
Η Σελήνη επεκτάθηκε το 1665 σε δορυφόρους άλλων πλανητών. Ως τυπικό ενός τόπου αδύνατον να φτάσει κανείς ή ενός πράγματος αδύνατον να αποκτήσει, μέχρι τη δεκαετία του 1590. Η έννοια “ένας μήνας, η περίοδος της περιστροφής της σελήνης γύρω από τη γη” είναι από τα τέλη του 14 αιώνα.
Η κούρσα του φεγγαριού και το διαστημικό πρόγραμμα των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1960 ενέπνευσαν νομίσματα, συμπεριλαμβανομένου, από εκείνους που είναι δύσπιστοι για τα οφέλη που πρέπει να αποκομιστούν, το moondoggle (με βάση το boondoggle).
Ο άνθρωπος στο φεγγάρι “φανταστικό ομοίωμα ανθρώπου που φαίνεται στον δίσκο της πανσελήνου” αναφέρεται από τις αρχές του 14ου αιώνα. κουβαλάει μια δέσμη από αγκάθια και συνοδεύεται από έναν σκύλο. Μερικοί Ιάπωνες, ωστόσο, βλέπουν ένα κουνέλι που φτιάχνει κέικ ρυζιού στο φεγγάρι. Το παλιό φεγγάρι στην αγκαλιά της νέας σελήνης (1727) είναι η εμφάνιση του φεγγαριού στο πρώτο τέταρτο, στο οποίο ολόκληρη η σφαίρα είναι αμυδρά ορατή από τη γήινη λάμψη.
On Line Etymology Dictionary
moon (n.)
“heavenly body which revolves about the earth monthly,” Middle English mone, from Old English mona, from Proto-Germanic *menon- (source also of Old Saxon and Old High German mano, Old Frisian mona, Old Norse mani, Danish maane, Dutch maan, German Mond, Gothic mena “moon”), from PIE *me(n)ses- “moon, month” (source also of Sanskrit masah “moon, month;” Avestan ma, Persian mah, Armenian mis “month;” Greek mene “moon,” men “month;” Latin mensis “month;” Old Church Slavonic meseci, Lithuanian mėnesis “moon, month;” Old Irish mi, Welsh mis, Breton miz “month”), from root *me- (2) “to measure” in reference to the moon’s phases as an ancient and universal measure of time.
A masculine noun in Old English. In Greek, Italic, Celtic, and Armenian the cognate words now mean only “month.” Greek selēnē (Lesbian selanna) is from selas “light, brightness (of heavenly bodies).” Old Norse also had tungl “moon” (“replacing mani in prose” – Buck), evidently an older Germanic word for “heavenly body,” cognate with Gothic tuggl, Old English tungol “heavenly body, constellation,” of unknown origin or connection. Hence also Old Norse tunglfylling “lunation,” tunglœrr “lunatic” (adj.).
Moon was extended 1665 to satellites of other planets. As typical of a place impossible to reach or a thing impossible to obtain, by 1590s. The meaning “a month, the period of the revolution of the moon about the earth” is from late 14c.
The moon race and the U.S. space program of the 1960s inspired coinages, including, from those skeptical of the benefits to be gained, moondoggle (based on boondoggle).
The man in the moon “fancied semblance of a man seen in the disk of the full moon” is mentioned since early 14c.; he carries a bundle of thorn-twigs and is accompanied by a dog. Some Japanese, however, see a rice-cake-making rabbit in the moon. The old moon in the new moon’s arms (1727) is the appearance of the moon in the first quarter, in which the whole orb is faintly visible by earthshine.
The Ancient Greek word for moon is
Μήνη
Μετάφραση στα Ελληνικά από τον Δημήτρη Συμεωνίδη
Η ελληνική λέξη μήνη (mēnē) σημαίνει και τη Σελήνη και τον σεληνιακό μήνα. Αντιπροσωπεύει τη θηλυκή μορφή του παλαιότερου αρσενικού ουσιαστικού μήν (mēn), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από τον πλάγιο κορμό της ινδοευρωπαϊκής λέξης *meh₁nōt («φεγγάρι· μήνας»). Από την ίδια λέξη προέρχεται και το όνομα του φρυγικού θεού της σελήνης Men.
In English
The Greek word μήνη (mēnē) means both the Moon and the lunar month. It represents the feminine form of the older masculine noun μήν (mēn), which in turn derives from the oblique stem of the Indo-European word *meh₁nōt (“moon; month”). The name of the Phrygian moon-god Men derives from the same word.
photo rawpixel.com, Image license by freepik.com